Καινούργιες πρακτικές υποδυόμενες τις παλιές είναι το θέμα αυτού του συναρπαστικού βιβλίου. Σε έξι κεφάλαια που διατρέχουν την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, οι συγγραφείς εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους νέα συμβολικά και τελετουργικά συστήματα ανάγονται στο παρελθόν προκειμένου να νομιμοποιηθούν. Οπως σημειώνει ο Ερικ Χομπσμπάουμ στην εισαγωγή, οι επινοημένες παραδόσεις λειτουργούν ως «ασκήσεις στην κοινωνική μηχανική» (σ. 23) και αφορούν πλήθος φαινομένων συμπεριλαμβανομένων του εθνικισμού, της αποικιοκρατίας και των κοινωνικών κινημάτων.


H κοντή ανδρική φούστα


Στο πρώτο κεφάλαιο, ο Hugh Trevor-Roper αναλαμβάνει να κλονίσει τη βεβαιότητά μας ότι σήμα κατατεθέν της Σκωτίας ήταν ανέκαθεν ένα είδος ανδρικής κοντής φούστας, το γνωστό κιλτ. Το κιλτ ήταν άγνωστο πριν από τον 18ο αιώνα ισχυρίζεται ο συγγραφέας, ενώ γενικότερα η έννοια μιας διακριτής κουλτούρας των Υψιπέδων αποτελεί αναδρομική επινόηση. Ο Trevor-Roper δείχνει πώς τα Υψίπεδα αποτελούσαν τον χώρο συγκέντρωσης του πλεονάσματος του πληθυσμού της Ιρλανδίας πριν από την Ενωση αλλά και πώς μετά την Ενωση άρχισε να καλλιεργείται η πεποίθηση ότι οι κάτοικοι των Υψιπέδων δεν ήταν εισβολείς από την Ιρλανδία αλλά Καληδόνιοι που είχαν αντιταχθεί στον ρωμαϊκό στρατό. Σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας συζητεί τις αλλαγές στο βασικό ένδυμα των κατοίκων των Υψιπέδων κατά τον 18ο αιώνα. Το μακρύ ιρλανδικού τύπου πουκάμισο μεταποιήθηκε καθώς άλλαζαν οι επαγγελματικές δραστηριότητες. Ενας κουάκερος σιδηρουργός από το Λανκασάιρ, ονόματι Thomas Rawlison, είναι κατά πάσα πιθανότητα ο εφευρέτης του κιλτ. Στην προσπάθειά του να μεταποιήσει τα μακριά πουκάμισα των εργατών του σιδηρουργείου του, προκειμένου να διευκολυνθούν στη δουλειά τους, πρότεινε μια εκδοχή ενδύματος που βρισκόταν πολύ κοντά στο κιλτ. Το ένδυμα όχι μόνο βελτιώθηκε θεαματικά κατά τη διάρκεια του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα αλλά διακριτά κιλτ συνδέθηκαν με διαφορετικές κάστες. H Εταιρεία των Υψιπέδων στο Λονδίνο (1778) και η Κελτική Εταιρεία του Εδιμβούργου (1820) συνέβαλαν στην ανάδειξη ενός σκωτσέζικου πολιτισμού διαφοροποιημένου από αυτόν των Ιρλανδών και των Αγγλων.


Ανάλογες διαδικασίες στην ανακάλυψη ενός ουαλλικού παρελθόντος συζητεί ο Prys Morgan στο επόμενο κεφάλαιο. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην αναβίωση των ποιητικών και μουσικών διαγωνισμών κατά τον 18ο αιώνα και δείχνει πώς πρωταγωνιστές αυτής της αναβίωσης υπήρξαν οι Ουαλλοί του Λονδίνου οι οποίοι εμπλούτισαν τους διαγωνισμούς. H Ουαλλία όμως δεν αναδείχθηκε μόνο σε «χώρα των τραγουδιών». H μόδα του περιηγητισμού και το ρομαντικό κλίμα του 19ου αιώνα άλλαξαν τις αντιλήψεις για το τοπίο. H Ουαλλία έγινε η «χώρα του γραφικού τοπίου», ενώ τα βουνά της μετατράπηκαν από δύσβατους και άγονους όγκους σε «φρούρια του έθνους». Τα δύο κεφάλαια αναδεικνύουν με πολύ διεισδυτικό τρόπο τη συγκρότηση ενός σκωτσέζικου και ουαλλικού παρελθόντος. Παρά τις διάσπαρτες αναφορές τους, όμως, τα δοκίμια θα επωφελούνταν από μια μεγαλύτερη έμφαση, αφενός στις επιπτώσεις της Ενωσης και αφετέρου στον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν οι σκωτσέζοι και ουαλλοί «εκπατρισμένοι» του Λονδίνου στην επίμονη αναζήτηση μιας διαφορετικής ταυτότητας.


