ΛΕΙΨΙΑ, ΜΑΡΤΙΟΣ.


Πέρασαν τριάμισι χρόνια από τότε που η Ελλάδα και η ελληνική λογοτεχνία είχαν την τιμητική τους στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης. Οι πρόσκαιροι εκείνοι προβολείς της λογοτεχνικής και εκδοτικής δημοσιότητας είχαν προκαλέσει μια μικρή πλημμυρίδα μερικών δεκάδων ελληνικών τίτλων μεταφρασμένων στα γερμανικά και παρουσιασμένων από μεγάλους, μεσαίους και μικρούς εκδοτικούς οίκους. Εν τω μεταξύ ξέρουμε ότι επακολούθησε η άμπωτη που παρέσυρε στα εκδοτικά βάραθρα τα περισσότερα απ’ αυτά τα βιβλία. Ελάχιστοι συγγραφείς, Μάρκαρης και Στάικος, Καρυστιάνη και Σωτηροπούλου, και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, είχαν καταφέρει να ξεπεράσουν το μαγικό όριο των 10.000 αντιτύπων, που τους καθιστά υπολογίσιμα και ενδιαφέροντα μεγέθη για τους εκδοτικούς οίκους τους. H απογραφή αυτή δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι έλληνες συγγραφείς είναι κακοί, αλλά σίγουρα στη διαπίστωση ότι η διάδοση του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου στο εξωτερικό είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Και ενώ στο διάστημα που πέρασε έκτοτε οι γερμανικοί οίκοι έγιναν ακόμη πιο σφιχτοί στο ελληνικό προϊόν και οι μεσάζοντες ιδροκοπούν μάταια για την προβολή νέων τίτλων, ανέλπιστο φως ήρθε από τη Γηραιά Αλβιώνα. Ο μεγάλος οίκος του Μονάχου dtv ανακάλυψε στη βρετανική αγορά έναν έλληνα μηχανολόγο. Μπορεί η διδακτορική διατριβή του για τη «θερμομηχανική συμπεριφορά ορισμένων κραμάτων αλουμινίου» να μην είχε συγκλονίσει την Οξφόρδη, το λογοτεχνικό του πρωτόλειο όμως «Μικρές ατιμίες» είχε ενθουσιάσει την κριτική.


H ελληνική ψυχή


Ο dtv μετέφρασε το πρώτο βιβλίο του Πάνου Καρνέζη από τα αγγλικά και το κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2004. H γερμανική κριτική με τη σειρά της στις λογοτεχνικές σελίδες των μεγάλων εφημερίδων πρόσεξε τον νεαρό συγγραφέα και δεν εφείσθη επαίνων. Για την κυκλοφορία του βιβλίου ωστόσο καίρια φαίνεται ότι υπήρξε μια παρουσίαση λίγων γραμμών στο γυναικείο περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας «Μπριγκίτε», που περιείχε μια αποτίμηση-«κλειδί» για τα λογοτεχνικά και ευρύτερα γούστα πάμπολλων Γερμανίδων: «Στις 19 αυτές ιστορίες ο Καρνέζης διηγείται «μικρές ατιμίες», που όλες μαζί συνιστούν ένα μυθιστόρημα, ένα έργο που θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να αποδώσει στον Γκαρσία Μάρκες, αν δεν ήταν τόσο διαποτισμένο από ελληνική ψυχή.» Οι συνέπειες για το βιβλίο ήταν άμεσες. Μέχρι στιγμής έχει πουλήσει 14.000 αντίτυπα, ενώ ο dtv κυκλοφορεί σύντομα στα γερμανικά και το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα «Ο λαβύρινθος», ετοιμάζοντας και μια αναγνωστική περιοδεία Καρνέζη ανά τη γερμανική επικράτεια τον Ιούνιο. Το παράρτημα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στο Βερολίνο πρόλαβε τον οίκο και κάλεσε τον συγγραφέα αυτές τις μέρες στην Εκθεση Βιβλίου της Λειψίας, όπου οι οίκοι παρουσιάζουν στο κοινό την εαρινή τους παραγωγή. H έκθεση της Λειψίας, 200 χρόνια εφέτος από τη γέννηση του μεγάλου δανού παραμυθά Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, ήταν το ιδανικό περιβάλλον γι’ αυτόν τον ιδιότυπο αφηγητή, χαλκευτή ενός γοητευτικού κράματος από παραμύθι και ζωή του ελληνικού χωριού. Αρκετοί νέοι συγγραφείς πειραματίζονται πάλι ή παίζουν με στοιχεία του παλιού παραμυθιού. Ετσι και ο Καρνέζης. «Υπάρχει» λέει «μια βασική τάση του ανθρώπου να πιστεύει, να ακούει και να καταλαβαίνει τα παραμύθια. Γι’ αυτό και αυτό που αποκαλούμε story-telling θα συνεχίσει να υπάρχει, όσο η πειραματική, μοντερνιστική λογοτεχνία, που κι αυτή έχει πια περάσει, και η μεταμοντέρνα εξακολουθούν να παράγουν έργο. Πιστεύω εξάλλου ότι στην εποχή μας, με τους πολλούς καλλιεργημένους αναγνώστες, οι μύθοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν και με ειρωνικό τρόπο για να γελοιοποιήσουμε τάσεις, όπως είναι ο ρατσισμός ή ο σοβινισμός. H προϋπόθεση είναι ότι ο μύθος εκφράζει κάτι το παραδοσιακά αποδεκτό για αιώνες.» Και ο κατά «Μπριγκίτε» συσχετισμός με τον μαγικό ρεαλισμό; «Ο μαγικός ρεαλισμός είναι ένα χρήσιμο συγγραφικό εργαλείο για όσους θέλουν να περιγράψουν καταστάσεις που διαδραματίζονται στην επαρχία και έχουν συχνά να κάνουν με υπερφυσικές δοξασίες. Το πρώτο μου βιβλίο και σε μικρότερο βαθμό το δεύτερο εξελίσσονται σε επαρχιακούς χώρους και χρησιμοποίησα τον μαγικό ρεαλισμό για να εξηγήσω την πίστη αυτών των ανθρώπων στο υπερφυσικό. H επιτυχία θα ήταν μικρότερη αν κάποιος ήθελε να γράψει ένα αστικό μυθιστόρημα με τα μέσα του μαγικού ρεαλισμού.»


