«A! κύριε, κύριε Μαλακάση, ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει», ο γνωστός καρυωτακικός στίχος, ο εναρκτήριος της «Μικρής ασυμφωνίας εις α μείζον», που συμπτωματικά πρωτοδημοσιεύτηκε μια Κυριακή στο «Ελεύθερο Βήμα», έρχεται αυθόρμητα, εναλλάσσοντας πρώτο και δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, σαν ένα ταιριαστό μοτίβο στις σκέψεις του Π. Χαρτοκόλλη, καθώς διαβάζει το παλιό ημερολόγιό του. Αυτό που κρατούσε στην E’ Γυμνασίου, καταγράφοντας με ευσυνειδησία και όσο περισσότερη αντικειμενικότητα γινόταν επεισόδια και συγκινήσεις. Στα εξωσχολικά αναγνώσματα που τον σημάδεψαν, η ποίηση περίσσευε. Μόλις μια αναφορά στον Βάρναλη, ούτε ο εβδομηκοντούτης τότε Μαλακάσης μνημονεύεται ούτε ο Καρυωτάκης. Αν και δεν αποκλείεται ο απόηχος του πυροβολισμού της 21ης Ιουλίου 1928 να είχε φτάσει μέχρι τους μεταξικούς έφηβους, που άλλα τους γοήτευαν, όπως οι απόψεις περί πολέμου του Καζαντζάκη ή Ο Μεγαλοφυής του ιταλού ψυχίατρου και πατέρα της Εγκληματολογίας Καίσαρα Λομπρόζο, ο οποίος πίστευε πως η μεγαλοφυΐα και η παραφροσύνη συναντώνται.


Ο εξουσιαστικός λόγος


Ωστόσο, ο Μαλακάσης και κυρίως ο Καρυωτάκης απασχολούν τον συγγραφέα, όταν ξεθάβει το μαθητικό σημειωματάριο. Μόλις έχει ολοκληρώσει το προηγούμενο βιβλίο του Ιδανικοί αυτόχειρες, όπου το πρώτο κεφάλαιο αφιερώνεται στην «ανατομία» της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, με βάση τα φημολογούμενα πάθη της ζωής του και τη μάλλον μικρή εκτίμηση των συγχρόνων του. Με το επιφώνημα του στίχου και τον επόμενο, «μικρόν εμέ κ’ εσάς μεγάλο», να λανθάνει, ο αφηγητής αποδίδει την ψυχολογία του καλού μαθητή, που είναι καλός πιθανώς και μόνο από φόβο απέναντι στον εξουσιαστικό λόγο των καθηγητών.


Τότε ακόμη δεν ήξερε τι θα κάνει στη ζωή του, μόνο μια σκέψη πως μια μέρα θα έγραφε μυθιστόρημα. Τελικά, διέφυγε προς τις επιστημονικές ατραπούς. Στο εφηβικό όνειρο επανήλθε με μερικά διηγήματα αλλά το εγκατέλειψε ξανά περιπλέοντας ψυχαναλυτικά τη λογοτεχνία, ώσπου την τελευταία εικοσαετία καταπιάστηκε συστηματικά με το μυθιστόρημα της ζωής του. Μόνο που το γράφει σε συνέχειες. Προηγήθηκαν τα χρόνια των σπουδών στις ΗΠΑ, ακολούθησαν τα μυθιστορήματα της Κατοχής, για να έρθει τελικά η σειρά και της εφηβείας με τις σχολικές αγωνίες και τα ερωτικά σκιρτήματα. Οι ημερολογιακές σημειώσεις μαζί με τα συνοδευτικά σχόλια ζωντανεύουν τον σχολικό κόσμο, όπως ήταν λίγο πριν από τον Πόλεμο και όπως συνέχισε να υπάρχει, με μικρές σχετικά αλλαγές, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ενας κόσμος αυστηρός ως και αυταρχικός, γιατί όχι, «H εποχή των χαστουκιών», σύμφωνα και με τον τίτλο του πρώτου βιβλίου που παρουσιάζει το Μουσείο της Παιδείας στο ερευνητικό πρόγραμμά του «Ιστορικά Εκπαιδευτήρια της Αθήνας»


