Ο 20ός αιώνας υπήρξε ο αιώνας της κινούμενης εικόνας, έτσι που η ιστορία του να μην μπορεί να γραφτεί χωρίς τον κινηματογράφο και, για τις τελευταίες δεκαετίες του, χωρίς την τηλεόραση. Από τη χρονιά της εφεύρεσής του, το 1895, ως τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο ο κινηματογράφος ανέλαβε πολλούς ρόλους: ως φθηνή διασκέδαση και μέσο απόδρασης από την καθημερινότητα ευρέων κοινωνικών στρωμάτων· ως μέσο ενημέρωσης ανταγωνιστικό προς τις εφημερίδες, ακόμη και, ή μάλλον κυρίως, για ανθρώπους που δεν ήξεραν ενδεχομένως να διαβάζουν· ως βιομηχανία – με όλες τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες μιας τέτοιας πορείας – από τη στιγμή της εφεύρεσης του κινηματογράφου στο πλαίσιο της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης· ως μέσο προβολής – και εν τέλει και επιβολής – προτύπων συμπεριφοράς πέρα από τα εθνικά σύνορα, έναν ρόλο που έπαιξε κυρίως ο χολιγουντιανός κινηματογράφος· ως μέσο διαπαιδαγώγησης των νέων γενεών· ως μια μορφή τέχνης, η οποία ονομάστηκε «έβδομη τέχνη»· ως μέσο προπαγάνδας. H πολιτική εξουσία αναγνώρισε από τα πρώτα βήματα της νέας εφεύρεσης τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τον κινηματογράφο για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Αυτό ισχύει σαφέστερα στον στρατευμένο κινηματογράφο και στα φιλμ προπαγάνδας, με απόγειο τη ναζιστική Γερμανία.


Οι απαρχές της σχέσης


Μελετώντας αυτήν ακριβώς την περίοδο, ο Φώτος Λαμπρινός τεκμηριώνει τις απαρχές της σχέσης κινηματογράφου και ιστορίας, αναλύοντας τα Επίκαιρα ως ιστορική πηγή. H χρήση της κινηματογραφικής εικόνας ως ιστορικής πηγής σημαίνει την κατανόηση της σχέσης της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα, σημαίνει την ικανότητα να διαβάσουμε με ιστορικά εργαλεία την κινηματογραφική «γλώσσα». Ηδη ένας από τους εφευρέτες του κινηματογράφου, ο Λυμιέρ, έλεγε ότι στόχος του ήταν «να αναπαραγάγει τη ζωή». Ωστόσο πολλές δεκαετίες αργότερα ο γάλλος σκηνοθέτης Z. Λ. Γκοντάρ διερωτούνταν αν ο κινηματογράφος δεν εφευρέθηκε «για να αποκρύπτει την πραγματικότητα από τις μάζες». Το ερώτημα που τίθεται συνεπώς είναι ποια πραγματικότητα ακριβώς απεικονίζει ο κινηματογράφος. Το ερώτημα αυτό αποτελεί και τον κεντρικό ερευνητικό άξονα στο βιβλίο του Φώτου Λαμπρινού, ο οποίος χωρίς να επιθυμεί, όπως ρητά δηλώνει, να εμπλακεί στη συζήτηση περί μεταμοντερνισμού, αποδομεί κυριολεκτικά την κινηματογραφική γλώσσα και δείχνει ότι τα Επίκαιρα είναι και αυτά μια μορφή μυθοπλασίας. Οπως γράφει, «μια κοινωνία όχι μόνο κατασκευάζει «ιστορικές» ταινίες μυθοπλασίας, όπου καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται την Ιστορία, ή καλύτερα την Ιστορία της τη στιγμή που τις κατασκευάζει, αλλά με τα ντοκυμανταίρ και κυρίως με τα Επίκαιρα η κοινωνία αυτή κατασκευάζει ανά πάσα στιγμή την εικόνα που θεωρεί πως αντιπροσωπεύει την ιστορική αλήθεια» (σελ. 28).


