Εκ πρώτης όψεως φαίνεται μάλλον δύσκολο να στηθεί μια ιστορία με σασπένς ουσιαστικά χωρίς περιπετειώδη συμβάντα. Και όμως γίνεται όταν έχει για ήρωα έναν «ποέτα» ή και «φευγάτο», με τις φαντασιώσεις του να ξετυλίγονται όπως η μακριά και λαμπερή ουρά του κομήτη.


Προπαντός όταν διαθέτει τον προσφυή αφηγητή, που σαν «κομμωτής κομητών», για να χρησιμοποιήσουμε τον παιγνιώδη υπότιτλο του βιβλίου, εμπνευσμένο από στίχο του Τριστάν Κορμπιέ, θα στρώσει το νεφελώδες σώμα από χίμαιρες και αναμνήσεις. Εμπειρος τεχνίτης ο Χρ. Μηλιώνης, από τους αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, παρουσιάζει έναν ήρωα σε κρίση συνειδησιακή ή μάλλον γενικότερα υπαρξιακή. Υιοθετώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο των παραμυθάδων, στήνει μία ακόμη νουβέλα, πεζογραφικό είδος που καλλιεργεί εδώ και χρόνια, εναλλακτικά με το διήγημα. Οπως και σε εκείνη την πρώτη νουβέλα, τη «Δυτική Συνοικία», μια απρόσμενη συνάντηση του ήρωα θα «κουρντίσει» το για χρόνια «σταματημένο ρολόι» της μνήμης του, οπότε και πάλι θα αποφασίσει ένα ταξίδι σε τόπους νοσταλγίας. Μόνο που στην πρόσφατη νουβέλα το ταξίδι προσφέρει τελικά μια κάποια διέξοδο, πιθανώς και γιατί ο συγγραφέας ως δεινός «χειριστής ανελκυστήρος», κατά τον τίτλο παλαιότερου διηγήματος, έπλασε έναν ήρωα που ο ανελκυστήρας της μνήμης του προσεγγίζει τον τελευταίο σταθμό.


Ο Ζαμάνης είναι ένα μοναχικό πρόσωπο με έντονη εσωτερική ζωή, όπως και ο παλαιότερος ήρωας του Μηλιώνη, ο Σιλβέστρος. Ηρθαν έτσι τα πράγματα, λίγο θέμα χαρακτήρα, λίγο οι περιστάσεις, και δεν έφτιαξε οικογένεια. Οταν ήταν νέος, ακόμη και μεσήλικας, έβλεπε την αισιόδοξη πλευρά της κατάστασής του, ούτε δεσμεύσεις ούτε υποχρεώσεις. Υστερα, χάρη και στον εργασιακό του χώρο, «βιβλιοθηκάριος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης», όλο κάποιοι φίλοι υπήρχαν ή έστω γνωστοί. Το βάσανο της απομόνωσης ήρθε με τη συνταξιοδότηση, την οποία μάλιστα είχε επισπεύσει, ίσως από κακό υπολογισμό, μπορεί να συνέβαλε και ο δήμος, πριμοδοτώντας την εθελουσία έξοδο για να απαλλαγεί από τους υπεράριθμους. Αεργος, έφτιαχνε κάθε ημέρα πρόγραμμα ξορκίζοντας τον άδειο χρόνο. Επινοούσε προφάσεις εξόδου από το σπίτι, αφήνοντας σε λειτουργία τον τηλεφωνητή, με την ελπίδα στον γυρισμό να τον περιμένει κάποιο μήνυμα. Και σε διηγήματα άλλων συγγραφέων ο τηλεφωνητής υπογραμμίζει το αίσθημα της μοναξιάς, από το παλαιότερο «Αυτόματος τηλεφωνητής» του Πάνου Ξένου ως το πρόσφατο «Μετά τον χαρακτηριστικό ήχο» της βραβευμένης συλλογής του Αχ. Κυριακίδη.


Πάντως ο Ζαμάνης αρνείται να αντικρίσει τις αναμνήσεις του, κι αυτός «θεόστραβος», όπως ο συνάδελφός του, ο βιβλιοθηκάριος και ποιητής Μπόρχες. H τυχαία συνάντηση με έναν συγχωριανό του, που είχε καταλήξει εισαγωγέας μηχανημάτων σύγχρονης τεχνολογίας, μεταξύ άλλων και ανιχνευτών μετάλλων, δίνει το έναυσμα για μια εκδρομή στα όρια Ηπείρου και Στερεάς, λίγο μετά την Αμφιλοχία, τον αλλοτινό Καρβασαρά. Οπως και στον «Σιλβέστρο», προς αναζήτηση ενός χαμένου θησαυρού, μόνο που αυτή τη φορά δεν έρχεται από τα χρόνια της Κατοχής αλλά από τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν οι βασιλικοί τάφοι ή και τούμπες, κατά τους μεταγενέστερους, φύλαγαν «ατόφιο χρυσάφι». Αν και η εμφάνιση στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ενός λούστρου, που άκουγε στο παρωνύμιο «καπετάνιος», όχι της θάλασσας, αλλά σε Τζουμέρκα και Μουργκάνα, υποψιάζει για τη συνέχεια των χαμένων θησαυρών αδιευκρίνιστης ταυτότητας.


Ο Ζαμάνης δεν θα φθάσει ποτέ στον προορισμό του, όλη η ιστορία θα εξαντληθεί στο ταξίδι, που θα το ανακόψουν οι φόνοι δύο γυναικών. Πραγματικοί ή νοεροί, θα ξυπνήσουν τα φαντάσματα μιας ζωής· «τα κορίτσια της οδού Φαβιέρου», κάποιες σερβιτόρες, προπαντός εκείνη τη συγχωριανή του, τη Ζωή. Οι ερωτικές περιπτύξεις μόλις που περιγράφονται και όμως δημιουργείται έντονη αίσθηση ευφορίας. Με λοξοδρομήσεις και αποσιωπήσεις, η αφήγηση κατορθώνει να κινείται συνεχώς μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίωσης, διατηρώντας μια γοητευτική αμφισημία. Τέλος, για άλλη μία φορά, βρίσκουμε στις σελίδες του Μηλιώνη περιγραφές από ένα ελληνικό τοπίο που σαλεύει. Ενας από τους τελευταίους πεζογράφους μας, τους εξοικειωμένους με τη φύση, που κουβαλά τη λαχτάρα για τα «πατρικά χώματα» και έχει και τον τρόπο να τον μεταγγίζει.