Σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκώ, η ιδρυτική πράξη αυτού που αποκαλούμε «λογοτεχνία», μοντέρνα τουλάχιστον λογοτεχνία, υπογράφεται από την επιστροφή μιας εμπειρίας την οποία ο δυτικός Λόγος είχε επιμελώς απωθήσει, προαισθανόμενος τους κλυδωνισμούς που θα προκαλούσε στη σκέψη της αλήθειας: της γυμνής εμπειρίας της γλώσσας. Εφεξής, η γλώσσα της λογοτεχνίας αποτινάσσει τα δεσμά της αναπαράστασης και αναπτύσσεται με αφετηρία τον ίδιο της τον εαυτό. Το υποκείμενο που μιλάει πλέον μέσα στη λογοτεχνία δεν είναι τόσο ο υπέγγυος ενός λόγου (αυτός που τον εκφέρει ή που αναπαρίσταται εντός του υπό μια γραμματική ή συντακτική μορφή) όσο ο τοποτηρητής μιας κενής θέσης την οποία καταλαμβάνει το μέχρι πρότινος απωθημένο, το ακατέργαστο είναι της γλώσσας. Ο λόγος παύει να ακολουθεί την κλίση μιας σκέψης που εσωτερικεύεται και, απευθυνόμενος στο ίδιο το είναι της γλώσσας, ανοίγει τη σκέψη προς το έξω. Κατά τον Φουκώ, ο Μπλανσό δεν είναι απλώς ένας από τους μεγάλους μάρτυρες αυτής της «σκέψης του έξω», όπως ο Σαντ, ο Χαίλντερλιν, ο Νίτσε, ο Μαλλαρμέ, ο Αρτώ, ο Μπατάιγ, αλλά ο συγγραφέας που την ενσαρκώνει με τον πιο απόλυτο τρόπο.


H εκατόμβη του υπάρχοντος


Ολα, στον Μπλανσό, ξεκινούν από μια «θεμελιώδη αποστέρηση». Κάτι συμβαίνει στα πρόσωπα, που τους αφαιρεί τη δυνατότητα να λένε «Εγώ». Διαψεύδοντας τη γλωσσολογία, η οποία θεωρεί τους «συμπλέκτες», και κυρίως τα δύο πρώτα πρόσωπα, ως τη συνθήκη κάθε απόφανσης, η λογοτεχνία του Μπλανσό αρχίζει τη στιγμή που γεννιέται ένα τρίτο πρόσωπο, ή μάλλον απρόσωπο: πρόκειται για το «ουδέτερο», ακατονόμαστη φιγούρα που εγκαινιάζεται επισήμως με το Εκείνος που δεν με συντρόφευε (1953). Βαθιά επηρεασμένο από τον Χέγκελ του Κοζέβ και τον Μαλλαρμέ, όλο το έργο του Μπλανσό εμψυχώνεται από την πίστη του στη ριζική αρνητικότητα της γλώσσας: η γλώσσα δεν διατρανώνει μόνο την εκκωφαντική ανυπαρξία αυτού που κατονομάζει, ορίζεται επιπλέον ως η κίνηση μέσα στην οποία εξαφανίζεται αυτός που μιλάει. H λογοτεχνία είναι, για τον Μπλανσό, αυτή η μεταθανάτια δραστηριότητα που ενώ αναθέτει στον συγγραφέα, στον αναγνώστη, στον ήρωά της το έργο να νοηματοδοτήσει την αχανή εκατόμβη του υπάρχοντος, την ίδια στιγμή μαρτυρεί την αδυνατότητα του ανθρώπινου πνεύματος να κατασκευάσει για λογαριασμό του ένα σύμπαν έμπλεο νοήματος. Είναι η αιώνια επιστροφή μιας αιώνιας αποτυχίας ή διάψευσης, την οποία εγγυάται η επιδείνωση, μέσω της λογοτεχνίας, των αποστάσεων που η ίδια επιβάλλει ανάμεσα στη γλώσσα και το πραγματικό, εις τρόπον ώστε το μείζον αποτέλεσμά της να είναι η εμφάνιση της «ουσιαστικής μοναξιάς» που περιβάλλει κάθε ανθρώπινη ζωή.


