Για αρκετές χιλιάδες ανθρώπους, η έκβαση του Εμφυλίου δεν σηματοδότησε το τέλος ενός δράματος αλλά αντίθετα αποτέλεσε την αρχή του: σήμανε το ξεκίνημα μιας μακροχρόνιας αυτοεξορίας στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ. H πολιτική προσφυγιά, όπως ονομάστηκε αυτή η αυτοεξορία, υπήρξε η κεντρική εμπειρία του Εμφυλίου για μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων, από υψηλά κομματικά στελέχη του KKE ως απλούς χωρικούς που εγκατέλειψαν τη χώρα συχνά χωρίς να έχουν πλήρη επίγνωση εκείνης της απόφασης και των συνεπειών της. H μελέτη της πολιτικής προσφυγιάς, όπως και του Εμφυλίου εν γένει, υποφέρει από τεράστια πραγματολογικά κενά. Ιδιαίτερα το θέμα της μετακίνησης των παιδιών (το λεγόμενο «παιδομάζωμα») εξακολουθεί να ανήκει στον μακρό κατάλογο των θεμάτων ταμπού που ταλανίζουν την έρευνα του Εμφυλίου, μισό αιώνα μετά την λήξη του. Δεν πρέπει λοιπόν να ξαφνιάζει η αδυναμία μας να απαντήσουμε σε σωρεία ερωτημάτων. Πόσοι ακριβώς ήταν οι πολιτικοί πρόσφυγες; Πώς ακριβώς, πότε και γιατί εγκατέλειψαν τη χώρα; Πού βρέθηκαν, πώς έζησαν, τι πίστεψαν; Πώς τους διαμόρφωσε η εμπειρία αυτή; Ποιοι και πότε επέστρεψαν – και γιατί; Ποια υπήρξε η πολιτική συμπεριφορά τους μετά την επιστροφή; Τέτοια ερωτήματα, και άλλα πολλά, εξακολουθούν να μη βρίσκουν ικανοποιητική απάντηση καθώς αρκετοί, περισσότερο ή λιγότερο «ειδικοί», τείνουν να επιλέγουν τη συνθηματολογία (κυρίως από τις στήλες των εφημερίδων) αντί της επίπονης έρευνας.


Οι απλοί άνθρωποι


Ενα βήμα στην κατεύθυνση της συστηματικής μελέτης αποτελεί «Το όπλο παρά πόδα», ένας συλλογικός τόμος, καρπός συνεδρίου που πραγματοποίησε τον Ιούλιο του 2003 στο Μονοδένδρι των Ζαγοροχωρίων το Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων. Οι συγγραφείς του τόμου αυτού που προέρχονται από διαφορετικά επιστημονικά πεδία (ιστορία, πολιτική επιστήμη, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, φιλολογία) καταπιάνονται με πολλαπλές πλευρές του ζητήματος, όπως οι στρατηγικές των αντίπαλων παρατάξεων, η διπλωματική διάσταση του προβλήματος, οι πολιτικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις των προσφύγων, ο ρόλος των εθνοτικών ταυτοτήτων, η μαζική μετακίνηση των παιδιών και η διαπαιδαγώγησή τους, και η εικόνα των προσφύγων στη λογοτεχνία. Βασικό άξονα του τόμου αποτελεί η μετακίνηση του επιστημονικού βλέμματος από την ανάλυση του κεντρικού πολιτικού διακυβεύματος και την περιγραφή της δράσης των πρωταγωνιστών στη μελέτη των βιωμάτων και των εμπειριών των απλών ανθρώπων που δεν θεωρούνται σημαντικοί παίκτες στη σκακιέρα των εξελίξεων. Εκ των πραγμάτων μια τέτοια προσέγγιση βασίζεται στην αναγνώριση της πολλαπλότητας των εμπειριών: αλλιώς βίωσε την πολιτική προσφυγιά ένα μεσαίο κομματικό στέλεχος στην Τασκένδη, αλλιώς μια σλαβόφωνη χωρική στη Γιουγκοσλαβία και αλλιώς ένα παιδί αποκομμένο από την οικογένειά του στην Πολωνία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αλλά πως ο εντοπισμός τους προαπαιτεί τη συστηματική έρευνα και τη σύγκριση των πολλαπλών διαστάσεων που, ούτως ή άλλως, παραμένουν αυτοδύναμα αντικείμενα άξια προσοχής και έρευνας. H περιφρόνηση που επιδεικνύουν ορισμένοι ιστορικοί για αυτήν την πλευρά είναι ενδεικτική όχι μόνο ενός επιστημονικού επαρχιωτισμού αλλά και μιας γενικότερης αντίληψης που αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ζωή ως λεπτομέρεια της ιστορίας.


