Αργά ή γρήγορα στη διανοητική τους πορεία πολλοί διανοούμενοι ανακαλύπτουν ότι εκτός από δάσκαλοι ή ερευνητές είναι και λίγο σχοινοβάτες. Οταν δεν σχοινοβατούν ανάμεσα σε διιστάμενες ερμηνείες, περπατούν σε τεντωμένο σχοινί διασχίζοντας την απόσταση ανάμεσα στα πορίσματα της έρευνάς τους και τις πολιτικές της συνέπειες. Με το τελευταίο βιβλίο του, ο Αντώνης Λιάκος, καθηγητής της Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σχοινοβατεί ανάμεσα στο μαρξισμό και στις μεταμοντέρνες θεωρίες για τον εθνικισμό, χωρίς να πέφτει στο κενό. Ταυτόχρονα, χωρίς να προδίδει την επιστήμη του, αναδεικνύει το ρόλο του ως αριστερού διανοουμένου. Ο ρόλος αυτός περιλαμβάνει την ερμηνεία αλλά και την προετοιμασία της κοινωνικής μεταβολής. Κάτι τέτοιο κάνει ο Λιάκος με τις επιφυλλίδες του στο «Βήμα της Κυριακής», και ήδη με το βιβλίο του, φέρνοντας τους αναγνώστες σε επαφή με τα πιο πρόσφατα διεθνή ρεύματα της ιστοριογραφίας και της κοινωνικής θεωρίας. Οταν έχει καταφέρει ως ιστορικός να παράγει σκέψη που ενδιαφέρει εξίσου τους ιστορικούς, τους ειδικούς άλλων κλάδων και το ευρύ κοινό, δεν έχει λόγο να ζηλώσει τη δόξα του επικεφαλής ενός οποιουδήποτε ρεύματος της ιστοριογραφίας.


Ενα κοινό παρελθόν


Πράγματι, σκοπός του βιβλίου του δεν είναι να προβάλει ένα θεωρητικό ρεύμα σε βάρος κάποιων άλλων, αλλά να δείξει πώς άλλαξε το κυρίαρχο μοντέλο («παράδειγμα») κατανόησης του έθνους. Το 1983, γράφει ο Λιάκος, εκδόθηκαν στα αγγλικά τρία βιβλία: Οι φαντασιακές κοινότητες του Μπ. Αντερσον (σε ελληνική μετάφραση, Νεφέλη, 1997), το Εθνη και εθνικισμός του E. Γκέλνερ (Αλεξάνδρεια, 1992) και H επινόηση της παράδοσης με συνεπιμέλεια των E. Χόμπσμπαουμ και T. Ραίηντζερ (Θεμέλιο, 2004). Και τα τρία βιβλία, το καθένα με τον τρόπο του, μετέθεσαν το κύριο μέλημα πολλών ιστορικών από την αναζήτηση της αυθεντικής ιστορίας του έθνους στην αφήγηση των τρόπων μέσω των οποίων ετερογενείς ομάδες ανθρώπων κατέληξαν να πιστεύουν ότι έχουν κοινό εθνικό παρελθόν και να συγκινούνται από αυτό, υπερασπίζοντάς το μέχρι θανάτου έναντι απειλών από άλλα έθνη.


Το ερώτημα δεν ήταν πλέον πώς γεννήθηκαν τα έθνη, αλλά πώς κατά τη νεωτερική εποχή τα σύγχρονα κράτη κατασκεύασαν έθνη, πώς δηλαδή έπλασαν ένα ομοιογενές σώμα πολιτών από ένα ετερογενές υλικό υπηκόων με διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες και πολιτιστικές παραδόσεις. Στο τέλος της διαδικασίας κατασκευής του έθνους είχε διαπλαστεί για κάθε ξεχωριστό κράτος-έθνος μια στενή τριγωνική σχέση ανάμεσα στο έθνος, το κράτος και το έδαφος, η οποία ισχύει και σήμερα. Το έθνος νομιμοποιεί το κράτος μέσω των εθνικών συμβόλων και της συνείδησης του συνανήκειν στην ίδια φαντασιακή κοινότητα. Το κράτος, επικαλούμενο το έθνος, έχει αξιώσεις κυριαρχίας μέσα σε συγκεκριμένα εδαφικά όρια, τα σύνορα. Και το έδαφος ταυτίζεται τόσο απόλυτα με το έθνος ώστε, θα πρόσθετα, να ξεσπούν άλυτες διπλωματικές κρίσεις ή πολυετείς πόλεμοι μεταξύ κρατών-εθνών για μικρές λωρίδες γης, άγονες πλαγιές ή βραχονησίδες.


