Δύο έλληνες ποιητές, ο Βαγενάς και ο Λάγιος, μεταφράζουν έναν τρίτο, τον Αγγλο Ρίτσαρντ Μπερνς, ο οποίος στο έργο του συνομιλεί με έναν τέταρτο – Ελληνας και αυτός και κλασικός πλέον -, τον Γιώργο Σεφέρη. Ο εβραϊκής καταγωγής Μπερνς, ο οποίος γεννήθηκε στο Λονδίνο πριν από 62 χρόνια και έζησε κατά διαστήματα στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στις ΗΠΑ και στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μέσα από τους στίχους της συλλογής Μαύρο φως αποτίει έναν φόρο τιμής στον μεγάλο νομπελίστα. Αλλά «και στον ελληνικό λαό, στο ελληνικό τοπίο και φως». Οπως επισημαίνουν οι μεταφραστές, γοητευμένοι από τα ποιήματα της συλλογής, θέλησαν να τη μεταγράψουν στη γλώσσα μας αποτίοντας έτσι τον δικό τους φόρο τιμής στο έργο του Σεφέρη. Θεώρησαν σωστότερο, σημειώνουν, αντί να μεταφράσουν από κοινού το βιβλίο, να μοιραστούν τα ποιήματά του και να μεταφράσει ο καθένας με τον δικό του τρόπο εκείνα που επέλεξε. Ετσι στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ένα αρκετά ρηξικέλευθο πείραμα, όπου συνυπάρχουν τέσσερις διαφορετικές ποιητικές ιδιοσυγκρασίες, κατά τεκμήριο αρμονικά. H συλλογή ανοίγει με δύο αποσπάσματα από την Ελληνική εμπειρία του C.Μ. Bowra και τις Μέρες 1945-1951 του Γιώργου Σεφέρη, όπου δίνονται συνεκτικές περιγραφές του ελληνικού τοπίου και συσχετίζεται η φύση της πατρίδας μας με τις τραγωδίες των Ατρειδών ή των Λαβδακιδών. Και ακολουθούν οι μεταφράσεις πλαισιωμένες από το αγγλικό κείμενο, για εκείνον που θα ήθελε να παρακολουθήσει την ποιότητα του εγχειρήματος.


Ας πάρουμε όμως μια γεύση. Μεταφράζει ο Βαγενάς, από το «Ενας γέροντας στο λιμάνι»: (…) κι έπειτα θα φύγεις, καλέ μου πρεσβευτή, / για το κέντρο της πόλης, με το ψωριάρικο σκυλί πίσω σου, / μουρμουρίζοντας, «Απ’ όλα τα ονόματα, απ’ όλους τους νεκρούς / που αγάπησα και που έκαναν το ίδιο ταξίδι οι πιο πολλοί λησμονηθήκαν…», / καπνίζοντας πάλι την πίπα σου με αργές ρουφηξιές, / η μυρωδιά της ακόμα στα ρουθούνια μου, σαν να καίγονται ξερόφυλλα, / κι ο ήλιος ανοίγοντας μια φλογισμένη τρύπα στο κέντρο του κόλπου. Και ο Λάγιος, από το «Αλάτι»: (…) ενώ για μας, τους άντρες, παγιδευμένους στη λαγνεία μιας άλλης πάστας αλατιού, υπάρχει πάντοτε η εκείνη, η άλλη γυναίκα, / να πλαγιάζει δίπλα μας, άτρωτη, αυτοκρατόρισσα μες στη νωθρότητά της, τα μακριά της πόδια να σε εγκλείουν ως ένα τόξο του όρμου, / κι όπως αλαφροκοιμάται γερμένη στη δεξιά μεριά, κολοσσιαία του ήλιου, να περικλείεται μες στη δικιά της μυρωδιά μπαχτσέδων και τραγίλας και ρετσίνας- (…)