Σταχυολογώντας τα άρθρα του τόμου αυτού επισημαίνω ιδιαίτερα τις συμβολές των Ηλιου Γιαννακάκη και Γρηγόρη Φαράκου, ανθρώπων που έζησαν την πολιτική προσφυγιά στο πετσί τους αλλά ταυτόχρονα μπόρεσαν να αποστασιοποιηθούν από την εμπειρία τους για να την προσεγγίσουν με το ψυχρό μάτι του ερευνητή (αντίθετα με τον Θανάση Μητσόπουλο, του οποίου το άρθρο δείχνει τη δυσκολία μιας τέτοιας αποστασιοποίησης). Το άρθρο του Γρηγόρη Φαράκου είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς, ανάμεσα στα άλλα, επισημαίνει το γεγονός πως η πολιτική προσφυγιά δεν υπήρξε απλώς λύση ανάγκης, «μια ξαφνική και εντελώς απρόσμενη εξέλιξη», αλλά σχεδιάστηκε ως «αναγκαίο κακό, που θα ήταν όμως δυνατό να χρησιμοποιηθεί και ως δυναμική εφεδρεία της για τη συνέχιση της στρατιωτικής και πολιτικής δράσηςτης». Ο Γιαννακάκης από την πλευρά του παρέχει κάποια βασικά στοιχεία για την κατανόηση της περιόδου και υπογραμμίζει πως ο επίσημος αριθμός των προσφύγων (55.881 ενήλικοι και 25.000 – 28.000 παιδιά) υπολείπεται μάλλον του πραγματικού αριθμού. Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα άρθρα των Ιάκωβου Μιχαηλίδη και Ρίκης Βαν Μπουσχότεν, οι οποίοι καταπιάνονται με το θέμα των σλαβομακεδόνων προσφύγων. Οι άνθρωποι αυτοί έφθασαν τους 20.000, δηλαδή γύρω στο 35% των ενηλίκων προσφύγων, αριθμός που αντιστοιχεί και στην παρουσία τους στον «Δημοκρατικό Στρατό», όπου το 1949 οι σλαβομακεδόνες μαχητές έφθαναν ή και ξεπερνούσαν το 35% του μαχητικού δυναμικού. H σύνδεση των ανθρώπων αυτών, και ιδιαίτερα των απογόνων τους που μετανάστευσαν κυρίως στην Αυστραλία και στον Καναδά, συναρτάται άμεσα με τις πρόσφατες εξελίξεις στο «Μακεδονικό».


Πολιτικές βλέψεις


Το δύσκολο θέμα της μετακίνησης των παιδιών πραγματεύεται η Τασούλα Βερβενιώτη, δείχνοντας με εναργή τρόπο πως ο ανθρωπιστικός λόγος των παρατάξεων (η «προστασία των παιδιών») έκρυβε καθαρά πολιτικές βλέψεις και από τις δύο πλευρές, ιδιαίτερα την προσπάθεια διαμόρφωσης συνειδήσεων. Και εδώ τα νούμερα παραμένουν ασαφή: 13.000 – 18.000 παιδιά βρέθηκαν στις παιδοπόλεις που δημιούργησε το ελληνικό κράτος, ενώ το KKE μετέφερε τουλάχιστον 13.000 – 15.000 παιδιά στις ανατολικές χώρες, ενδεχομένως και παραπάνω. Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων για το πόσα παιδιά μετακινήθηκαν με την άδεια ή όχι των οικογενειών τους (και είναι σαφές το τι σήμαινε μια τέτοια άδεια σε περιβάλλον στρατιωτικού εξαναγκασμού). Εκείνο που είναι βέβαιο, σύμφωνα με την Βερβενιώτη, είναι πως πολλοί γονείς δεν ήθελαν να αποχωρισθούν τα παιδιά τους, πως άλλοι ενέδωσαν μπροστά στο φάσμα της πείνας και του πολέμου, ενώ αρκετά παιδιά μεγαλύτερων ηλικιών πήραν μόνα τους την πρωτοβουλία της αναχώρησης. Το άρθρο πραγματεύεται και την προπαγάνδα των παρατάξεων γύρω από το θέμα αυτό: η κυβέρνηση επικράτησε, επιχειρηματολογεί η Βερβενιώτη, γιατί κατάφερε να χρωματίσει την πρακτική του KKE με όρους που παρέπεμπαν στο έθνος. H χρήση του όρου «παιδομάζωμα» με τη σαφή αναφορά του στην Τουρκοκρατία υπήρξε από την άποψη αυτή μεγάλη επικοινωνιακή επιτυχία.


