«Στα τέλη του 2002, ένα εικοσάχρονο κορίτσι που μεγάλωσε και ζει σε μια επαρχιακή πόλη στην Ολλανδία, στέφθηκε Μις Κόσμος στο Λονδίνο. Εκεί, αντιπροσώπευσε όχι την Ολλανδία, αλλά τη χώρα απ’ όπου κατάγονταν οι γονείς της: την Τουρκία, μια χώρα που κυβερνάται από ένα «ισλαμιστικό» πολιτικό κόμμα, μέρος της Ευρώπης, αλλά και έξω απ’ αυτήν, μέρος του ισλαμικού κόσμου, που δεν μοιάζει όμως με καμιά άλλη μουσουλμανική χώρα» σημειώνει στον επίλογο του βιβλίου του ο Ερικ Τσούρχερ (σ. 422). Η διπλανή μας άγνωστη, οικεία και απόμακρη ταυτόχρονα, βάλθηκε και πάλι να μας αναστατώσει με την υπόθεση της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Για άλλη μια φορά ενεργοποιήθηκαν υποψίες και στερεότυπα, φόβοι και ανασφάλειες, ενώ αναδείχθηκε η άγνοια ή έστω η περιορισμένη γνώση μας για τη σύγχρονη Τουρκία. H μελέτη του Ερικ Τσούρχερ, με πρόλογο του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση, έρχεται σε μια καίρια στιγμή. Ο συγγραφέας, καθηγητής Τουρκικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν (Ολλανδία), παρουσιάζει στην εισαγωγή τα χαρακτηριστικά και τις κατευθύνσεις της σύγχρονης ιστορικής έρευνας για την Τουρκία και προτείνει το έργο του ως μια αναθεώρηση της κλασικής μελέτης του Bernard Lewis, The Emergence of Modern Turkey (1961).


Στο πρώτο μέρος εξετάζονται οι δυτικές επιρροές και οι πρώτες απόπειρες εκσυγχρονισμού στην ύστερη οθωμανική περίοδο. Οπως σημειώνει εύστοχα ο συγγραφέας, «οι Οθωμανοί δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους κομμάτι της προϊστορικής περιόδου της Τουρκικής Δημοκρατίας» (σ. 49). Παρά το γεγονός όμως ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν αποτελεί προκάτοχο της σύγχρονης Τουρκίας μέσα σε ένα τελεολογικό ιστορικό σχήμα, η παρθενογένεση της Τουρκικής Δημοκρατίας όπως παρουσιάστηκε σε ορισμένες εκδοχές της κεμαλικής ιστοριογραφίας συναντά τις επιφυλάξεις του συγγραφέα. Σε αυτό το πλαίσιο ο Τσούρχερ αποπειράται να κατανοήσει την αυξανόμενη ευρωπαϊκή επιρροή στο οθωμανικό κράτος και την κοινωνία κατά τον 19ο αιώνα. H ανάλυση εστιάζει στην ενσωμάτωση της οθωμανικής οικονομίας στο καπιταλιστικό σύστημα, στις εμπλοκές των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά και στην επίδραση των ευρωπαϊκών ιδεών από την περίοδο του Σελίμ Γ´ (1789-1807) ως και το κίνημα των Νεότουρκων (1908). Οι αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης και η διαρκής δημοσιονομική κρίση κατέστησαν απαραίτητο ένα εκτενές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ενώ οι διαδικασίες ενσωμάτωσης ώθησαν τον Σελίμ Γ´ αλλά και τον Μαχμούτ B´ (1808-1839) σε απόπειρες εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης στενότερων σχέσεων με τον ευρωπαϊκό χώρο.


