Ηδη από τους στίχους του Εουτζένιο Μοντάλε που προτάσσει ως motto στο καινούργιο του ποιητικό βιβλίο («Το ταξίδι τελειώνει εδώ: / στις ευτελείς φροντίδες που μοιράζουν / την ψυχή και δεν ξέρει πώς να κραυγάσει»), ο Ρούβαλης μας προϊδεάζει για ό,τι θα διαβάσουμε. Χωρισμένος ο Νότος λοιπόν σε δύο μέρη, δεν μπορεί παρά να σημαίνει έναν τόπο. Εναν τόπο ωστόσο που δεν έχει γεωγραφικές συντεταγμένες. H ματιά του πράγματι γοητεύεται από το μεθυστικό μεσογειακό τοπίο που τον περιβάλλει («Υδρα Λαμπεντούζα / Ελβα Δονούσα Νιο / Μινόρκα Μελέντα Ντία Αμοργό: / απ’ το προσκέφαλο διώξτε το φως απαλά να φύγει το κορμί»), ο νους του όμως εισχωρεί βαθύτερα: εκεί όπου η Ιστορία χωνεύει και μεταστοιχειώνει σε μνήμη συλλογική τις προσωπικές εμπειρίες, εκεί που η φύση φυλάει τις πιο μύχιες ανάσες της, εκεί που η γλώσσα διηγείται τη δική της ιστορία.


Δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει ο διάχυτος αισθησιασμός των στίχων του («Σκόνη / του πόθου ξερολιθιά / χνάρι στα χείλη / τούφες μαλλιά φύκια / κι άλλη σκόνη στεναγμός στο νερό χοχλάζουν / (…) Αβέβαιο είδωλο / αυγή για θνητούς και συνθλιμμένους / σκιές στο χαρτί / κηλίδες στον ουρανό σμίξιμο / όπως στα βλέφαρα η προσδοκία / H γύμνια σου τόξο και σπαθί / H δική μου σάλπιγγα αγγέλων»). Το στοίχημα για τον Ρούβαλη είναι, πιστεύω, μεγαλύτερο. Εισχωρεί στα βάθη του για να ανασύρει στην επιφάνεια ενός ονειρικού πόντου πρόσωπα, πράγματα, τελετουργίες που ακόμη σπαρταρούν περιβλημένα την πρωταρχική, μυθική, παρθενική τους μορφή. Πειθαρχώντας τα εκφραστικά του μέσα και ισορροπώντας στο τεντωμένο σχοινί της διάθεσης και της ατμόσφαιρας που διαμορφώνουν οι στίχοι του, ο ποιητής οραματίζεται μια καινούργια διάσταση όπου ο χρόνος, ο πόνος και ο θάνατος έχουν διά παντός καταργηθεί.