Οταν πληθαίνουν τα μυθιστορήματα και οι συλλογές διηγημάτων, ο χώρος της βιβλιοκρισίας στενεύει και οι συναγωγές κειμένων, και δη δημοσιευμένων, περισσεύουν, εκτός και αν εκληφθούν ως μυθιστορήματα τεκμηρίων, ιδίως όταν διαθέτουν ορισμένες δυσκόλως απαντώμενες στο είδος αρετές. Αυτή πιστεύουμε ότι είναι η περίπτωση του πρόσφατου, εικοστού, σύμφωνα με τα εργογραφικά, ποιητικά ανάκατα με πεζογραφικά, βιβλίου του Γ. Χρονά, όπου συγκεντρώνονται, τρόπον τινά, τεκμήρια για μια Αθήνα που χάνεται και για μια «άλλη Θεσσαλονίκη», μαζί με μαρτυρίες γύρω από ορισμένους μοναχικούς που και αυτοί έχουν προ πολλού φύγει. Δρόμοι και άνθρωποι-φαντάσματα, που ενέπνευσαν στον συγγραφέα μια ποιητική των φαντασμάτων, δουλεμένη στην πάροδο των ετών.


Απατεώνες και αγύρτες


Στους Ορνιθες του Αριστοφάνη που διακωμωδούν απατεώνες και αγύρτες σαν να αντιφωνούν σε τόνους ελεγειακούς Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου. Γιατί όμως κοκόρια και, κυρίως, γιατί της οδού Αισχύλου. Μια πιθανή απάντηση είναι το εκπνέον 2005 που συμπίπτει με το Ετος του Κόκορα κατά το κινέζικο ημερολόγιο-ωροσκόπιο, γι’ αυτό και το βιβλίο εικονογραφείται με κοκόρια από καρτ ποστάλ ή κοκόρια της Ναταλίας Μελά, του Μίνου Αργυράκη, του βορειοελλαδίτη νεότερου ζωγράφου Δημήτρη Λαλέτα και άλλων. Οσο για την οδό Αισχύλου, τη σχηματίζουσα οξεία γωνία με την Αριστοφάνους, ξεκινώντας αμφότερες από την πλατεία Ηρώων, την πάλαι ποτέ πλατεία Ψυρρή, αυτή καταλήγει καθέτως στην οδό Ευριπίδου, όπου στον αριθμό 38, παλαιότερα 42, κατοικούσε ο Ξενόπουλος, από τα μέσα του 1903 ως το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου 1944. Στα οδωνυμικά ωστόσο του συγγραφέα, στην οδό Αισχύλου βρισκόταν το πατρικό εμπορικό από το 1930 ως το 1998, σύμφωνα με μια νύξη σε ομιλία του για τον Ζακύνθιο, χωρίς να διευκρινίζεται αν στη δεκαετία του ’50 που αυτός τη γνώρισε λαλούσαν εκεί κοκόρια. Ποιητική αδεία, «ανεβασμένα πάνω σε καφάσια, πίσω από αυλές».


Ευαίσθητος και νοσταλγός ο αφηγητής αφήνει διάσπαρτα ίχνη του προσωπικού του μύθου στα κείμενα, μακράν της περιαυτολογίας. Αντίθετα, γεννιέται η εντύπωση ότι μπορεί και να αδικεί κάποια αυτοβιογραφικά για μαγικούς τόπους ως το τσίρκο Μεντράνο και σαγηνευτικές Ανατολίτισσες. Πειραιώτης ο συγγραφέας και την είσοδό του στην Πόλη της Παλλάδος Αθηνάς δεν την έκανε το 1966, όταν πέτυχε δέκατος στο τότε σύστημα εισαγωγικών – καταμαρτυρημένο αλλά εν τέλει στερεότερο των μεταγενέστερων – στην Ανωτάτη Εμπορική, της οδού Πατησίων, αλλά το 1973, με ορμητήριο την κάμαρα που νοίκιαζε τότε στην οδό Πανός 17. Μοναδική αθηναϊκή οδός, από όσο γνωρίζουμε, που απαθανατίστηκε με ένα περιοδικό 25χρονης παρουσίας. Κατά τα άλλα, έτος-σταθμός για τον αφηγητή το 1973· η πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση, η πρώτη γνωριμία με τη Θεσσαλονίκη, προπαντός ο χρόνος που συναντά αυτοπροσώπως κάποιους διά βίου φίλους· τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τον Μάνο Χατζιδάκι αλλά και τον Γιώργο Χειμωνά. H γνωριμία με τον Μιχάλη Κατσαρό είχε προηγηθεί πάντως, στις αρχές του ’70 τοποθετούνται τα συναπαντήματα στους δρόμους του κέντρου και σε καφενεία του Θησείου με κάποιους μυστήριους που αυτός του γνώρισε, όπως ο Θωμάς Γκόρπας ή ο Τζούλιο Καΐμη.


Τα σκόρπια του ’80


Παλαιότερο κείμενο της συναγωγής η αναφορά στον ποιητή Δημήτρη Καπετανάκη, το 1979, ακολουθούν τα σκόρπια της δεκαετίας του ’80, τα λίγο περισσότερα της επομένης και ουρά, τα διάσπαρτα της τελευταίας τριετίας, ενώ το κυρίως σώμα συνιστούν δημοσιεύματα σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας του 2000-2001, στα οποία μια αυστηρότερη επιλογή θα ανεδείκνυε καλύτερα τα χαρακτηριστικά του βιβλίου, απομακρύνοντας την αίσθηση της επικαιρογραφίας. Ωστόσο η χρονολογική σειρά παρακάμπτεται και προκρίνεται μια συνειρμική αλληλουχία, που δείχνει τα σύντομα πεζά σαν εικόνες ή και σκηνές μιας ταινίας στη μνήμη κάποιων ανθρώπων από αυτούς που αποκαλούμε ανώνυμους, μαζί με ορισμένους γνωστούς και επώνυμους, συγγραφείς και ζωγράφους, τραγουδίστριες και ηθοποιούς, μείζονες και ελάσσονες, με τον φωτισμό πλάγιο, καθώς η ζωή του αφηγητή έχει γίνει πια «μια αρρώστια αισθημάτων», όπως μιας από τις ηρωίδες του, «της γυναίκας των μαύρων τακουνιών».


Τέλος, για πραγματιστές αναγνώστες, τους οποίους δεν θα συγκινήσει το υπερρεαλίζον, συχνά ζοφερό ύφος των πεζών, να επισημάνουμε ότι η συναγωγή των συνολικά 97 κειμένων έχει να παρουσιάσει και μερικά σπάνια ντοκουμέντα, όπως η συνομιλία με τον ζωγράφο Διαμαντή Διαμαντόπουλο, που έγινε ένα απόγευμα στις αρχές Μαρτίου του 1981. Από την άλλη, αναλογιζόμαστε ότι αφηγήσεις όπως το μακρύ πένθιμο για τον Ασλάνογλου ή τα στάσιμα για τον Σταύρο Αντωνίου και τον Χειμωνά συγγραφείς νεότεροι του Χρονά θα τα εκμεταλλεύονταν πολύ καλύτερα, επιγράφοντας το πόνημά τους μυθιστόρημα – δεδομένου μάλιστα του πλούσιου ηχογραφημένου υλικού, μπορεί και να το ονόμαζαν μυθιστόρημα κεντρώνων.