Ο αυστριακός ιστορικός Γκούναρ Χέρινγκ (1934-1994) ήταν λάτρης της Ελλάδας και της νεοελληνικής ιστορίας. Υπήρξε καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης και συγγραφέας πολλών μελετών στην ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τα Πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936 είναι έργο ζωής. Ο συγγραφέας παραπέμπει σε ελληνικές, γερμανικές, αγγλικές, γαλλικές, ιταλικές, ρωσικές, σερβικές και βουλγαρικές πηγές και δίνει την εντύπωση ότι έχει αναδιφήσει σε όλα τα αρχεία και πως έχει διαβάσει οτιδήποτε έχει γραφεί για το θέμα του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ως το 1992 (έτος έκδοσης του πρωτοτύπου). Δεν πρόκειται για απλή τεκμηρίωση. Σχεδόν όλοι όσοι έχουν δημοσιεύσει κάτι για την πολιτική και την κοινωνία στην Ελλάδα της περιόδου 1821-1936 θα βρουν στις υποσημειώσεις του βιβλίου σχόλια για τη δουλειά τους.


Ο πλούτος των πληροφοριών οργανώνεται γύρω από μερικές υποθέσεις εργασίας του Χέρινγκ οι οποίες συγκρούονται ευθέως με διαδεδομένες αντιλήψεις στην ελληνική πολιτική επιστήμη και ιστοριογραφία. H πρώτη υπόθεσή του είναι ότι τα ελληνικά κόμματα δεν ήσαν πελατειακά. Αντιθέτως, τα κόμματα είχαν ιδεολογία, οργάνωση, εσωτερική συνοχή και στόχους που δεν εξηγούνται από την περιγραφή τους ως χαλαρών συνδέσμων πελατειακού χαρακτήρα γύρω από επιφανείς πολιτικούς αρχηγούς. Το πλήθος των στοιχείων που προσκομίζει ο Χέρινγκ για να υποστηρίξει αυτή την άποψή του είναι εντυπωσιακό. Ταυτόχρονα όμως παραδέχεται ότι σε ζητήματα διορισμών στο Δημόσιο και εφαρμογής μέτρων κοινωνικής πρόνοιας λειτουργούσαν οι πελατειακές εξυπηρετήσεις. Νομίζω ότι στο κλασικό ερώτημα της πολιτικής επιστήμης για το πώς ενσωματώνονται οι μάζες στην πολιτική, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα μπορούμε να απαντήσουμε με διαφοροποιημένο τρόπο, δηλαδή δεν χρειάζεται να ισχυριστούμε ότι ο τρόπος ενσωμάτωσης ήταν μόνο πελατειακός ή καθόλου πελατειακός. Οργανωμένα κόμματα με αρχές και στόχους μπορούν να λειτουργούν και πελατειακά. Ετσι η άποψη του Χέρινγκ φαίνεται τελικά μάλλον συμπληρωματική παρά αναιρετική της προηγούμενης βιβλιογραφίας.


H δεύτερη υπόθεση εργασίας του Χέρινγκ είναι ότι οι δυτικοί πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί που εισήχθησαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος λειτούργησαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πιστεύεται γενικά. Κατά τον συγγραφέα, είναι εσφαλμένη η γνώμη σύμφωνα με την οποία το κλειδί των παθολογιών της συγκρότησης του ελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα βρίσκεται στην ασυμβατότητα ανάμεσα στους νεωτερικούς θεσμούς και κανόνες που είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό και στις προνεωτερικές δομές και νοοτροπίες της ελληνικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τέτοιοι θεσμοί και κανόνες ήσαν γνωστοί στους Ελληνες πριν από την ίδρυση του κράτους τους και ότι οι δυσκολίες κατά την εφαρμογή τους οφείλονταν στις περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες (άρχοντες, οπλαρχηγοί, άτακτοι κτλ.). Και πάλι εδώ μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι ορισμένοι κανόνες και θεσμοί ήσαν νομιμοποιημένοι, δηλαδή ευρέως αποδεκτοί, πολύ περισσότερο από άλλους. H εισαγωγή του γαλλικού εμπορικού δικαίου, την οποία σωστά φέρνει ως παράδειγμα ο Χέρινγκ, ήταν επιτυχέστερη από την προστασία των δικαιωμάτων όσων Ελλήνων δεν ήσαν χριστιανοί.


Οσο προχωράμε προς το τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας επιμένει λιγότερο στο δικό του ερμηνευτικό σχήμα, που σκιαγραφήσαμε παραπάνω, και εστιάζει περισσότερο στα γεγονότα. Ο Μεσοπόλεμος δεν παρουσιάζεται με τον ίδιο καταιγιστικό τρόπο που χαρακτηρίζει την παρουσίαση του 19ου αιώνα. Μάλιστα το βιβλίο κλείνει κάπως απότομα, στο τέλος του δεύτερου τόμου, με μια μεστή αλλά μάλλον μικρή παράγραφο, η οποία δεν αντανακλά τον προβληματισμό των εκατοντάδων σελίδων που προηγήθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ένας μίτος της σκέψης του Χέρινγκ που εκτυλίσσεται χωρίς διακοπή. Πρόκειται για το πολιτικό κριτήριο με το οποίο εκείνος κρίνει τα πράγματα, αξιολογώντας χωρίς εκπτώσεις όλα τα κόμματα και όλους τους σημαντικούς πολιτικούς. Το κριτήριό του είναι η φιλελεύθερη πολιτική παράδοση, με έμφαση στο κράτος δικαίου, στις πολιτικές ελευθερίες, στο σύνταγμα και στον κοινοβουλευτισμό.


Δεδομένης της σημασίας του βιβλίου, το οποίο αποτελεί πρόταση αναθεώρησης αρκετών σημείων της νεοελληνικής ιστορίας, ιδίως του 19ου αιώνα, θα άξιζε σε επόμενη έκδοση να διορθωθούν ορισμένες παραδρομές. Μεταξύ άλλων, σημειώνω ότι το πραξικόπημα στο Γουδί δεν έγινε στις «28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου 1909» (σελ. 751), αλλά τη νύκτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου 1909. Μετά τις εκλογές του Μαΐου/Ιουνίου 1915 ο βασιλιάς δεν έδωσε την εντολή «στον Βούλγαρη να παραμείνει στην εξουσία» (σελ. 865), αλλά στον Γούναρη που ήταν ήδη πρωθυπουργός. Το 1922 η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων δεν βρισκόταν στην εξουσία (σελ. 930). H καταστροφική πυρκαϊά της Θεσσαλονίκης έγινε το 1917 (όχι το 1916, σελ. 1.021). Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τον όγκο του έργου ο μεταφραστής απέδωσε το κείμενο σε ρέουσα και ομοιόμορφη γλώσσα και φαίνεται ότι έκανε τον κόπο να ανασύρει τα αυθεντικά αποσπάσματα από τις ελληνικές πηγές που είχε χρησιμοποιήσει ο Χέρινγκ. Το εξώφυλλο, το χαρτί και η εκτύπωση του βιβλίου βρίσκονται στο επίπεδο υψηλής ποιότητας στο οποίο μας έχει συνηθίσει το MIET.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.