Ο κοινός λόγος, όπως αποκαλούσε το αποθησαύρισμά της η Ελλη Παπαδημητρίου, δηλαδή οι μαρτυρίες των «κοινών ανθρώπων» για όσα έζησαν, θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε κραυγές όταν ανακαλεί τα πάθη της ταραγμένης δεκαετίας του ’40. Κραυγές μιας μνήμης που μισό αιώνα αργότερα συνεχίζει να πληγώνει. Κι όμως η μεγάλη αρετή των αφηγήσεων του βιβλίου της B. Παπαγιάννη είναι πως δεν κραυγάζουν ούτε ωρύονται, μόνο κουβεντιαστά αναμασούν τα συμβάντα ώστε να διατηρούνται νωπά στη μνήμη τους και ταυτόχρονα να χαράσσονται στη συλλογική μνήμη. «Τελικά οι καταθέσεις των κοινών ανθρώπων θάχουνε θέση κάποτε στην ιστορική έρευνα» πίστευε η Παπαδημητρίου και ο χρόνος την επιβεβαίωσε. Τριάντα χρόνια αργότερα η προφορική ιστορία έχει καταστεί ένας από τους θαλερότερους κλώνους της Ιστορίας.


Αποσύρεται διακριτικά


«Πολύτιμη ύλη της ιστορίας» χαρακτηρίζει ο Σπ. I Ασδραχάς, στα Προλεγόμενα του βιβλίου, τις αφηγήσεις που συγκέντρωσε η Παπαγιάννη, από όπου λείπει μια δική της εισαγωγή για τους ερευνητικούς και αφηγηματικούς τρόπους που ακολούθησε. Κατά τον ιστορικό, τις αυτοβιογραφικές συνεντεύξεις η συγγραφέας ούτε τις καταθέτει ως έχουν ούτε τις αναχωνεύει στον δικό της λόγο. Ουσιαστικά λειτουργεί όπως ένας συγγραφέας μυθιστορήματος τεκμηρίων καθώς επεξεργάζεται λιγότερο ή περισσότερο το ηχογραφημένο υλικό διατηρώντας τις υφολογικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες. Σε αντίθεση με νεότερους συγγραφείς, η ίδια αποσύρεται διακριτικά εντάσσοντας το βιβλίο της σε μια σειρά μαρτυριών. Μόνο ένα διήγημά της προσθέτει ως κατακλείδα, που παραδόξως εκτυλίσσεται σε υψηλούς τόνους, ξένους προς τις αφηγήσεις. Παρομοίως φορτισμένο είναι και το σύντομο αφήγημα του A. Ζούκα, που απόσπασμά του αναπαράγεται στο οπισθόφυλλο.


Είκοσι τέσσερις μαρτυρίες 16 γυναικών και οκτώ ανδρών, οι περισσότερες συνοπτικές, μερικές μόνο εκτενείς και διεξοδικές. Οι μισές φέρουν και ημερομηνία καταγραφής δείχνοντας τη συνεχή ενασχόληση της συγγραφέως, ήδη από το 1977. Συνομιλίες που γίνονται στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας με ανθρώπους ως επί το πλείστον από εκείνα τα μέρη, γεννημένους στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Εξαίρεση, η πρώτη αφήγηση μιας γυναίκας, γεννημένης στην Τουρκία, που ήρθε δεκαετής στη Θεσσαλονίκη, το 1925. Αυτή είναι και η μοναδική μαρτυρία που δίνει την έμφαση στα χρόνια πριν από την Κατοχή, ενώ το κυρίως σώμα των αφηγήσεων εμμένει στη δεκαετία του ’40, με ιδιαίτερη αναφορά στα κατοπινά χρόνια της υπερορίας, κοινή μοίρα των περισσοτέρων.


