H πολιτική επιστήμη είναι παιδί του 20ού αιώνα. H παρακολούθηση των βασικών θεματικών και των μεγάλων ερωτημάτων της πολιτικής σκέψης μάς ταξιδεύει πίσω στην αρχαία ελληνική και στη ρωμαϊκή γραμματεία, τα σύγχρονα εργαλεία όμως της πολιτικής ανάλυσης συστηματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και τράφηκαν με τα ενδιαφέροντα και τις αγωνίες του. Τα πρώτα ωστόσο χρόνια του 21ου αιώνα φαίνεται να αντιπροσωπεύουν για πολλούς μια υποχώρηση της πολιτικής, μαζί και της πολιτικής επιστήμης.


Με το νέο βιβλίο του ο Φράνσις Φουκουγιάμα- συγγραφέας, μεταξύ άλλων, ενός διάσημου δοκιμίου για το «τέλος της ιστορίας»- σπεύδει να καθησυχάσει τους πολιτικούς επιστήμονες και τους κοινωνιολόγους. H κύρια πρόκληση του 21ου αιώνα, δηλώνει, είναι η ανάπτυξη αποτελεσματικών και αποδεκτών κρατικών θεσμών. Το «τέλος της ιστορίας», αν έλθει ποτέ, προϋποθέτει τη διαμόρφωση θεσμικών πλαισίων και αυτά, διαπιστώνει τώρα ο αμερικανός διανοητής, δεν προκύπτουν αυτόματα με τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Ο Φουκουγιάμα επιτίθεται στη θεσμική οικονομική αλλά και σε ορισμένες σχολές της διοικητικής επιστήμης, τις οποίες κατηγορεί για φορμαλισμό και αναγωγή του κοινότοπου σε τεχνοκρατικό αξίωμα. H εγκατάλειψη της πολιτικής και κοινωνιολογικής παράδοσης στην αναζήτηση των αποτελεσματικότερων οργανωτικών μορφών «αντιπροσωπεύει οπισθοδρόμηση» για την πορεία των κοινωνικών επιστημών και τη δυνατότητά τους να κατανοήσουν ένα πολυσύνθετο πολιτισμικό περιβάλλον και να παρέμβουν σε αυτό.


Ο Φουκουγιάμα έγινε ευρύτερα γνωστός στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως συγγραφέας ενός άρθρου και, λίγο αργότερα, ενός βιβλίου (1992) για το «τέλος της ιστορίας». Το «τέλος της ιστορίας» σήμαινε κυρίως το τέλος των αντιφιλελεύθερων πολιτικών ιδεολογιών: την κυριαρχία του φιλελευθερισμού σε συνδυασμό με τον καπιταλισμό σε παγκόσμια κλίμακα. Σήμαινε όμως και κάτι περισσότερο ενδιαφέρον και για την εποχή του πρωτότυπο: την τάση πολιτικής ομογενοποίησης των καθεστωτικών μορφών των εξωδυτικών περιοχών του πλανήτη. Εχοντας καταθέσει την άποψή του για τις πολιτικές επιπτώσεις του θριάμβου του φιλελευθερισμού, ο Φουκουγιάμα στράφηκε εν συνεχεία στη μελέτη δύο περιοχών οι οποίες προσφέρουν γνώριμα για τους κοινωνικούς επιστήμονες ερεθίσματα και προβληματισμούς: τη σημασία της διάχυτης αμοιβαιότητας (εμπιστοσύνης) στην κοινωνική ζωή και τις βιολογικές και βιοτεχνολογικές παραμέτρους καθορισμού της. Τα έργα που δημοσιεύτηκαν ως αποτέλεσμα αυτής της εργασίας, τόσο το βιβλίο του για τον ρόλο της εμπιστοσύνης στις κοινωνικές σχέσεις και την πολιτική διαδικασία (Trust, 1995) όσο και εκείνο που επιχειρεί μια αναδιατύπωση ερωτημάτων της κοινωνιοβιολογίας (The Great Disruption, 1999), αποτέλεσαν τεκμήρια οξυδερκούς και πρωτότυπης εκλαίκευσης μάλλον, παρά σταθμούς μιας νέας συμβολής στα αντίστοιχα πεδία.