Σκιαγραφώντας ο Χαρτοκόλλης τους συγκεκριμένους καθηγητές αποδίδει χαρακτηριστικούς τύπους, συνήθως σε αρμονία με το μάθημα που δίδασκαν. Φόβος και τρόμος ο ελληνιστής αλλά και ο φυσικός. Σχεδόν φιλικές οι σχέσεις με τον γαλλιστή ή τον διδάσκοντα τα τεχνικά. Ωστόσο, σημαντικό ρόλο έπαιζε και η προσωπικότητα του καθηγητή, όπως ο χαμογελαστός μαθηματικός που τους συμφιλίωσε με άλγεβρα και γεωμετρία. Οι στιχομυθίες των μαθητών και οι διάλογοι με τους καθηγητές προδίδουν τον χαρακτήρα των παιδιών, που αποδεικνύεται καθοριστικός της μετέπειτα πορείας τους. Αφηγούμενος ο συγγραφέας έναν χρόνο μαθητικής ζωής, καταθέτει τη μαρτυρία του για τις συνθήκες διδασκαλίας και εξέτασης, συμβάλλοντας στην ιστορία του γυμνασίου όπου φοίτησε.


Κάτοικος της οδού Πιπίνου, δίπλα στον Αγιο Παντελεήμονα, ήταν κι αυτός ένα από τα παιδιά του B’ Γυμνασίου Αρρένων, που τότε στεγαζόταν Αχαρνών και Χέυδεν γωνία. H μελέτη της Σ. Γελαδάκη δίνει το ιστορικό του γυμνασίου, που ιδρύθηκε το 1852 και στεγάστηκε σε διάφορα κτίρια των Αθηνών, μεταφερόμενο από την Πλάκα στην οδό Σταδίου και τέλος, από το 1930, στα Πατήσια. Για το συγκεκριμένο νεοκλασικό δυστυχώς δεν δίνονται περισσότερες πληροφορίες, παρά μόνο ότι ήταν η οικία του πρεσβευτή Περικλή Αργυρόπουλου, την οποία η χήρα του νοίκιασε στο Δημόσιο. Με μια διακοπή στα χρόνια της Κατοχής που επιτάχθηκε, το B’ Γυμνάσιο Αρρένων στεγαζόταν σε αυτό ως το 1974. Κατάγραφο σήμερα και σαβανωμένο ως φάντασμα το κτίσμα, αφού γνώρισε την εγκατάλειψη και την κατάληψη, στοιχειώνει ομού μετά άλλων την πρωτεύουσα ώσπου να καταρρεύσει.


Τρεις επιστήθιοι φίλοι


Στην επετηρίδα αποφοίτων του γυμνασίου, στο τέλος της μελέτης, που κατήρτισε ο εκδότης Ο. Χατζόπουλος, κι αυτός απόφοιτος του B’ Γυμνασίου, βρίσκουμε τον Χαρτοκόλλη και τους συμμαθητές του, τουλάχιστον όσους αναφέρει με τα επίθετά τους, στους απόφοιτους του σχολικού έτους 1939-1940. Από τους τρεις επιστήθιους φίλους του τον Ανδρόνικο, τον Μάνο και τον Σταύρο, μόνο ένας Σταύρος Φραγκάκος υπάρχει. Ισως οι άλλοι δύο να πήραν μετεγγραφή στο τελευταίο έτος ή και να λανθάνουν στα μαθητολόγια, τα οποία, έτσι κι αλλιώς, παρουσιάζουν κάποιες ελλείψεις. Οσο για τους καθηγητές που πρωταγωνιστούν στο αφήγημα του Χαρτοκόλλη, η μελέτη δεν παραθέτει σχετικούς πίνακες. Μόνο στις μαρτυρίες των αποφοίτων παρεμβάλλονται κριτικά σχόλια χωρίς ωστόσο ονομαστική αναφορά. Εξαίρεση αποτελεί ο γυμνασιάρχης εκείνων των χρόνων, Θρασύβουλος Σταύρου, τον οποίο ο Χαρτοκόλλης μνημονεύει με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο Μελικέρτης, όπως υπέγραφε στα περιοδικά της γενέτειράς του της Σμύρνης και στον «Νουμά».