Πολλή τιμιότητα


Οπως συμβαίνει συνήθως σε παρόμοιες συναγωγές ή και σε μυθιστορήματα τεκμηρίων, όλες οι μαρτυρίες έρχονται από ανθρώπους που βρέθηκαν στην ίδια όχθη, επονίτες και μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει και ταύτιση απόψεων καθώς οι ομοφρονούντες στα χρόνια της Αντίστασης στον Εμφύλιο διχάζονται. Αλλοι βγήκαν ξανά στο βουνό, για να αποφύγουν τις διώξεις, και άλλοι στρατεύθηκαν βιαίως. Υστερα διαφέρουν οι εκτιμήσεις των στελεχών ή και των συζύγων τους από το πώς έβλεπαν τα πράγματα τα απλά στελέχη. Χαρακτηριστικά η Σοφία Κατσίνου από την Ανατολή Θεσσαλίας σχολιάζει: «…Αμα παντρευόσουν, έπρεπε να πας σ’ άλλο τμήμα. Μόνο οι ταξίαρχοι είχαν το δικαίωμα να έχουν μαζί τους τις γυναίκες τους. Ναι, τ’ ανώτερα στελέχη… Εμείς – λιγότερο ίσοι δηλαδή…». Πάντως οι μαρτυρίες δείχνουν να συμφωνούν πως στον Δημοκρατικό Στρατό υπήρχε «πολλή τιμιότητα», ανεξάρτητα αν ορισμένα στελέχη, κάποτε και ο ίδιος ο Γραμματέας, ατακτούσαν.


Στο βιβλίο ξεχωρίζουν οι εκτενείς αφηγήσεις δύο συνομήλικων γυναικών, της Διαμάντως Γκριτζώνα και της Χριστίνας Τράτσα, και οι δύο επονίτισσες· από τα πρώτα επαγγελματικά στελέχη η Γκριτζώνα έζησε για χρόνια στην Τασκένδη, επιστρατευμένη η δεύτερη στον Εμφύλιο, στάθηκε πιο τυχερή. Συμπληρωματικές οι μαρτυρίες τους και μαζί με τις σχετικά λεπτομερείς δύο-τριών άλλων γυναικών – της Κατσίνου, της Λαρισαίας Ελένης Πετρίκη, τραυματιοφορέα στο Βίτσι, ή και της Βορειοελλαδίτισσας Ευαγγελίας Φωτογράφου – δείχνουν τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι γυναίκες στο βουνό καθώς και στις Λαϊκές Δημοκρατίες όπου αναγκαστικά κάποιες από αυτές έστησαν τα νοικοκυριά τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντρική σκοπιά για την επιστράτευση των γυναικών και τις δυνατότητές τους. «…Στο τμήμα το δικό μου γυναίκα δεν πήρα ποτέ. H γυναίκα δεν είναι ευκολοκίνητη κι εγώ ήθελα να ‘χω παλικάρια να πετούνε…» λέει ο Κώστας Ζαχοδάνης από το Λιτόχωρο, που πιστεύει πως ήταν από τα λάθη της Καθοδήγησης να φτιάξει «ανταρτίνες». Κατά τα άλλα, η αφήγησή του είναι μία από τις σημαντικότερες του βιβλίου καθώς αναφέρεται σε καθοριστικές επιχειρήσεις όπως αυτή που έγινε στην κωμόπολή του, τέλη Μαρτίου 1946, και σηματοδότησε την έναρξη του Εμφυλίου. Από τις μαρτυρίες των αντρών βαραίνουν του Στρατή Παπαευστρατίου, που εστιάζεται στον Εμφύλιο και έρχεται ως αντίλογος στη μαρτυρία της Γκριτζώνα, και του Γιάννη Παπαϊωάννου, που απλώνεται στη ζωή στην εξορία, τον κομματικό διχασμό και τον συγγραφέα Γιάννη Μανούσακα. Μάλιστα η μαρτυρία του συνοδεύεται από τα γράμματα της δεκάχρονης κόρης του.


Πιστεύουμε ότι οι αφηγήσεις θα είχαν διαφορετική απήχηση αν αυτονομούνταν. Το βιβλίο της Παπαγιάννη θα μπορούσε να δώσει τροφή σε πολλά «διπλά βιβλία», όπως αυτό της Τασούλας Βερβενιώτη. Αλλωστε η Σταματία Μπαρμπάτση, η αφηγήτρια στο Διπλό βιβλίο, είναι κι αυτή από τα ίδια μέρη, συνομήλικη των αφηγητριών της Παπαγιάννη, και η μαρτυρία της συνάδει με τις δικές τους.