Ο Λιάκος ξεκινά από την παρατήρηση της σχεδόν ταυτόχρονης γέννησης της ιδέας του σύγχρονου έθνους με την ιδέα ότι ο κόσμος όπως τον ξέρουμε μπορεί να αλλάξει («Τα έθνη γεννήθηκαν μαζί με ένα δίδυμο αδελφάκι: την ιδέα ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, να γίνει καλύτερος», σελ. 9). Ετσι παρουσιάζει κριτικά τον ένα μετά τον άλλον επαναστάτες και διανοητές που, ενώ είχαν κατά νου κυρίως την κοινωνική επανάσταση, έπρεπε να λογαριαστούν με το γεγονός ότι ο κόσμος είναι μοιρασμένος σε κράτη-έθνη. Ανάμεσα σε αυτούς που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο ο Λιάκος συγκαταλέγει τους Μαρξ, Λένιν, Λούξεμπουργκ, Στάλιν, Γκράμσι, δυτικούς μαρξιστές, πρωταγωνιστές του αντιαποικιακού αγώνα του Τρίτου Κόσμου, σύγχρονούς μας φιλοσόφους, καθώς και κοινωνικούς ανθρωπολόγους που ανήκουν στη σχολή των μετα-αποικιακών σπουδών. Χωρίς να απεμπολεί την ταξική ανάλυση, στο πλαίσιο της οποίας αναφέρεται στον E.Π. Τόμπσον, ο συγγραφέας εισάγει στην Ελλάδα τον προβληματισμό διάσημων ­ αλλά σε μας σχετικά άγνωστων ­ θεωρητικών της παγκοσμιοποίησης, του έθνους και της μετανάστευσης (Απάντουράι, Τσάντερτζι), ενώ σχολιάζει τα έργα άλλων (Χάμπερμας, Αγκάμπεν, Γουόλτσερ, Νέγκρι και Χαρντ), που ναι μεν έχουν κυκλοφορήσει στη χώρα μας, αλλά δεν έχουν βρει τη διάδοση που τους αξίζει.


Πριόνισμα και ροκανίδια


Ο Λιάκος δεν παρουσιάζει απλώς τις απόψεις όλων αυτών για το έθνος. Δεν γράφει ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο διανοητικής ιστορίας για το έθνος, παρ’ ότι το εν λόγω βιβλίο υπηρετεί εμμέσως και αυτόν το σκοπό. Γράφοντας ουσιαστικά ένα δεύτερο βιβλίο μέσα στο βιβλίο του, ο Λιάκος ανασύρει νέες θεματικές οι οποίες διαμορφώνουν ένα νέο πεδίο επιστημονικής και πολιτικής συζήτησης. Αναφέρω ενδεικτικά τη θεματική των «μη πολιτών», δηλαδή των «denizens» (αντί για «citizens», σύμφωνα με τον Αγκάμπεν). Πρόκειται για μια αυξανόμενη μάζα ανθρώπων, προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι σε μια χώρα, ενώ «δεν είναι ούτε πολίτες της χώρας όπου βρίσκονται ούτε της χώρας από την οποία προήλθαν… Αυτοί οι μη πολίτες αποτελούν τη σκόνη, τα ροκανίδια, από το πριόνισμα της παλιάς τάξης πραγμάτων από τη μηχανή της παγκοσμιοποίησης» (σελ. 119).


Νομίζω ότι το καλύτερο ερώτημα του βιβλίου είναι εκείνο με το οποίο ανοίγει η πρώτη σελίδα του: «Είναι δυνατό να δραπετεύσουμε από τις νοητικές κατηγορίες που το έθνος μας επέβαλε και να το σκεφτούμε απ’ έξω;». Είναι βέβαιο ότι τόσο αυτό το ερώτημα όσο και το ερώτημα του τίτλου του βιβλίου επιδέχονται πολλές απαντήσεις. Θα μπορούσε κανείς να έχει αντιρρήσεις ως προς το ποιοι είναι οι καλεσμένοι του Λιάκου, δηλαδή ποιοι συμπεριλήφθηκαν σε εκείνους που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο ή ως προς τη θέση που δόθηκε στον καθένα από τους καλεσμένους στο γεύμα για τον εθνικισμό. Για παράδειγμα, το βιβλίο μάλλον υπερτιμά τη συμβολή του Πουλαντζά, ο οποίος δεν υπήρξε θεωρητικός του εθνικισμού, αφού στο έργο του δεν βρίσκουμε παρά ένα μάλλον υπαινικτικό κεφάλαιο για το έθνος. Αντιθέτως, ο Γκέλνερ άξιζε εκτενέστερου σχολιασμού. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τη φεμινιστική σκέψη, εκπρόσωποι της οποίας θα άξιζε να περιληφθούν στα τελευταία κεφάλαια για τα έθνη και τους πολίτες την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Και χωρίς αυτά, πάντως, το εξαιρετικό αυτό δοκίμιο, γραμμένο με διαύγεια, επιστημονικό πάθος και ενίοτε χαμηλόφωνο χιούμορ, έχει πολλαπλούς αποδέκτες και θα συζητηθεί για πολύ καιρό.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.