Το βιβλίο του K. Χατζιώτη Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης 1891-1979 συνθέτει το επίσημο πορτρέτο μιας μεγάλης φυσιογνωμίας. Βάζει σε τάξη τεράστιο υλικό και ιχνηλατεί την πορεία μιας εκπληκτικής ζωής. Αν και θα έπρεπε να ερευνηθούν κάποτε και τα τουρκικά αρχεία για την περίπτωση Μποδοσάκη, το νέο βιβλίο είναι ένας μνημειακός τόμος εμπλουτισμένος με πολύτιμο φωτογραφικό υλικό. H πολυτέλεια στο χαρτί και το κλασικό ύφος στη σελιδοποίηση παραπέμπουν στην αισθητική της εποχής του μεγάλου βιομηχάνου. Αναφέρεται όμως συχνά και σε ημερολογιακές σημειώσεις του ιδίου και στην ιστορία της ζωής του, όπως την είχε υπαγορεύσει παλαιότερα στον αρθρογράφο Γρηγόρη Δαφνή, με τον όρο να δημοσιευθεί πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Ετσι η συγκινητική «μικρή ιστορία» παρεμβάλλεται στο κείμενο.


Αν και παλαιός βενιζελικός, επισκεπτόταν την Ελένη Βλάχου στην «Καθημερινή» κομίζοντας μαύρο χαβιάρι και πανάκριβες γραβάτες για τον σύζυγό της K. Λούνδρα και για την ίδια ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα που καλλιεργούσε ο ίδιος. Το θυμάμαι κάθε φορά που περνάω από το Ψυχικό και βλέπω στον κήπο του σπιτιού του – γραφεία του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού σήμερα – τον μπετονένιο σκελετό μιας υπό ανέγερση «προσθήκης», έμβλημα της νεοελληνικής νοοτροπίας που περιφρονεί τους ροδώνες και υπολήπτεται τα τετραγωνικά… Συνδέεται επίσης με έναν ωραίο θρύλο. Οταν το 1918 το θωρηκτό «Αβέρωφ» αγκυροβόλησε μπροστά στον Ντολμά Μπαξέ και οι γαλανόλευκες υψώθηκαν στα σπίτια των Ρωμιών στην Πόλη, ο Μποδοσάκης, επιτυχημένος επιχειρηματίας που διέμενε στο «Πέρα Παλλάς», θέλησε να υψώσει ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του δωματίου του. Δεν του επετράπη όμως γιατί μόνο οι κάτοχοι ελληνικών ιδιοκτησιών είχαν αυτό το δικαίωμα. Λέγεται ότι ο Μποδοσάκης βγήκε από το ξενοδοχείο. Μερικές ώρες αργότερα επέστρεψε με τις μετοχές της επιχείρησης στον χαρτοφύλακά του και διέταξε τον γενικό σημαιοστολισμό του κτιρίου… H νέα βιογραφία διηγείται αλλιώς το περιστατικό. Ο Μποδοσάκης αγόρασε μέσα σε μια νύχτα το θρυλικό ξενοδοχείο γιατί ο Βενιζέλος ήθελε να επιδείξει στους Συμμάχους τον δυναμισμό του ελληνικού στοιχείου της Κωνσταντινούπολης.


Ωστόσο τις αιφνιδιαστικές κινήσεις και τις κεραυνοβόλες απαντήσεις σε κάθε αμφισβήτηση τις συνήθιζε. Οταν έφυγε από τη Μερσίνα, όπου έκανε τα πρώτα επιτυχημένα επαγγελματικά του βήματα, και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη επεδίωξε να συναντηθεί με τη διοίκηση της Οθωμανικής Τράπεζας και δεν το πέτυχε. Τότε απέσυρε αμέσως τις καταθέσεις του, ανερχόμενες σε 3.100.000 λίρες Τουρκίας, τιμωρώντας έμπρακτα τους υπερόπτες. Με τον ίδιο τρόπο απέκτησε και το περίφημο Σπόρτινγκ Κλαμπ της Σμύρνης. Ο γάλλος ιδιοκτήτης του δυσανασχέτησε για την παρουσία ελλήνων στρατιωτικών στα κοσμοπολίτικα σαλόνια του. Ο Μποδοσάκης το αγόρασε και το έκανε Λέσχη Ελλήνων Αξιωματικών…


