Δεν συμβαίνει συχνά ένα ιστορικό πρόσωπο να ζωντανεύει μέσω των μυθιστορημάτων που ενέπνευσε αντί των ιστορικών πηγών. Από την άλλη, πάλι, όταν πρόκειται για ιστορική φυσιογνωμία της Κύπρου, ίσως να είναι και αναμενόμενο, αφού γνωρίζουμε άνισα την ιστορία της Μεγαλονήσου· σχετικά μόνο τη μακραίωνη περίοδο της ενετοκρατίας, κάπως καλύτερα την αγγλοκρατία και σχεδόν καθόλου την ενδιάμεση τουρκοκρατία παρά τους τρεις συναπτούς αιώνες που διήρκεσε. Ενα τέτοιο πρόσωπο είναι ο δραγομάνος Χατζηγεωργάκις Κορνέσιος, που μοιράζεται το πρόσφατο βιβλίο της A. Σμυρλή εξ ημισείας με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Πιθανώς οι περισσότεροι να έχουν ακουστά τον εθνομάρτυρα αρχιεπίσκοπο, αν και δεν αποκλείεται να τον συγχέουν με τον σύγχρονό του και λίγο μεγαλύτερο, αρχιμανδρίτη Κυπριανό, συγγραφέα εκείνης της «περισπούδαστης» Ιστορίας της Κύπρου, που εκδόθηκε στη Βενετία, το 1788, αλλά και εκδότη της ακολουθίας Νεοφύτου του Εγκλείστου καθώς και των συγγραμμάτων του Θεοφίλου του Κορυδαλλέως. Μάλλον όμως αγνοούν τι σήμαινε ένας αρχιεπίσκοπος επί οθωμανικής κυριαρχίας, πως δεν ήταν μόνο ο επικεφαλής της Εκκλησίας αλλά και πολιτικός άρχοντας του νησιού, καθώς και η Εκκλησία της Κύπρου είχε αποκατασταθεί μετά τον υποβιβασμό της από τους Λατίνους. Για αυτό και οι Κύπριοι, μετά τον απαγχονισμό του Κυπριανού, την 9η Ιουλίου 1821, ακολουθώντας την τύχη του πατριάρχη Γρηγορίου E’, «έμειναν σαν πρόβατα χωρίς βοσκόν στον κάμπον» για δεύτερη φορά. H πρώτη ήταν δώδεκα χρόνια νωρίτερα με τον αποκεφαλισμό του δραγομάνου Χατζηγεωργάκι. Οπου δραγομάνος δεν σήμαινε απλώς διερμηνέας ή και ανώτερος αξιωματούχος παρά τω τούρκω κυβερνήτη αλλά μία από τις δύο κεφαλές του νησιού. Τότε δραγομάνος και αρχιεπίσκοπος ήταν οι φύλακες και προστάτες των ραγιάδων. Εξ ου και ως τίτλος του βιβλίου επιλέγεται ένας στίχος από το τραγούδι του δραγομάνου, το οποίο πολλάκις μνημονεύεται.


Οι νεανικοί του έρωτες


Με στίχους από το τραγούδι του Χατζηγεωργάκι καταλήγει και ο Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος στο προ τριετίας μυθιστόρημά του Ο Δραγουμάνος ψυχή φυλακισμένη, μάλλον άγνωστο στα καθ’ ημάς, αφού εκδόθηκε στη Λεμεσό από τις τοπικές εκδόσεις Κυπροέπεια. Ενα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα, που αφηγείται τους νεανικούς έρωτες του Γεωργάκι, προτού ακόμη γίνει Χατζηγεωργάκις, τους δύο γάμους του, με πρωτοστατούσα τη δεύτερη σύζυγό του, την κοκόνα Μαρουδιά, που του χάρισε δύο γιους και τρεις θυγατέρες. Εκείνο το πρώτο μυθιστόρημα, χωρίς να αποκλείεται να υπάρχουν και άλλα προγενέστερα που αγνοούμε, επικεντρώνεται στη σύγκρουση του δραγομάνου με τον μονόφθαλμο τούρκο διοικητή του νησιού, τον Χατζημπακή αγά, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι σχέσεις του με τους διαδοχικούς αρχιεπισκόπους, τον Παΐσιο, κυρίως τον Χρύσανθο και τον Κυπριανό. Ο Παπαδόπουλος μυθοπλάττει στο πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων καταλήγοντας με τον φόνο του δραγομάνου από τους Τούρκους, το 1809, ενώ προσθέτει τουλάχιστον ένα φανταστικό πρόσωπο, τον τροβαδούρο Φλώρο, που υποτίθεται πως τελικά συνέθεσε το «τραγώδιον» του δραγομάνου με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1831. Πάντως πρωτοεκδόθηκε το 1892 από το τυπογραφείο «Ευαγόρας», σύμφωνα με τη «Βιβλιογραφία Λαϊκής Ποίησης» του Φ. Σταυρίδη. Σε ένα σημείο του μυθιστορήματος αναφέρεται η συγγενική οικογένεια του δραγομάνου, από την πλευρά της μητέρας του, που κατοικούσε στο χωριό Κρίτου Τέρρα της επαρχίας Πάφου, με «μοναδική θέα του κόλπου της Χρυσοχούς». Αυτή είναι η οικογένεια του Οδυσσέα Χατζητομάζου, με του οποίου τα «ενθυμήματα» στήνει το βιβλίο της η Σμυρλή, μάλλον ιστορικό παρά μυθιστορηματικό και αφηγηματικά περισσότερο φιλόδοξο, καθώς παρουσιάζεται σαν μια διήγηση πάππου προς πάππου.