Αντιλαμβανόμαστε ότι μια τέτοια λογοτεχνία δεν μπορεί να έχει ως μέλημά της τη δημιουργία εικόνων, χαρακτήρων ή περιστατικών που αναδιπλασιάζουν έναν κόσμο δεδομένο και ήδη γνωστό. Είναι υποχρεωμένη να επινοεί και να επαληθεύει ανά πάσα στιγμή το δικό της μοναδικό σύμπαν και την εξίσου μοναδική εμπειρία του σύμπαντος αυτού. Αποξενώνει από μιας αρχής τον αναγνώστη της, εισάγοντάς τον σε τόπους ανώνυμους, εποικισμένους από όντα παράξενα και ξένα, τα οποία διαλανθάνουν της κατανόησής μας και με τα οποία πολύ δύσκολα επικοινωνούμε. Πρόκειται για έναν κόσμο ολότελα μυθικό, που δεν γνωρίζουμε ούτε τους νόμους του ούτε τα ήθη του ούτε τη γλώσσα του, έναντι του οποίου ωστόσο η λογοτεχνία κοπιά να συγκροτήσει ένα δίκτυο σχέσεων. H λογοτεχνία του Μπλανσό γράφεται στα διάκενα των εικόνων και των θετικών πραγματικοτήτων, έτοιμη πάντοτε να τις υποκαταστήσει οσάκις αυτές διαλείπουν – και διαλείπουν πάντοτε -, στοχεύοντας εν τούτοις σε μια εμπειρία άμεση, θεμελιώδη, θετική, την εμπειρία της ύπαρξης ως τέτοιας.


Λογοτεχνία της συνείδησης


Μαζί με τον Βαλερύ, ο Μπλανσό είναι η μεγάλη στιγμή της λογοτεχνίας ως μυθοπλασίας του πνεύματος, ως λογοτεχνίας της συνείδησης. Το αριστούργημά του Θωμάς ο σκοτεινός (1950) δεν είναι παρά η άλλη όψη του βαλερικού Κυρίου Τεστ, με τη μόνη διαφορά ότι τη θέση του αποκλίνοντος καρτεσιανισμού του τελευταίου έχει πάρει εδώ η φαινομενολογία του Χούσσερλ και του Χάιντεγκερ, αισθητά μετατοπισμένη μέσα από το βλέμμα του ισόβιου φίλου του, Εμμανιουέλ Λεβινάς. Διότι η συνείδηση, στον Μπλανσό, ανεπανόρθωτα χωρισμένη από κάθε αντικείμενο, αλλά πρωτίστως από τον ίδιο της τον εαυτό, ορίζεται ως το σημαίνον μιας άπειρης απόστασης έναντι του συνόλου του υπάρχοντος, απόσταση όμως που συνιστά την ικανή και αναγκαία προϋπόθεση κάθε κατανόησης, αλλά και κάθε προσέγγισης του άλλου ανθρώπου: «H μόνη δυνατότητα που θα είχα για να μειώσω την απόσταση που μας χωρίζει θα ήταν να απομακρυνθώ απεριόριστα».


H ταυτόχρονη έκδοση από τη Σμίλη των δύο πεζογραφημάτων του Μπλανσό είναι μεγάλο γεγονός, ακόμη κι αν τους αναγνωρίζαμε μόνο την αξία τους ως αντιπερισπασμών στους κόλπους μιας λογοτεχνικής παραγωγής, όπως της εγχώριας, που πάσχει, στο σύνολό της σχεδόν, από ανίατο αναπαραστατισμό. Εξίσου μεγάλο γεγονός, η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, ακριβώς γιατί είναι το προϊόν της ταύτισης του μεταφραστή με μια ζωτική φαντασίωση.