Τέλος, σειρά άρθρων πραγματεύεται τη ζωή στις ανατολικές χώρες. Το θέμα παρουσιάζει ενδιαφέρον και για τον επιπρόσθετο λόγο πως το KKE εξουσίαζε άμεσα αρκετές πλευρές της ζωής των προσφύγων, όπως για παράδειγμα την εκπαίδευση των παιδιών τους. H ανάλυση της ιδιότυπης αυτής εξουσίας, που δεν κολακεύει το KKE, αποτελεί και ένα δείγμα γραφής για τον τρόπο διακυβέρνησης που αυτό θα εφάρμοζε αν είχε επικρατήσει στην Ελλάδα. Πρόκειται μάλιστα για μια ιδιαίτερα (και τραγικά) ειρωνική πτυχή, καθώς χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν να υποφέρουν κάτω από το πολιτικό εκείνο σύστημα στο οποίο είχαν επενδύσει τις ελπίδες τους. H ανάλυση του λόγου των σχολικών αναγνωστικών βιβλίων από τη Μαρία Μποντίλα είναι ιδιαίτερα ενδεικτική από την άποψη αυτή, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μικρο-ιστορική μελέτη του Δημήτρη Σταματόπουλου. Οι συμβολές των Ειρήνη Λαγάνη, Κατερίνας Τσέκου, Νίκου Κουλούρη, Βενετίας Αποστολίδου και Κωνσταντίνας Ευαγγέλου προσκομίζουν όλες τους αξιόλογα στοιχεία.


Αγνωστος μαραθώνιος


Το άρθρο του τσέχου ιστορικού Pavel Hradecny χρήζει ιδιαίτερης μνείας λόγω της πρωτοτυπίας του θέματος και των πηγών του. Με βάση τα αρχεία του KK Τσεχοσλοβακίας αναλύει την εμπειρία 200-300 ελλήνων στρατιωτών που βρέθηκαν στη χώρα αυτή ως «μοναρχοφασίστες αιχμάλωτοι πολέμου». Ο ελάχιστα γνωστός μαραθώνιος των αναγκαστικών αυτών προσφύγων που πέρασαν από καταναγκαστική εργασία και φυλακές έπειτα από προκατασκευασμένες δίκες, τη στιγμή που το τσεχοσλοβακικό κράτος αρνούνταν την ύπαρξή τους, θα λήξει για τους περισσότερους μόλις τον Δεκέμβριο του 1954, έπειτα από διπλωματική παρέμβαση της Ελλάδας. Αντίστοιχες περιπτώσεις αναφέρονται και σε άλλες ανατολικές χώρες χωρίς να έχουν μελετηθεί ως τώρα και συνιστούν μια από τις σχετικά άγνωστες πτυχές του Εμφυλίου που δείχνει πως η εμπειρία της πολιτικής κράτησης δεν είναι απαραίτητα ταυτόσημη με την Αριστερά. Συνολικά, αξίζει να τονισθεί η σοβαρότητα των άρθρων του βιβλίου αυτού και το γεγονός πως η δικαιολογημένη συμπάθεια με την οποία ατενίζουν οι συγγραφείς τη μεγάλη ανθρώπινη τραγωδία της πολιτικής προσφυγιάς δεν υπονομεύει την κριτική τους ματιά.


Οπως προαναφέρθηκε, το συνέδριο στο οποίο βασίζεται το βιβλίο αυτό πραγματοποιήθηκε με πρωτο βουλία του Δικτύου για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων. Το Δίκτυο συγκροτεί ομάδα νέων κυρίως επιστημόνων, το οποίο ξεκίνησε το 2000. Μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια κατόρθωσε να πραγματοποιήσει επτά συνέδρια για τον Εμφύλιο, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το ετήσιο θερινό συνέδριο του Δικτύου έχει πλέον καθιερωθεί ως η κορυφαία επιστημονική εκδήλωση του χώρου αυτού. H προσπάθεια του Δικτύου να εισάγει διαφορετικό ήθος στη μελέτη ενός θέματος που προκαλεί ακόμη πάθη συμβαδίζει με την επιτυχία του να θέσει σειρά δύσκολων θεμάτων όπως ο δωσιλογισμός και η εμφύλια βία. Βέβαια, η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας έχει δυσαρεστήσει όσους εξακολουθούν να εμμένουν στη στρατευμένη ιστοριογραφία. Από την άποψη αυτή, η έκδοση του εν λόγω βιβλίου αποτελεί μια παραπάνω απόδειξη πως η παραγωγή επιστημονικού έργου δεν μπορεί παρά να επισκιάσει τις μισαλλόδοξες κραυγές της ιστοριογραφικής οπισθοφυλακής.


Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Yale.