Μαντζουράνα με τ’ αγκάθια και με τα λουλούδια τ’ άσπρα… Κάπως έτσι ξεδιπλώνεται το δημοτικό άσμα, που δεν αποκλείεται να είχε κατά νου ο ποιητής, όταν άρχισε να αποκαλεί τη σύζυγό του μαντζουράνα. Από τη Μαρώ στη Μαντζουράνα και από την ερωτική αλληλογραφία της τετραετίας 1936-1940 στις επιστολές που αντάλλαξαν σε μια δεκαπενταετία του έγγαμου βίου τους, 1944-1959. H οικειότητα της συμβίωσης έφερε τα παρωνύμια και τα υποκοριστικά καθώς και τις κτητικές αντωνυμίες. Στις προσφωνήσεις του, Μαντζουράνα, Μαρώ και Μαρούκι μου, εκείνη απαντούσε με το Γιωργή μου και αγόρι μου χρυσό. Σε ένα γράμμα του σαν να απολογείται για την απουσία διαχύσεων: «Είσαι ανόητη όταν λες «ελπίζω να μ’ έχεις πάντα ανάγκη». Σα να μην ξέρεις πώς εγίναμε και σα να πρέπει να σου γράψω όπως από την Κορυτσά. Ενα πράγμα που ανακάλυψα τούτο τον τελευταίο καιρό είναι ότι όσο ο άνθρωπος ωριμάζει τόσο γίνεται πιο ολόκληρος ο αισθηματισμός του και λιγότερο φλύαρος…». Συγκρατημένος, σε μια από τις εκδηλωτικότερες αποστροφές των επιστολών του, μόλις που παραδέχεται ότι «χοροπηδά μέσα του» που θα την ξαναδεί ύστερα από έναν σχετικά μακρύ για αυτούς χωρισμό. Συχνά πυκνά ωστόσο επαναλαμβάνει ότι του λείπει η κουβέντα τους και η παρέα της.


Δύο διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες που είχαν βρει ένα θαυμάσιο modus vivendi, το οποίο και φανερώνεται στον δεύτερο τόμο της αλληλογραφίας τους. Από τον πρώτο των 175 επιστολών, όπου οι 40 ήταν της Μαρώς, σε έναν δεύτερο, επαυξημένο κατά το εν τρίτον των σελίδων, με 217 επιστολές και τα γράμματα της Μαρώς να φτάνουν τα 95, καταλαμβάνοντας σχεδόν τον μισό τόμο. Επιτέλους ένα αμφίπλευρο επιστολικό σώμα έναντι του συνήθους ανάπηρου που εκτυλίσσεται ως μονόλογος του επιφανέστερου εκ των δύο αλληλογράφων.


Σε χρονολογική τάξη


Επιθυμία της Μαρώς η έκδοση της αλληλογραφίας τους. Αυτή όρισε το σώμα των επιστολών και το ετοίμασε προς παράδοση, δακτυλογραφώντας τα γράμματα, βάζοντάς τα σε χρονολογική τάξη και προσθέτοντας κάποιες επεξηγηματικές σημειώσεις. Ακόμη έκανε ορισμένες περικοπές στις δικές της επιστολές, που επέβαλαν οικογενειακοί λόγοι, προσδιορίζοντας ως τερματικό χρονικό σημείο τον Φεβρουάριο του 1959. Ισως και να μην υπήρξαν κατοπινές επιστολές, αν και ο Σεφέρης επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα τριάμισι χρόνια αργότερα. Ωστόσο ήδη τη δεκαετία του ’60 το τηλέφωνο είχε αρχίσει σταδιακά να εκτοπίζει την αλληλογραφία. Βοηθός της Μαρώς από μιας αρχής στην ετοιμασία του επιστολικού σώματος η M. Στασινοπούλου, ανέλαβε τελικά την έκδοση της συζυγικής αλληλογραφίας. Ο πρώτος τόμος, σε επιμέλεια M. Z. Κοπιδάκη, κυκλοφόρησε το 1989, ο δεύτερος πεντέμισι χρόνια μετά τον θάνατο της Μαρώς, που ήλθε εν μέσω των εορτασμών του επετειακού έτους Σεφέρη, στις 29 Μαρτίου 2000. Χρόνια στον χώρο της βιβλιοκρισίας η Στασινοπούλου, στον πρόλογό της φροντίζει και προλαμβάνει τις στερεότυπες αντιρρήσεις σχετικά με την κοινοποίηση προσωπικών εγγράφων. Μεστό το εισαγωγικό σημείωμα, κατορθώνει και συνοψίζει το περιεχόμενο των επιστολών, σκιαγραφώντας αποκαλυπτικά τους δύο πρωταγωνιστές. Οπως φαίνεται, η μακρόχρονη κυοφορία του τόμου συνέβαλε στην επάρκεια του υπομνηματισμού, που πιστεύουμε ότι θα αποδειχθεί φιλικός για τον νεότερο που αγνοεί πρόσωπα και πράγματα, χωρίς να πλήττει τον ειδήμονα, αλλά αντίθετα τονώνοντας συμπληρωματικά τη μνήμη του.