Οπως αποδεικνύεται μέσα από μια πυκνή ανάλυση που στηρίζεται σε αρχειακό υλικό τόσο κινηματογραφικών εικόνων όσο και εγγράφων – τα οποία ο Λαμπρινός συστηματικά αναζήτησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό -, η μη καταγραφή των γεγονότων είναι εξίσου σημαντική με την καταγραφή. H επιλογή ποια γεγονότα θα κινηματογραφηθούν (και συνεπώς θα αποτελέσουν πηγή πληροφόρησης) και ποια όχι, ποιοι είναι οι «ευνοούμενοι του φακού» (π.χ. ο Βενιζέλος απαθανατίζεται πολύ λιγότερο από τους εστεμμένους και τους στρατιωτικούς παρά τον πρωταγωνιστικό του ρόλο εκείνη την περίοδο) και ποια είναι η «γωνιά λήψεως» – η οποία αποτελεί κατ’ ουσίαν «οπτική γωνία» -, η εξωραϊσμένη εικόνα του πολέμου, που προωθεί την άγνοια για την πραγματικότητα του μικρασιατικού μετώπου, και η διασύνδεση της κινηματογραφικής εικόνας με την εθνική φαντασίωση είναι κάποιες μόνο από τις όψεις του τρόπου που ο κινηματογραφικός φακός καταγράφει την ελληνική ιστορία των πρώτων σαράντα χρόνων του 20ού αιώνα.


Από την κεντρική εξουσία


H κινηματογραφική καταγραφή του ιστορικού γίγνεσθαι δεν αποτέλεσε ωστόσο ελεύθερη επιλογή των κινηματογραφιστών και οπερατέρ αλλά υπαγορεύθηκε κατά μείζονα λόγο από την κεντρική εξουσία, ιδιαίτερα σε περιόδους αυταρχικής διακυβέρνησης. Το μεταξικό καθεστώς, μέσω του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού, το οποίο λειτουργούσε στην ουσία ως υφυπουργείο Προπαγάνδας, χρησιμοποίησε τον κινηματογράφο ως μέσο προπαγάνδας σύμφωνα με τα πρότυπα των φασιστικών καθεστώτων εκείνης της περιόδου. Εκτός από τον ίδιο τον δικτάτορα, στα Επίκαιρα της εποχής πρωταγωνιστεί η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), η οποία αποτελεί, και οπτικά, το «σήμα κατατεθέν» του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. H ΕΟΝ, μέσα από τις στολές, τα σύμβολα, τις τελετές, αποκαλύπτει τον τρόπο που το καθεστώς «έβλεπε» την ιδεολογική του ταυτότητα, αλλά και τις συνάφειες και τις αποκλίσεις του σε σύγκριση με το χιτλερικό και το μουσολινικό καθεστώς.


Το βιβλίο του Λαμπρινού συνοδεύεται από ένα DVD το οποίο «εικονογραφεί» όσα αναλύονται μέσα στις σελίδες του. Επικυρώνεται με αυτόν τον τρόπο η σχέση του γραπτού με τον κινηματογραφικό λόγο στη συγγραφή της ιστορίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το στοίχημα του Λαμπρινού είναι πράγματι ότι δεν περιορίστηκε στην ανάλυση της κινηματογραφικής εικόνας και εν τέλει σε μια κριτική στάση, αλλά εκτίθεται και ο ίδιος στην κριτική, αφενός σκηνοθετώντας την ιστορία (με «Το Πανόραμα του αιώνα», άλλες ταινίες του και τώρα με το DVD που συνοδεύει το βιβλίο) και αφετέρου γράφοντας με την πένα και όχι με την κάμερα. H απόλαυση του αναγνώστη-θεατή από τη γοητευτική σύνθεση εικόνων και λέξεων συμπληρώνεται από τον γλαφυρό πρόλογο του Γ. Γιανουλόπουλου, που αποδεικνύει ότι η σοβαρή επιστήμη δεν μπορεί παρά να είναι ψυχαγωγική.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.