Το ταυτόχρονο ενδιαφέρον τόσο πολλών ξένων ειδικών περιοδικών για τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική δεν έχει προηγούμενο. Πρόκειται φυσικά για αφιερώματα που εκδόθηκαν όλα στη διάρκεια του 2004 με την ευκαιρία της πραγματοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Οχι μόνο: σε μια σειρά διεθνών εκδόσεων (όπως για παράδειγμα στα One Hundred Houses for One Hundred European Architects των εκδόσεων Taschen, 1000 Architects των εκδόσεων The Images Publishing Group και The Phaidon Atlas of Contemporary World Architecture) η σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική κάνει πάλι αισθητή την παρουσία της. Σε πολύ σημαντικές εκθέσεις επίσης, όπως αυτή για την αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα στο πλαίσιο της Γένοβας-πολιτιστικής πρωτεύουσας (Arti e Architettura, 1900-2000, επιμέλεια Germano Celant), γίνεται ειδική αναφορά στη συμβολή του Δημήτρη Πικιώνη. Ολα αυτά το 2004. Τι συμβαίνει; Εχουμε αίφνης αρχιτεκτονική;


Ο λευκός θόρυβος


Είναι προφανές ότι το ενδιαφέρον των ξένων είχε ως αφορμή τα ολυμπιακά έργα σε μια χώρα μικρή, σχετικά άγνωστη και με συζητήσιμες οργανωτικές δυνατότητες. Το ενδιαφέρον αυτό εντάθηκε από την αντιθέτως πασίγνωστη χαοτική κατάσταση της Αθήνας-πρωτεύουσας του «λευκού θορύβου», μιας μητρόπολης στερημένης από το αγαθό του σχεδιασμού αλλά προικισμένης με την αυθαίρετη δημιουργικότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Πρόκειται για μια παράτυπη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και γι’ αυτό ακριβώς εμφανίζεται ως ένα ιδιότυπο «case study». Είναι άλλωστε γνωστό ότι για μερικούς δεν στερείται γοητείας. Μήπως το Λας Βέγκας, σύμφωνα με την ανάλυση του Robert Venturi (Learning from Las Vegas), δεν είναι ενδιαφέρον και γοητευτικό, καθώς έχει αναπτυχθεί αντίθετα από τους κανόνες της ορθόδοξης πολεοδομίας και χωρίς τη συμβολή των αρχιτεκτόνων; Αλλά και η Νέα Υόρκη κατά τον Rem Koolhaas, τον προφήτη της διεθνούς αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας (Delirious New York), δεν αποτελεί φανταστική, πρωτότυπη υλοποίηση της ουτοπίας της μητροπολιτικής πυκνότητας, όπου ο αντιρασιοναλιστικός και αντιαστικός ουρανοξύστης φιλοξενεί ετερογενείς δραστηριότητες χωρίς οργανικό, προγραμματικό συσχετισμό; Οι οπαδοί του ωστόσο αγνοούν ότι ο Koolhaas επικαλείται τον σουρεαλισμό της μητροπολιτικής πραγματικότητας αλλά στην ουσία επεξεργάζεται μια ρεαλιστική εκδοχή της ουτοπίας του μοντέρνου κινήματος. Οπως και ο Gehry, δεν αναπαράγει την κοινοτυπία αλλά από τα αστικά απόβλητα εξάγει το διαμάντι. H στάση του Ολλανδού είναι βαθιά ελιτίστικη, ενώ ο ίδιος αποδεικνύεται δεινός χειριστής της έντεχνης παράδοσης του 20ού αιώνα, από τον Λε Κορμπυζιέ και τον Μις ως τους κονστρουκτιβιστές και τους ολλανδούς νεοπλαστικιστές. Συμβαίνει και στην Αθήνα;