Ωστόσο, η μελέτη αναφέρεται εν εκτάσει στη διδασκαλία και στις εξωσχολικές δραστηριότητες, όπου η μαρτυρία του Χαρτοκόλλη έρχεται ως συμπλήρωμα. Κάποτε και διορθωτική, όπως για το μάθημα της Γυμναστικής, που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, μεταπολεμικά γινόταν στον «Πανελλήνιο», ενώ ο Χαρτοκόλλης θυμάται πως, ήδη από τα δικά του χρόνια, πήγαιναν στο Πεδίον του Αρεως. Ακόμη, ανιστορεί παραστατικά την καθιερωμένη εκδρομή στο εξοχικό τότε Γαλάτσι, που οι καθηγητές αποκαλούσαν «μικρό περίπατο». Τρεις τρεις, στη γραμμή, μόνο αγόρια. Εκείνα τα χρόνια, η συμφοίτηση αρρένων και θηλέων απαγορευόταν, στον κόσμο των μαθητών υπήρχαν μόνο τα «δουλικά» και οι γειτονοπούλες, όπως η Γιολάντα η οποία επανέρχεται επίμονα στα μυθιστορήματα του Χαρτοκόλλη.


Τέλος, από τις μαρτυρίες των μεταπολεμικών αποφοίτων απουσιάζει η «Διάπλαση των παίδων». Μόνο ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, απόφοιτος του 1953, θυμάται να του δίνει ο γυμνασιάρχης δίκην επαίνου, όταν πρώτευσε, ένα τεύχος. Σε αντίθεση με τον Χαρτοκόλλη που συγκρατεί ζωηρές αναμνήσεις. Διαπλασόπουλο με το ψευδώνυμο Αρπης, επιστήθιος φίλος του Αιέν Αριστεύειν, τουτέστιν του Εμμανουήλ Κάσδαγλη, που, χάρη στο θαυμάσιο λεύκωμά του με τις «Κυριακές της Διαπλάσεως», γνώρισαν και οι νεότεροι τα διαπλασόπουλα. Και με την ευκαιρία, ο Χαρτοκόλλης προσθέτει πληροφορίες για το νεανικό περιοδικό «Παλμός» του 1944, στο οποίο εμφανίστηκαν ο Θ. Φραγκόπουλος, η Λ. Στεφάνου και ο E. X. Γονατάς, σύμφωνα και με την οσονούπω εξάτομη Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του Αλέξ. Αργυρίου. Κατά τον Χαρτοκόλλη, το περιοδικό το έβγαζαν διαπλασόπουλα, ο Υπερίων – Φραγκόπουλος, η Ρόδη Αυγινή – Στεφάνου, ο Αρπης και ο Νηρέας, ήτοι ο γνωστός συμιακός συγγραφέας Κώστας Αγαπητίδης. Μένει ζητούμενο αν ο Γονατάς υπήρξε διαπλασόπουλο, πάντως, ήταν κι αυτός απόφοιτος του B’ Γυμνασίου Αρρένων του σχολικού έτους 1940-41, μαζί με τον Αγγελο Καράκαλο (και όχι, Καράκολο, όπως εσφαλμένα αναγράφεται στην επετηρίδα), που μας συμπλήρωσε την εικόνα του Μιχαήλ Μητσάκη. Αυτά, για όσους δεν απαξιούν τις μαρτυρίες.