H περίοδος 1944-1959 καλύπτεται από τρεις τόμους των ημερολογίων του Σεφέρη, από τον δεύτερο των πολιτικών ημερολογίων του και ακόμη από τα «χρονολόγια» της Στασινοπούλου και την πρόσφατη βιογραφία του P. Μπήτον. Οπότε τα συμβάντα του βίου του είναι γνωστά με κάθε λεπτομέρεια, κάποτε μάλιστα καθ’ υπερβολήν καθώς η βιογραφία, με ελλιπή τεκμήρια, πλάθει ιστορίες. Το ίδιο τα συναισθήματα και οι σκέψεις του, αφού τα καθαρόγραψε στις Μέρες, φροντίζοντας για το ύφος, πιθανώς και φιλτράροντας το περιεχόμενο, σε αντίθεση με τις επιστολές και δη τις συζυγικές, που ποτέ δεν θα διανοήθηκε ότι μπορεί να δημοσιοποιηθούν. Ο πρόσφατος λοιπόν τόμος αποκαλύπτει τον καθημερινό Σεφέρη, που κόντευε να εξαφανίσει η αχλύ του μύθου του.


Αναγκαστικοί οι χωρισμοί του ζεύγους μέσα στη δεκαπενταετία, όταν ο Σεφέρης υπηρετούσε διαδοχικά σε Αγκυρα, Βηρυτό, Λονδίνο και η Μαρώ ταξίδευε στην Αθήνα ή και τούμπαλιν, όταν αυτή έμενε στην έδρα τους, το Κάιρο ή την Αθήνα, και εκείνος έφευγε σε διπλωματικές αποστολές. Συνακόλουθα στην αλληλογραφία τους προέχουν οι πρακτικοί σκοποί επικοινωνίας και πληροφόρησης, «τα υλικά πράγματα» όπως τα αποκαλεί ο Σεφέρης, όπου -κακά τα ψέματα -οι άνθρωποι δείχνουν τον πραγματικό εαυτό τους. Και όμως ο Σεφέρης αντέχει σε αυτό το μεταθανάτιο κρυφοκοίταγμα της ιδιωτικής του ζωής. Φιλότιμος στην υπηρεσία του τόπου του, δυσανασχετεί με τις αναγκαίες σε προαγωγές και μεταθέσεις υψηλές προστασίες. Ωστόσο ελάχιστα ανταγωνιστικός, επικαλείται και τη βοήθεια της συζύγου του στις «καλές επαφές». Συστηματικός στη διεκπεραίωση επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων, αν χρειαστεί διαλέγει και κουρτίνες, φροντίζοντας πάντα να αγοράζει δώρα για το Μαντζουρανί, ως και «κοστούμι του μπάνιου». Μουσικόφιλος και γενικότερα φιλοθεάμων, βρίσκει χρόνο για μια βραδινή έξοδο, ενώ τον κατέχει ο πόθος των ταξιδιών, είτε πρόκειται για τη Βενετία είτε για το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ευθαρσώς εξομολογείται τις αδυναμίες του: «… το πρώτο μου μπάνιο στη θάλασσα ύστερ’ από χρόνια. Νομίζω με σήκωσε και τη σήκωσα καλά αυτή την παλιά φιλενάδα. Λαχτάρα για ψάρι, λίγη μαρίδα μπρε μάτια μου!..» (Μαρμαρίς, 25.6.1950).