Ο ιδιωτικός τομέας


Με τη γνωστή τους κριτική μεθοδικότητα, οι Ιταλοί του Interni, μετά από προετοιμασία ενός χρόνου, εκδίδουν τον Μάρτιο του 2004 ένα πλούσιο μονογραφικό τεύχος 208 σελίδων για την ελληνική αρχιτεκτονική και γενικότερα την πολιτισμική εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας. Ακολουθεί το Area με έναν νέο Οδηγό 48 έργων των τελευταίων 10 ετών της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες το Bauwelt και το Blueprint δίνουν έμφαση στην αρχιτεκτονική του ιδιωτικού τομέα. Προς το τέλος του χρόνου το Stavba, περιοδικό ιστορικό ως αντιπροσωπευτικό όργανο της τσεχικής πρωτοπορίας του 1920, δημοσιεύει επίσης 30 σελίδες ιδιωτικής αρχιτεκτονικής, ενώ τα Χριστούγεννα του 2004 εκδίδεται ένα αποκλειστικό τεύχος 40 έγχρωμων σελίδων του Foroellenico για τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια «υπηρεσιακή» έκδοση όπως το καλαίσθητο περιοδικό της ελληνικής πρεσβείας στη Ρώμη, που εκδίδεται εδώ και επτά χρόνια με πολιτισμική κατά κανόνα θεματολογία, αποφασίζει να φιλοξενήσει στις σελίδες του την ελληνική αρχιτεκτονική, αποπαίδι συνήθως σε οποιονδήποτε χώρο εκτός από το κλειστό κύκλωμα της έντυπης ειδικής πληροφόρησης.


Τα παραπάνω αφιερώματα, με ανάλογα θεωρητικά κείμενα, τα επιμελήθηκαν από ελληνικής πλευράς και κατά περίπτωση οι A. Γιακουμακάτος, Π. Δραγώνας και η ομάδα Tessera του Λονδίνου. Είναι προφανές ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτέλεσαν μόνο την αφορμή για μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική, επειδή ακριβώς η αποτίμηση της αρχιτεκτονικής των ολυμπιακών έργων φαινόταν να οδηγεί μάλλον σε αποθαρρυντικά συμπεράσματα. Αποτιμήθηκε ουσιαστικά η ιδιωτική αρχιτεκτονική, τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων!


Καθιερωμένοι στη συλλογική συνείδηση ως ιστορικές μορφές του μεταπολεμικού μοντέρνου εμφανίζονται δύο δημιουργοί όπως ο Τάκης Ζενέτος και ο Νίκος Βαλσαμάκης, ενώ μεταξύ των νεότερων πέρα από το έργο του K. Κρόκου προβάλλεται περισσότερο η δουλειά της «μέσης γενιάς» (Ησαΐας – Παπαϊωάννου, M. Μανιδάκης, Π. Νικολακόπουλος, A. Κούρκουλας, Γ. Αίσωπος, M. Φιλιππίδης, N. Κτενάς, Δ. Ποτηρόπουλος, K. Κοντόζογλου, B. Μπασκόζος, Σπανομαρίδης – Ζαχαριάδης, Παπανικολάου – Σακελλαρίδου κ.ά.). H εικόνα δεν είναι πλήρης και συχνά καθορίζεται από τη γενεαλογική ή και πολιτισμική συνάφεια κάποιων από τους επιμελητές με την αρχιτεκτονική που οι ίδιοι παρουσιάζουν. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η «νέα παράδοση» είναι η έντεχνη ελληνική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1960. H αρκετά πλέον μορφοποιημένη νέα γενιά των ελλήνων αρχιτεκτόνων, πέρα από την αδέξια θεωρητικολογία των τελευταίων συμμετοχών στην Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας, προσανατολίζεται σε έναν μινιμαλισμό ενίοτε μπρουταλιστικής απόχρωσης που δείχνει να κατανοεί τις αστικές αντιφάσεις χωρίς ωστόσο να τις αποδέχεται: ονειρεύεται έναν τόπο προγραμματικής ευταξίας, πλαστικής ελαφρότητας και γεωμετρικής διαύγειας. H σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική μπορεί να έχει έναν δικό της χαρακτήρα.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και επισκέπτης καθηγητής στη Scuola Normale Superiore της Πίζας.