Το Τανζιμάτ (1839-1876) από την άλλη πλευρά αποτέλεσε την πιο συγκροτημένη προσπάθεια αναβάθμισης των υπήκοων πληθυσμών και οργάνωσης ενός συστήματος ευνομίας που δεν απέτρεψε όμως την εξάπλωση των χωριστικών εθνικισμών. H περίοδος του Αμπντούλ Χαμίτ B’ (1876-1909) αποτέλεσε, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «συνέχεια του Τανζιμάτ αλλά και καρικατούρα του» (σ. 133). Οι εντάσεις του Ανατολικού Ζητήματος και η απώλεια εδαφών ενεργοποίησαν τα σύμβολα του χαλιφάτου και τη μουσουλμανική αλληλεγγύη ως αντίβαρο στις διασπαστικές ιδεολογίες. H αναστολή της λειτουργίας του κοινοβουλίου (ο Τσούρχερ αναφέρεται σε αναστολή του συντάγματος) το 1878, η αδυναμία του σουλτάνου να εμπνεύσει τις νέες γενιές που εκπαιδεύονταν στους δικούς του θεσμούς, η έλξη που άσκησαν οι συνταγματικές και φιλελεύθερες ευρωπαϊκές ιδέες, οι διαρκείς κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος και η διάχυτη δυσαρέσκεια λόγω της διευρυνόμενης οικονομικής κρίσης προετοίμασαν το έδαφος για τη δημιουργία της αντιπολιτευόμενης Επιτροπής Ενωση και Πρόοδος (ΕΕΠ) και για το κίνημα των Νεότουρκων (1908).


Στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας εξετάζει την περίοδο των Νεότουρκων προτείνοντας μια περιοδολόγηση η οποία εμπεριέχει και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. H νέα εποχή χαρακτηρίστηκε από έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις που αφορούσαν φιλελεύθερες, συνταγματικές, αλλά και σοσιαλιστικές ιδέες, καθώς και από χωριστικά κινήματα και εξεγέρσεις στη Μακεδονία, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Μαυροβούνιο. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποδυνάμωσαν εδαφικά την αυτοκρατορία, ενώ δημιούργησαν ένα τεράστιο ρεύμα μουσουλμάνων προσφύγων με μεγάλα προβλήματα επανεγκατάστασης. Στο πλαίσιο των εξελίξεων κατά τη διάρκεια του A´ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τσούρχερ εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή το αρμενικό ζήτημα και αποτιμά την εξόντωση των Αρμενίων το 1915 ως «κεντρικά κατευθυνόμενη από ομάδα στο εσωτερικό της ΕΕΠ» (σ. 173). Εκτιμά ότι η περίοδος αυτή δημιούργησε τις συνθήκες για την αποκρυστάλλωση διαφορετικών προγραμμάτων σχετικά με τον χαρακτήρα και την πορεία της αυτοκρατορίας συμπεριλαμβανομένου του Οθωμανισμού, του Πανισλαμισμού και του Παντουρκισμού σε συνδυασμό με διαφορετικούς αναβαθμούς εκδυτικισμού όπως αποτυπώθηκε στο έργο σημαντικών διανοητών (π.χ. Μεχμέτ Ζιγιά Γκιοκάλπ). Μετά τον πόλεμο οι πιέσεις της Αντάντ, οι πολιτικές αναταράξεις και το κίνημα αντίστασης κυρίως κατά της Ελλάδας ανέδειξαν τον Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ) σε ηγέτη του πολέμου της ανεξαρτησίας (1921-1922). Με τη συνθήκη της Λωζάννης (1923) γεννήθηκε ουσιαστικά μια νέα χώρα, εδαφικά και πολιτισμικά διαφορετική, η οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις, το αναδυόμενο κουρδικό ζήτημα και την οικονομική κρίση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση της κεμαλικής περιόδου όπου ο Τσούρχερ εστιάζει στη δημιουργία μιας «κηδεμονευόμενης δημοκρατίας» (σ. 243) υπό τον ασφυκτικό σχεδόν κεμαλικό έλεγχο και το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΛΚ), αλλά και στις διαδικασίες μιας επίμονης εκκοσμίκευσης και εκσυγχρονισμού – οι υπόγειες συνδέσεις όμως ανάμεσα στην ιερή και στην εθνική κοινότητα δεν αναδεικνύονται. Ο Τσούρχερ ελέγχει τις κατευθύνσεις της κεμαλικής ιστοριογραφίας και αποτιμά την περίοδο ως «άλμα εκσυγχρονισμού και ανάσχεση της εξέλιξης ώριμων και δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία» (σ. 251). Οι εκλογές του 1950 και η ήττα του ΡΛΚ ήταν το τέλος μιας εποχής.


