Ενας φίλος βρίσκει νεκρό στο γραφείο του τον ευυπόληπτο βιομήχανο Χάινριχ Μόζερ, που ζούσε μόνος στην πολυτελή βίλα του στα περίχωρα της ελβετικής πολίχνης Γκλάρους. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο διακεκριμένος ανακριτής Χανζπέτερ Φρόιλερ, που μόλις έχει επιστρέψει στη γενέτειρά του μετά από καριέρα δεκαετιών στην Ουάσιγκτον και τη Χάγη. Τα δακτυλικά αποτυπώματα, η απόσταση του όπλου, η φορά της σφαίρας, όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Ενα ανεξήγητο ένστικτο ωστόσο καλεί τον ανακριτή να μην κλείσει γρήγορα την υπόθεση, αλλά να διερευνήσει το ενδεχόμενο του φόνου ή τουλάχιστον του εξαναγκασμού σε αυτοκτονία. Προφανής λόγος για την αυτοχειρία του Μόζερ δεν υπάρχει κι έτσι ο Φρόιλερ αρχίζει να σκάβει στο περιορισμένο φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον του νεκρού. Οι μορφές που προσπαθεί να ξεδιαλύνει ο ανακριτής στον κύκλο του Μόζερ, αντιδρούν σχεδόν αλλεργικά στον φακό του, απωθούν το φως που προσπαθεί να ρίξει στην υπόθεση: αγουροξυπνημένα πρόσωπα μιας επαρχιακής μικροκοινωνίας αμάθητα στους προβολείς ή μήπως καλοστημένα πιόνια μιας παρτίδας, θύμα της οποίας έπεσε ο Μόζερ;


Μέσα σε λίγες εβδομάδες


Τη διαλεύκανση του ερωτήματος καλείται να παρακολουθήσει όποιος ανοίξει το τελευταίο βιβλίο του ελληνικής καταγωγής γερμανόφωνου συγγραφέα Περικλή Μονιούδη με τίτλο H επιστροφή του Φρόιλερ. Ενα απρόσμενο αστυνομικό μυθιστόρημα από τη λιτή και υποβλητική γραφίδα ενός λογοτέχνη, που είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από τα μεταφρασμένα έργα του Παλλάδιο και Πάγος. «Ορισμένοι πιστεύουν» μας είπε ο Μονιούδης «ότι κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα αντικατοπτρίζουν ή ερμηνεύουν την κοινωνία μας καλύτερα από τη λεγόμενη σοβαρή λογοτεχνία, για να χρησιμοποιήσω ένα διαχωρισμό που δεν ισχύει πλέον παντού, αλλά οπωσδήποτε ακόμα στον γερμανόφωνο χώρο». Και προφανώς με αυτή την παρηγοριά ο δύσκολος Μονιούδης δέχθηκε την παραγγελία του μικρού εκδοτικού οίκου του Μονάχου Nymphenburger, που ξεκίνησε μια σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων γραμμένων από συγγραφείς χωρίς προηγούμενη εμπειρία στο είδος αυτό. Ο Μονιούδης στρώθηκε και έγραψε την Επιστροφή του Φρόιλερ μέσα σε λίγες εβδομάδες, το βιβλίο κυκλοφόρησε με επιτυχία, στο μεταξύ αγόρασε τα δικαιώματα ο μεγάλος οίκος dtv, που θα προχωρήσει σε έκδοση τσέπης. «Για μένα» μας είπε «η λογοτεχνία είναι κατά κύριο λόγο γλώσσα. Στο αστυνομικό μυθιστόρημα πρέπει απλώς να τηρεί κανείς κάποιους κανόνες του είδους: να είναι πιο συγκεκριμένος και σαφής, να διατηρεί τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που δεν λέγεται και να συντηρεί μια ένταση πέρα και έξω από το καθαρό κείμενο, μια εντολή που δεν είναι επιτακτική για άλλα είδη».


Οσο ο Φρόιλερ ερευνά την υπόθεση, τόσο προσκρούει σε νέα αινίγματα και μυστικά. Τι σημαίνουν τα κλεμμένα από το σπίτι του Μόζερ ασημικά που εντοπίζει στο σπίτι του φίλου και συμπαίκτη του νεκρού στο σκάκι Κέμπι; Είχε συμφέρον από τον θάνατο του πατέρα του ο μανιώδης χαρτοπαίκτης Τόμας; Και ποιον ρόλο παίζει η κόρη του νεκρού Βερόνικα, στην οποία ο πατέρας της είχε διαβιβάσει ενόσω ακόμα ζούσε τη διαχείριση των οικογενειακών επιχειρήσεων; Και είναι αυτή που εκτός από το κρεβάτι της παραχωρεί στον δημοσιογράφο της τοπικής εφημερίδας Καρλ και στοιχεία για την πορεία των ανακρίσεων; Μέχρι ποιου σημείου θα μπορούσε να είχε φθάσει ο πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου που εποφθαλμιούσε τη βίλα του Μόζερ λόγω των πλούσιων σε θηράματα εκτάσεων που την περιέβαλλαν; Και τι ξέρει τέλος η Ντόρα, το γέρικο κυνηγετικό σκυλί του Μόζερ που αρχίζει τώρα να προσκολλάται στον Φρόιλερ; Ο ανακριτής χωρίς να το συνειδητοποιεί, αρχίζει να ταυτίζεται με τον σιωπηλό νεκρό: είχαν την ίδια περίπου ηλικία, ζούσαν μόνοι, είχαν επιλέξει το Γκλάρους ως τόπο διαμονής μετά από μακρά απουσία. Δύο μονήρεις ξένοι σε ένα οικείο περιβάλλον, αυτή είναι η αντίφαση που διεγείρει συνειδησιακά τον Φρόιλερ και τον ευαισθητοποιεί σ’ αυτή τη μυστηριώδη υπόθεση. «Στην Ουάσιγκτον και τη Χάγη ήταν κι αυτός αναμφίβολα ξένος. Εδώ όμως το γεγονός ότι αναγνώριζε πάλι πρόσωπα, μυρωδιές κι αυτό το τραχύ τοπίο συγκάλυπτε απλά την καθημερινή του μοναξιά. Ενιωθε υποχρεωμένος να άρει αυτή την αντίφαση: να φθάσει επιτέλους εκεί από όπου είχε ξεκινήσει».