H εξαγωγή της λογοτεχνίας


Ο Καρνέζης εμφανίστηκε στη Λειψία μαζί με τον φινλανδό συνάδελφό του Αρι Νίκενεν στη σειρά λογοτεχνικών παρουσιάσεων με τον κοινό τίτλο «Μικρές Γλώσσες – Μεγάλες Λογοτεχνίες». Ισως η γλώσσα που ομιλεί ο Καρνέζης να είναι μικρή, αυτή όμως στην οποία γράφει είναι μεγάλη. «Είμαι Ελληνας» μας είπε στη Λειψία, «αλλά ως συγγραφέας δυσκολεύομαι να πω ότι εκπροσωπώ την ελληνική λογοτεχνική σκηνή, όχι μόνο επειδή γράφω στα αγγλικά, αλλά και λόγω των επιρροών μου. Τα βιβλία που διάβαζα από μικρός ήταν είτε μεταφράσεις ξένων έργων, όχι απαραιτήτως αγγλικών και αμερικανικών, στα ελληνικά, είτε αργότερα στα αγγλικά, όταν έμαθα τη γλώσσα.» Αν λοιπόν ο Τζέφρι Ευγενίδης είναι ένας αμερικανός συγγραφέας με ελληνικό όνομα και ο Περικλής Μονιούδης ένας γερμανόφωνος συγγραφέας με αλεξανδρινές καταβολές, τότε ποιο είναι το στίγμα του Καρνέζη; «Ετσι όπως εξελίσσεται ο κόσμος σήμερα, παρατηρούμε την όλο και εντονότερη παρουσία μιας λογοτεχνίας των μεταναστών. Ανθρωποι οι οποίοι δεν ζουν στη χώρα όπου γεννήθηκαν, αλλά σε μια άλλη όπου βρέθηκαν για κάποιους συγκεκριμένους λόγους ή και τυχαία, και που κάποια στιγμή θέλουν να ακουστεί η φωνή τους. Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι θα εκφραστούν στη γλώσσα της χώρας στην οποία ζουν. Βλέπουμε στις ΗΠΑ συγγραφείς από την Κίνα ή από την Κροατία να γράφουν στα αγγλικά, εμένα στην Αγγλία, τον Βασίλη Αλεξάκη στη Γαλλία να γράφει γαλλικά.» H μεταφορά του Καρνέζη στη Γερμανία μέσα από τα συγκοινωνούντα δοχεία των βιβλιαγορών δύο μεγάλων γλωσσών επιβεβαιώνει την πρακτική επιλογή του συγγραφέα να γράφει στα αγγλικά για να ακουστεί η φωνή του.


Και φυσικά επιβεβαιώνει εμμέσως το κυνικό χαριτολόγημα εκπροσώπου μεγάλου γερμανικού οίκου προς τους διαφημιστές της «μεγάλης λογοτεχνίας» που γράφεται στη «μικρή γλώσσα» μας: «Αν θέλετε να έχουν διεθνή επιτυχία οι έλληνες συγγραφείς, βγάλτε τους αμερικανικά διαβατήρια.» Αναζητώντας όλα αυτά τα χρόνια τους λόγους της ουσιαστικής ανυπαρξίας του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου στις ξένες αγορές, αναρωτηθήκαμε μήπως οι συγγραφείς μας είναι δέσμιοι του περιορισμένου ελληνικού ορίζοντα και δεν μπορούν να εντάξουν την ειδική εμπειρία τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που να αφορά και άλλους, καταγγείλαμε την έλλειψη κρατικής πολιτικής για τη διεθνή προβολή του βιβλίου, στιγματίσαμε τον εγκλωβισμό των βιβλίων σε μικροσκοπικούς εκδοτικούς οίκους τής εκάστοτε ομογένειας, για να καταλήξουμε αντιμέτωποι με τους αμείλικτους όρους της διεθνούς βιβλιαγοράς, η οποία δεν έχει θέση για τους μικρούς και άγνωστους. Στα δικά της λογιστικά βιβλία η παραγωγή μεγάλης λογοτεχνίας από μικρές γλώσσες είναι μια αδιανόητη αντίφαση. Ή μήπως πλανηθήκαμε εξαρχής με τη χίμαιρα ότι η Ελλάς, που παίζει ασήμαντο ρόλο στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, δικαιούται αίφνης έναν σημαντικό ρόλο στον διεθνή καταμερισμό της πολιτιστικής παραγωγής; Ήταν μια αυταπάτη ή ο αυτονόητος πόθος μιας λογοτεχνικής περιφέρειας που δεν ξέρει από εργαστήρια εκμάθησης λογοτεχνικής γραφής και εμμένει εν λόγω ελληνικώ, κι ας μην είναι πια ο φορεύς της φήμης; Για την τελική απάντηση θα χρειαστούμε μάλλον άλλα τόσα χρόνια ή και περισσότερα.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Deutsche Welle.