Στο τρίτο μέρος ο συγγραφέας εξετάζει την περίοδο της «ταραγμένης δημοκρατίας» μετά το 1950. Πρόκειται για μια πυκνή, ενδιαφέρουσα, αλλά και δύσβατη ανάλυση αφού ο αναγνώστης καλείται να πορευθεί μέσα στους δαιδάλους της σύγχρονης τουρκικής πολιτικής. Ο Τσούρχερ εξετάζει κυρίως τη φυσιογνωμία του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΚ), του Κόμματος Δικαιοσύνης (ΚΔΙΚ), αλλά και τη μετατόπιση «αριστερά του κέντρου» του ΡΛΚ. Συζητεί επίσης τη μετανάστευση μετά τον πόλεμο (2,5 εκατομμύρια Τούρκοι ζουν σήμερα σε ευρωπαϊκές χώρες), την ανάδυση του Κυπριακού, αλλά και την έξαρση της πολιτικής βίας, την αστάθεια και την αβεβαιότητα που κυριάρχησαν στην Τουρκία κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Εξετάζει παράλληλα τις πολιτικές οικονομικής ανάκαμψης που στοχεύοντας στην εκβιομηχάνιση εδραίωσαν μια μόνιμη εξάρτηση από εισαγωγές πρώτων υλών καθώς και κρίσεις συναλλάγματος. Τα τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα (1960, 1971, 1980) κατέδειξαν μια δημοκρατία ευάλωτη και ταραγμένη. Οι συσσωρευμένες κοινωνικές εντάσεις, η διάτρητη οικονομία και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, οι ανοιχτές πληγές του κουρδικού ζητήματος, η πολιτική βία ταλάνισαν την τουρκική κοινωνία σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1980. Το ριζοσπαστικό Ισλάμ υποκατέστησε εν μέρει την Αριστερά στον ρόλο του φορέα έκφρασης των αποκλεισμένων. H νίκη του κόμματος του Ταγίπ Ερντογάν το 2002 αποτελεί για τον συγγραφέα έναν «πολιτικό σεισμό» ο οποίος δεν έδειξε τόσο την κυριαρχία του πολιτικού Ισλάμ όσο την ανάγκη διαμόρφωσης μιας πολιτικής «έξω από το σύστημα» (σ. 391). Μια ανάλυση των μεταλλάξεων και αναπροσαρμογών του κεμαλισμού θα εμπλούτιζε ίσως αυτή την ενότητα.


Το βιβλίο του Ερικ Τσούρχερ είναι μια εξαιρετική συνθετική εργασία για την ιστορία της Τουρκίας. Εμπλουτισμένη με χάρτες, βιβλιογραφικό οδηγό, συνοπτικά βιογραφικά σημειώματα και ευρετήριο, η μελέτη αξιοποιεί μια εκτενή σύγχρονη και παλαιότερη βιβλιογραφία και αποτελεί καρπό μακροχρόνιας ενασχόλησης με τις τουρκικές σπουδές. Το γλωσσάρι που συνοδεύει την ελληνική έκδοση είναι ιδιαίτερα χρηστικό, ενώ το έργο, πλούσιο και κατατοπιστικό, ανταποκρίνεται στις ανάγκες όχι μόνο των ειδικών αλλά και όσων ενδιαφέρονται να εξοικειωθούν με την ιστορία και τις σύνθετες πραγματικότητες της γείτονος.


H κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτορας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.