Εύρος και ισχύς των δομών


Κατά μία έννοια το State-Building αποτελεί έκπληξη για όσους υπέθεταν ότι η συνέχεια της συμβολής του αμερικανού διανοητή θα κινηθεί στο πλαίσιο της φιλολογίας περί εμπιστοσύνης και κοινωνικού κεφαλαίου ή της κοινωνιοβιολογίας ακολουθώντας τα αχνάρια των τελευταίων του έργων. Εδώ, αντιθέτως, πρόκειται για κατ’ εξοχήν πολιτική πραγματεία περί κατασκευής νέων κρατικών μορφών στις περιοχές του πάλαι ποτέ Τρίτου Κόσμου. Τα «ασθενή», «αναποτελεσματικά» και «αποτυχημένα» κράτη αποτελούν φραγμούς στην πορεία διαμόρφωσης και παγίωσης μιας φιλελεύθερης και εύτακτης διεθνούς τάξης. H μεταφορά των δυτικών θεσμών δημόσιας εξουσίας στις αναπτυσσόμενες χώρες απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να οδηγήσει στη διαμόρφωση αποτελεσματικών κρατών. Με τη σειρά τους, τα ασθενή, αναποτελεσματικά και διαβρωμένα από τη διαφθορά κράτη μεταφέρουν μέρος των προβλημάτων τους στον διεθνή στίβο προκαλώντας κρίσεις και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, νομιμοποιώντας την παρέμβαση της «διεθνούς κοινωνίας».


Ο Φουκουγιάμα επιχειρεί να συνδέσει την αναζήτησή του με μια παλαιότερη ερευνητική κατεύθυνση στην πολιτική επιστήμη, κατεύθυνση που ανιχνεύει τον βαθμό «κρατικότητας» (stateness) των διαφορετικών πολιτικών συστημάτων. Γνωρίζουμε ότι το εθνικό κράτος ως τύπος πολιτικής οργάνωσης αναδύθηκε στη νεωτερική Ευρώπη και ενισχύθηκε από την αλληλεπίδραση μεταξύ των νέων κρατικών μηχανισμών (διοίκηση, στρατός, εκπαίδευση) και του εθνικισμού ως δύναμης που υπογράμμιζε τα ομογενοποιητικά στοιχεία στο εσωτερικό του εθνικού κράτους. Αυτή η μορφή πολιτικής οργάνωσης επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Γνωρίζουμε ακόμη ότι ο βαθμός και η μορφή της κρατικότητας ποικίλλουν ακόμη και μεταξύ σύγχρονων πολιτικών συστημάτων. Εξαρτώνται από τη θεσμική διαφοροποίηση, την ευρωστία της κοινωνίας πολιτών, τη μορφή της εθνικής συνείδησης, τους προηγούμενους θεσμούς εξουσίας και τις συνέχειές τους, το κυρίαρχο σύστημα δικαίου και τους μετασχηματισμούς του. Λέμε έτσι, π.χ., ότι η εξέλιξη στη Γαλλία οδήγησε σε ισχυρότερες μορφές κρατικότητας από ό,τι στη Βρετανία. Ή ότι η εξέλιξη στην Ελβετία οδήγησε σε εντελώς διαφορετικές μορφές κρατικότητας από ό,τι στην Ελλάδα. Ο Φουκουγιάμα επιχειρεί ιδιαίτερα να αναδείξει τις συχνά δύσκολες σχέσεις μεταξύ εύρους (scope) και ισχύος (strength) των κρατικών δομών. Δεν πρωτοτυπεί: αρκετές εργασίες στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών ανέλυσαν την «κρατικότητα» στις διαφορετικές διαστάσεις της και εστιάστηκαν στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ τους.