«Σ’ αυτή την κοιλάδα»


Ετσι κάτω από την εξωτερική φλούδα του το αστυνομικό μυθιστόρημα του Μονιούδη είναι μια ιστορία ταύτισης και ταυτόχρονα αναζήτησης ταυτότητας. «Είναι μια διαδικασία οικειοποίησης» μας είπε ο συγγραφέας. «Ο Φρόιλερ βλέπει στον νεκρό βιομήχανο το ενδεχόμενο, βλέπει κάποιον που ήταν όπως τελικά θα μπορούσε να γίνει κι ο ίδιος, αν παραμείνει σ’ αυτή την κοιλάδα. Κι έτσι αρχίζει να αντικατοπτρίζεται στη ζωή του Μόζερ, στη βιογραφία του». Ο ανακριτής αρχίζει μάλιστα να ερωτοτροπεί με την ιδέα της αγοράς της βίλας του νεκρού. Κάνει κιόλας το πρώτο βήμα. Ζητεί από τη Βερόνικα Μόζερ το κλειδί για να μείνει δοκιμαστικά λίγες μέρες. Και η δική του γυναίκα έχει πεθάνει, όπως και η γυναίκα του Μόζερ. Εχει κι αυτός μια κόρη, την Εντιτ, που δουλεύει αλλού, σε άλλη πόλη. Ισως η διαδικασία ταύτισης να διευκολύνεται και από το ότι το πράσινο τετράδιο με τις προσωπικές σημειώσεις του Μόζερ, που ο Φρόιλερ ανακαλύπτει σε μια εσοχή του τζακιού, δεν περιέχει καμιά συγκλονιστική αποκάλυψη, κανένα συναρπαστικό στοιχείο, αλλά μονάχα ατμοσφαιρικά στοιχεία μιας μελαγχολικής καθημερινότητας. Ετσι η επιστροφή του Φρόιλερ στο Γκλάρους εξελίσσεται σε μια σπουδή του ερωτήματος: Ποιος είμαι τελικά, ποιοι είμαστε τελικά; «Το ζήτημα της ταυτότητας» προσθέτει ο Μονιούδης «είναι ένα από τα μεγάλα θέματα της ελβετικής λογοτεχνίας εδώ και διακόσια χρόνια. Μιλάμε για μια χώρα με τέσσερις κουλτούρες που σαν να ντρέπεται να κοιτάξει πέρα από τα στενά της σύνορα και κατατρίβεται με τον ίδιο της τον εαυτό. Οσοι δεν συμβιβάζονται με αυτή την προοπτική και ξανοίγουν το βλέμμα τους στον μεγάλο κόσμο βρίσκονται υπό διαρκή πίεση να νομιμοποιήσουν το εγχείρημά τους. Θυμηθείτε τον Μαξ Φρις και τον Φρίντριχ Ντύρενματ, αλλά και μια ολόκληρη σειρά ελβετών συγγραφέων τις δεκαετίες του ’70 και του ’80».


Είναι προφανές ότι η διαδικασία ταύτισης αφαιρεί από τον ανακριτή Φρόιλερ την απαραίτητη απόσταση για την ψύχραιμη στάθμιση των δεδομένων. Ο ένοχος δεν θα ανακαλυφθεί, διότι μάλλον δεν υφίσταται έγκλημα. Το μόνο κολάσιμο που ανακαλύπτει ο Φρόιλερ είναι μια παράνομη παρτίδα πόκας που οργανώνει ο Τόμας. Οι αρχές επεμβαίνουν και συλλαμβάνουν τους παίκτες. H υποψία του φόνου όμως θα παραμείνει μετέωρη μέχρι τέλους, αν και στο τέλος έχει πια χάσει τη σημασία της. Ο πειρασμός της ταύτισης αποτελεί λοιπόν κακή συνταγή για τους ανακριτές των μελλοντικών αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αλλά η επιστροφή, ο προσδιορισμός του στίγματος του ανθρώπου, η οριοθέτηση θα παραμείνουν για πολύ ακόμη θέματα της λογοτεχνίας.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.