H περίπτωση Παξινού


Ακόμη και στις επιστολές που γράφει σε ώρες κόπωσης και υπερέντασης, η έκφραση είναι προσεγμένη. Ποτέ δεν λείπουν οι οξυδερκείς παρατηρήσεις και η ποιητική πνοή, που γίνεται περισσότερο αισθητή στις περιγραφές, ταξιδιωτικές και προσώπων. Καλός ο λόγος του για συναδέλφους και ανθρώπους του λογοτεχνικού σιναφιού και όταν έχει επιφυλάξεις, παρακάμπτει το θέμα. Σπανίως καταφέρεται ενάντια σε κάποιον, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Κατίνας Παξινού, και αυτό γιατί πολύ τον στενοχώρησε η άποψή της «να φάει χώμα» το Κυπριακό, με άλλα λόγια «να το κλείσουν». Ιδιαίτερο κεφάλαιο η σχέση του Σεφέρη με την Κύπρο, που επανέρχεται στις επιστολές. Αρχικά όταν στη Βηρυτό μαθαίνει την εξορία του Μακάριου στις Σεϋχέλλες και βλέπει φωτογραφίες από «ένα λεβεντόπαιδο που σκοτώθηκε» και «μια γυναίκα που προσεύχεται γονατιστή μέσα σ’ έναν άδειο δρόμο για τη σωτηρία του νησιού». Μετά στις επιστολές από τη Νέα Υόρκη, όπου πηγαινοέρχεται από τον Νοέμβριο του 1956 ως τον Φεβρουάριο του 1957 ως στενός συνεργάτης του Ευάγγελου Αβέρωφ, τότε υπουργού Εξωτερικών. Στον ΟΗΕ για πρώτη φορά συζητείται το Κυπριακό και ο Σεφέρης σε διαδοχικές επιστολές του σημειώνει: «… Οι τουρκαλάδες μάς βρίζουν αλληλογραφικώς και μας φοβερίζουν σαν φουτμπολιστάδες της Κωνσταντινόπολης. Οι Εγγλέζοι τρίβουν τα χέρια τους που καταφέρνουν να κάνουν τέτοιο σαματά· οι Αμερικανοί φοβούνται μην τα μπλέξουν ανάμεσα Κική και Κοκώ που λέει το τραγούδι. Πολλά νέα βασάνων από το νησί. Αραγε θα ζήσω να βγάλω το άχτι μου… Πρέπει να καταλάβεις ότι το θέμα δεν είναι αν έχουμε δίκιο κι αν υποστηρίζουμε καλά το δίκιο μας, αλλά τι δύναμη έχουμε να πιέσουμε και δυστυχώς οι Αγγλοτούρκοι πιέζουν περισσότερο από εμάς…». Και όταν στις 22.2.1957 η Γενική Συνέλευση εγκρίνει ψήφισμα για την Κύπρο με την ευχή μιας δίκαιης λύσης, γράφει: «… Νομίζω κι εγώ ότι τούτη τη φορά κάναμε κάτι καλό. Ενα σημαντικό βήμα. Φτάνει να μπορέσουμε να συνεχίσουμε και να εκμεταλλευτούμε τα πλεονεκτήματά μας…». Τέλος στις επιστολές από το Λονδίνο, αρχές του 1959, οι φόβοι για τη δυσοίωνη στροφή γράφονται κωδικοποιημένοι από τον πρεσβευτή πλέον Σεφέρη: «… T’ απόγευμα είχα νέα από την Ελβετία· το παιδί χειροτερεύει· οι γιατροί της Αθήνας έκαμαν ασυγχώρητες ανοησίες… Τώρα δεν είναι απίθανο να φέρουν το παιδί και εδώ. Τους εδώ γιατρούς τους ξέρεις. Ο Θεός να βοηθήσει…». Πρόκειται για το Κυπριακό, «τον κόσμο της Κύπρου που γνωρίσαμε και αγαπάμε», όπως χαρακτηριστικά γράφει. Περισσότερα για την κορύφωση του Κυπριακού, τόσο στο διπλωματικό όσο και στο ένοπλο πεδίο, στον τρίτο τόμο του πολιτικού ημερολογίου του Σεφέρη, υποσχεμένο μέχρι τέλους του έτους από τον καινούργιο επιμελητή, πρέσβη της Κύπρου στην Ελλάδα, Γιώργο Γεωργή.


Από τη φύση της μια αλληλογραφία είναι αποσπασματική, πόσο μάλλον όταν οι επιστολές γεφυρώνουν βραχυχρόνιους χωρισμούς, οπότε η έκβαση κάποιων υποθέσεων μένει ανοιχτή για τον αναγνώστη. Ωστόσο η συγκεκριμένη αλληλογραφία, πέραν του σεφέρικου ενδιαφέροντος, συνιστά και μαρτυρία για τη δεκαετία του ’50. «Στο φτερό» γράφει συχνά η Μαρώ, σαν να μονολογεί κουβεντιαστά για όσα τους απασχολούν. Αν δεν χτίσεις κι αν δεν παντρέψεις, δεν ξέρεις από ζωή, λέει ο λαός, και η Μαρώ τα έκανε και τα δύο και μάλιστα εις διπλούν. Δύο κόρες πάντρεψε, για το περιβόητο κτήμα της Πικροδάφνης με τα σπίτια του και το Κυδαθηναίικο φρόντισε και τέλος έχτισε το ιστορικό σήμερα πλέον σπίτι, Αγρας 20. Στις επιστολές της αναφέρει διεξοδικά το πέρασμα από τις συμπληγάδες δικηγόρων και μηχανικών, δίνοντας μέχρι και τιμές οικοδομικών υλικών όταν η στερλίνα ήταν στις 320 δρχ. Ισως δικαίως να «θρυλείται» ανέκαθεν ότι ήταν μια δυναμική γυναίκα. Τεκμήρια οι επιστολές της για μια εποχή όπου ακόμη και η σύζυγος διπλωμάτη σκεφτόταν να πάρει ταξί και έδινε τα ρούχα για μπάλωμα.


Λησμονήσαμε την ποίηση και τους «ελληνάδες λογοτέχνες», που δεν απουσιάζουν από τις επιστολές, αντίθετα αναφέρονται συχνά αν και κατά κανόνα παρεμπιπτόντως. Λ.χ. το βιβλίο του… Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν… «δεν φιγουράρει σε καμιά βιτρίνα» της Αθήνας ή το γράμμα του Λακαριέρ, με τη μετάφρασή του της «Κίχλης», φθάνει στην Αθήνα 13.11.1956. Το ευρετήριο προσώπων θα βοηθήσει τους έχοντες συγκεκριμένες περιέργειες.