Γραμμένο με την οξυδέρκεια και την ικανότητα για γρήγορη, επί της ουσίας επιχειρηματολογία, που χαρακτηρίζει συνολικά το έργο του αμερικανού διανοητή, το State Building αποτελεί μια προκλητική απόπειρα αναδιατύπωσης του επιχειρήματος για τον θρίαμβο του φιλελευθερισμού μέσα από μια εξέταση των πολιτικών προϋποθέσεων μιας πραγματικά παγκόσμιας εδραίωσης του. Στην προσπάθεια αυτή ο συγγραφέας δεν καταφεύγει σε εύκολες εφαρμογές προηγούμενων θέσεων του. Ετσι, π.χ., μία από τις αιτίες της κακοδιοίκησης είναι το κοινωνικό έλλειμμα εμπιστοσύνης, αλλά ο Φουκουγιάμα δεν προτείνει μια απλουστευτική προσέγγιση εστιασμένη σε αυτή την παράμετρο. Επιχειρεί, αντιθέτως, να συνθέσει προηγούμενες αναλύσεις, επικεντρώνοντας στο ζήτημα των προϋποθέσεων της διαμόρφωσης των κρατικών ικανοτήτων (capacities) σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα.


Το μικρό στρατηγικό κράτος


H ανάλυσή του μπορεί να ερμηνευτεί από δύο διαφορετικές, αλλά όχι απαραίτητα ασύμβατες, οπτικές γωνίες. Μπορούμε να διαβάσουμε το State-Building ως έργο που επιχειρεί να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός κλίματος επιτρεπτικού απέναντι σε περισσότερο αυταρχικές μορφές κρατικής οργάνωσης και στις προσπάθειες επιβολής τους. Το μικρό αλλά ισχυρό και στρατηγικό κράτος αποτελεί την καταλληλότερη θεραπεία για τα «νοσούντα» πολιτικά συστήματα. Ο Φουκουγιάμα αποφεύγει να πάρει θέση στο θέμα της επίθεσης κατά του Ιράκ, αλλά δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι, όταν διαπιστώνεται πως η ζήτηση για παροχή ασφαλείας δεν καλύπτεται από αντίστοιχη προσφορά από τους διεθνείς οργανισμούς, οι ΗΠΑ νομιμοποιούνται να επιχειρήσουν την κάλυψη του κενού.


Από την άλλη πλευρά, το νέο έργο του Φουκουγιάμα αντιμετωπίζει κριτικά και εν πολλοίς υπερβαίνει μια απλουστευτική σχολή σκέψης που τείνει να γίνει του συρμού: την αντίληψη ότι η υποχώρηση των τομέων της κρατικής εξουσίας αποτελεί διεθνή μονόδρομο και τη συνακόλουθη, μονοσήμαντη και αυτοκαταστροφική (για όσους την παίρνουν στα σοβαρά) αντίληψη περί παγκοσμιοποίησης. Μόνον οι κρατικές οντότητες, υπενθυμίζει ο διανοητής, δύνανται να προβούν στη διαμόρφωση και εφαρμογή συλλογικών αποφάσεων μέσα από νομιμοποιημένη εξουσία. Υπάρχουν, πέρα από τη στρατιωτική, διάφορες μορφές οικονομικής, τεχνολογικής, πολιτισμικής, συμβολικής κτλ. ισχύος (soft power), και οι προκλήσεις για τα κράτη του 21ου αιώνα τις αφορούν όλες.


Εν κατακλείδι: ένα πολύ ενδιαφέρον- και κάπως ανησυχητικό- βιβλίο, ορισμένα σημαντικότατα θέματα, αλλά (όπως άλλωστε συνέβη και με τα έργα του συγγραφέα για την εμπιστοσύνη και τις σχέσεις κοινωνίας και βιολογίας) όχι απαραίτητα μια συμβολή που θα προκαλέσει την αίσθηση την οποία προκάλεσε στην εποχή του Το τέλος της ιστορίας. Το βασικό συμπέρασμα ωστόσο είναι απλό και σαφές: μόνον οι αφελείς παίρνουν στα σοβαρά (και πασχίζουν να προλάβουν να εφαρμόσουν) τον πολυσχιδή παροπλισμό του κράτους.


Ο κ. Κώστας A. Λάβδας είναι αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.