Ο πρώτος Οδυσσέας Χατζητομάζος γεννήθηκε το 1758 και πέθανε το 1847, ο δεύτερος Οδυσσέας, ο εγγονός του, γεννήθηκε το 1827 και πέθανε το 1931, υπεραιωνόβιος.


Τα γραπτά του δεύτερου τα βρήκε ο τρίτος Οδυσσέας στον πάτο του μπαούλου με τα προικώα μιας γεροντοκόρης θείας, στις αρχές του 1950, μετά το δημοψήφισμα, «όπου το 96% των Ελλήνων της Κύπρου ψήφισαν την Ενωσιν». Τα ενθυμήματα του πρώτου Οδυσσέα αρχίζουν με τις παιδικές του αναμνήσεις φθάνοντας μέχρι λίγο προτού πεθάνει. Ανιστορεί τις μεγάλες δοκιμασίες του τόπου, επιδημίες και εξεγέρσεις, ενώ ο εγγονός του παρεμβαίνει με ερωτήσεις αλλά και αντιρρήσεις, διατυπώνοντας την επίσημη άποψη, όπως τη διάβασε στα βιβλία. Σοφός άνθρωπος ο πρώτος πάππος κατανοεί τις ανθρώπινες αδυναμίες βρίσκοντας ελαφρυντικά. Ωστόσο ο εγγονός του επιμένει και μάλιστα για να σχηματίσει γνώμη για «τους αποτυχημένους αγώνες της νήσου» απευθύνεται και σε άλλους συγγενείς. Τέλος, οι καταγραφές του δεύτερου Οδυσσέα, που αποτελούν τον κορμό του βιβλίου, διακόπτονται από τις σημειώσεις του εγγονού του, με πλάγια στοιχεία και την αβεβαιότητα, μάλλον πικρία, του 1950.


Ο δραγομάνος Χατζηγεωργάκις


H Σμυρλή σκιαγραφεί τις δύο ισχυρές προσωπικότητες: τον δραγομάνο Χατζηγεωργάκι, ο οποίος «δεν έπαυσεν ποτέ να ονειρεύεται την δημιουργίαν ανεξαρτήτου πολιτείας», και τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, που «εμαθήτευσεν εις τας αυλάς των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας», ίδρυσε την Ελληνική Σχολή, το κατοπινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, αποφάσισε όμως τη μη εξέγερση της Κύπρου το 1821, με αποτέλεσμα «κατά την συνδιάσκεψιν του 1828 εις Πόρον ο Καποδίστριας ανέφερεν μεν και την Κύπρον εις τα διαμελίσματα της Ελλάδος οπού έπρεπεν να περιλάβη το νέον κράτος, δεν ηδύνατο όμως να την απαιτήση, επειδή αι αποφάσεις των εθνικών συνελεύσεων εθεώρουν συγκροτούσας την Ελλάδα τας επαρχίας οπού εκίνησαν τα όπλα κατά το 1821». Επιπροσθέτως μέσα από την αφήγηση προβάλλει η στάση των προξένων, που ναι μεν βοηθούσαν «αλλά προς τούτο εγύρευαν πολλά πουγγιά», σε αντίθεση με τη συμπεριφορά των γηγενών Οθωμανών, που πρόσφεραν καταφύγιο όταν εφορμούσαν τα στίφη από την Καραμανία προς στήριξη των αγάδων.