«Πατημένα» παπούτσια


Ο πατέρας του, αγρότης, κολίγας σε ένα χωριό της Νίγδης της Καππαδοκίας, δυσκολευόταν να θρέψει πέντε παιδιά. Για να τα καταφέρει και για να στείλει στο σχολείο τον μικρό Πρόδρομο (τουρκική παραφθορά του ονόματος είναι το Μποδοσάκης), άφησε τη φαμίλια του στο χωριό και αναζήτησε δουλειά στο κέντρο της περιοχής, τη Μερσίνα. Ο μικρός έγινε άριστος μαθητής. Ο δάσκαλος τον σύστησε στους γονείς ενός πλούσιου συμμαθητή του που δεν έπαιρνε τα γράμματα για να τον βοηθάει. Γιατί ο πατέρας, για να του στείλει ένα ζευγάρι παπούτσια «πατημένα», δεύτερο χέρι δηλαδή, φορεμένα, χρειάστηκε να δουλέψει έξι μήνες στη Μερσίνα. Στο τέλος του σχολικού έτους γινόταν η απονομή των βραβείων. Ο Μποδοσάκης ήταν βέβαιος ότι θα πάρει το πρώτο βραβείο. Αλλά είδε με κατάπληξη να απονέμεται στο… πλουσιόπαιδο που προγύμναζε. Ο νεαρός με τα «πατημένα» παπούτσια σηκώθηκε από τη θέση του και εγκατέλειψε το σχολείο για πάντα. Πήγε παραγιός στην αρχή, άλλαξε δουλειές και αφεντικά, έκανε επιχειρηματικούς συνδυασμούς και σε ηλικία 15 ετών ανέλαβε την οργάνωση και ανάπτυξη της μικρής επιχείρησης πώλησης σιτηρών που είχε καταφέρει να κάνει ο πατέρας του. Εβαλε όμως πείσμα στη ζωή του να βαδίζει με γνώμονα την περηφάνια και τη δικαιοσύνη.


Δεκαετίες αργότερα στον Μεταξά που εξέφρασε την επιθυμία να κάνει κάτι για εκείνον απάντησε: «Κακό να μη μου κάνεις, καλό δε θέλω!». Αντιπαθούσε τους δικτάτορες. Την 21η Απριλίου του ’67 σκέφτηκε να κλείσει τα εργοστάσιά του παραγωγής πολεμικού υλικού για να μη συγχρωτίζεται μαζί τους. Είχε όμως εκατοντάδες εργαζομένους. Ετσι, όταν οι πρώτοι πυρήνες αντίστασης κατά των συνταγματαρχών του ζήτησαν βοήθεια, είπε με ειλικρίνεια: «Καλά κάνετε τζάνεμ. Αλλά εγώ έχω απλωμένο τραχανά!..».


Ανατολική σοφία


H ανοδική πορεία του μοιάζει με παραμύθι. Οφείλεται στην ιδιοφυΐα του, στο θάρρος να ρισκάρει την κατάλληλη στιγμή και πάνω απ’ όλα στην αδάμαστη θέληση του ξυπόλυτου παιδιού να προκόψει. Και στην ανατολίτικη σοφία που τον έκανε πιο διορατικό από τους πολιτικούς. Στον Βενιζέλο είχε υποδείξει ότι πρέπει να ενισχυθούν οι ελληνικοί πληθυσμοί που ζούσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας με μεταφορά των Ελλήνων της ενδοχώρας που θα χάνονταν ανάμεσα στον συμπαγή τουρκικό πληθυσμό. Τόνιζε εξάλλου την πάγια ανάγκη να γίνουν σχολεία και να σταλούν έλληνες δάσκαλοι. Ο ίδιος στη Μερσίνα ενίσχυε όχι μόνο τους χριστιανούς αλλά και τους Τούρκους. Γι’ αυτό και κυκλοφορούσε με τον αμαξά του, μόνος, χωρίς να φοβάται. Βοηθούσε τον κοσμάκη, βοηθούσε και το δοβλέτι. Οταν στην οθωμανική κυβέρνηση δημιουργήθηκε πρόβλημα επισιτισμού των εργατών που κατασκεύαζαν τη σιδηροδρομική γραμμή της Βαγδάτης, αυτός, παρά τη σιτοδεία, ανέλαβε να προμηθεύσει ψωμί. Με μπαξίσια στην τουρκική διοίκηση, μυστικές συμφωνίες, άλευρα που μεταφέρονταν από το Χαλέπι με καμήλες και ανακατεύονταν με αποθέματα πίτουρου που είχε αποθηκεύσει προνοητικά, ο έξυπνος Ρωμιός τα κατάφερε. Αινιγματικά πρόσωπα της Ανατολής βρίσκονταν στον δρόμο του. Μυστικά δείπνα με τούρκους αξιωματούχους όπως ο Ραμζή πασάς, ο Τζεμάλ πασάς και κάποιος Κεμάλ πασάς, «που όσο έπινε τόσο μεγαλύτερη πνευματική διαύγεια είχε», πλούτιζαν τις εμπειρίες του.


Παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή στην οποία ο Μποδοσάκης «άφησε στην Τουρκία περιουσία ανώτερη από τα κεφάλαια της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος» και τη δύσκολη προσαρμογή του στην ταραγμένη ελληνική πολιτική πραγματικότητα της εποχής, συνέχισε την ιλιγγιώδη εξέλιξή του. Μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί κορυφαίο παράδειγμα του δημιουργικού πνεύματος με το οποίο μπόλιασαν οι πρόσφυγες την Ελλάδα.


H κυρία Μαρία Καραβία είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το τελευταίο βιβλίο της «Τα Παιδιά της Ερημιάς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.