Εξωστρέφεια και λάμψη


Το νόημα του τελετουργικού γεγονότος στην περίπτωση της βρετανικής μοναρχίας απασχολεί τον David Cannadine στο επόμενο κεφάλαιο. Ο Cannadine διαπιστώνει ότι η εικόνα της βρετανικής μοναρχίας άλλαξε δραματικά μεταξύ των ετών 1877-1918 και απέκτησε έντονη εξωστρέφεια και λάμψη. Αναγνωρίζει ως γεγονός κεντρικής σημασίας την ανάδειξη της βασίλισσας Βικτωρίας σε αυτοκράτειρα της Ινδίας. H εξέλιξη αυτή κατέστησε επιθυμητή την επένδυση του θρόνου με αυτοκρατορική αύρα και οδήγησε στην καθιέρωση φαντασμαγορικών τελετών με παραδοσιακές άμαξες και άλογα. Οι διαδικασίες συνέπεσαν χρονικά με την αυξανόμενη παρουσία των μεγάλων εφημερίδων καθώς και με νέες τεχνικές στη φωτογραφία και στην εκτύπωση. Τα νέα μέσα μαζικής ενημέρωσης συνέβαλαν στην εδραίωση της φαντασμαγορικής εικόνας του βρετανικού θρόνου. H εμμονή του Εδουάρδου Z’ σε εορτασμούς εδραίωσε τη συγκεκριμένη εικόνα της μοναρχίας. Ο νεωτερισμός των μέσων προβολής, σε συνδυασμό με τον αναχρονισμό των βασιλικών τελετών με τις άμαξες, τα άλογα και τις παλιές φορεσιές, προσέδωσε στον θρόνο νοσταλγική αύρα και τον ανέδειξε σε ενοποιητικό στοιχείο της Βρετανίας μέσα σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Ο Cannadine αναδεικνύει με εξαιρετική πρωτοτυπία τον συσχετισμό ανάμεσα στον νεωτερισμό των μέσων και στον αναχρονισμό των τελετών. H σημασία τους όμως θα γινόταν σαφέστερη, αν ο συγγραφέας είχε εστιάσει και στις διαφοροποιήσεις που προέκυψαν σε ορισμένες δημόσιες τελετές όπως οι βασιλικοί γάμοι.


Το επόμενο δοκίμιο του Bernard Cohn για τη βικτωριανή Ινδία είναι από τα πιο φιλόδοξα του βιβλίου. Εστιάζοντας στη θέση του παρελθόντος σε μια νέα θεωρία της εξουσίας, ο συγγραφέας συζητεί τη διαπλοκή βρετανικών και ινδικών συστατικών στη βάση μιας πλούσιας ανθρωπολογικής προβληματικής. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει στην ινδική ανταρσία του 1857, η οποία προσέφερε τη δυνατότητα εκρίζωσης των μογγολικών παραδόσεων, αλλά και στην Αυτοκρατορική Συγκέντρωση του 1877 όπου η Βικτωρία ορίστηκε αυτοκράτειρα της Ινδίας. Ο συγγραφέας δείχνει πώς η αποικιακή κυριαρχία βασίστηκε τόσο σε μορφές γνώσης όσο και σε θεσμούς. Συζητεί την ανάδειξη ενός ινδικού παρελθόντος διαμεσολαβημένου από ευρωπαϊκές ιδέες καθώς και τον σχεδιασμό τελετών όπου ινδικές και μογγολικές ιεραρχίες ενσωματώνονται στο νέο πλαίσιο. Λεπτομέρειες που θα περνούσαν απαρατήρητες σε ένα λιγότερο ασκημένο μάτι αποκτούν κεντρική θέση στην ανάλυση. Ο αντιβασιλιάς της Ινδίας Lytton, για παράδειγμα, συνιστά πολύ σημαιοστολισμό με ντόπια χρώματα στις τελετές αξιοποιώντας την (εντελώς οριενταλιστική) προηγούμενη εμπειρία των Αγγλων από τα Ιόνια Νησιά όπου ο «σημαιοστολισμός με ελληνικά χρώματα» κατεύναζε τους δύστροπους αυτόχθονες! «Οσο πιο ανατολικά… τόσο μεγαλύτερη η σπουδαιότητα του σημαιοστολισμού» επισημαίνει ο Lytton (σελ. 218-9). Παράλληλα, ο τίτλος της βασίλισσας για τους νέους υπηκόους της ανατίθεται σε ειδήμονες που καλούνται να εντοπίσουν τον κατάλληλο όρο.


Το δίπολο αφέντης – υπηρέτης


Αντίστοιχες είναι οι αναζητήσεις του Terence Ranger στο επόμενο κεφάλαιο για την Αφρική. Ο τίτλος του δοκιμίου υπαινίσσεται μια ολοποιητική εικόνα για την αφρικανική ήπειρο, αν και η ανάλυση εστιάζει κυρίως στις ανατολικές, κεντρικές και νότιες περιοχές. Σε αντίθεση με την Ινδία, η Αφρική δεν παρείχε αυτοκρατορικό πλαίσιο ούτε συγκεντρωτικές τελετές τιμών και διακρίσεων. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι οι σχέσεις υπαγωγής ορίστηκαν μέσα από το σχήμα «πατρικού αφέντη-πιστού υπηρέτη», οι οποίες προσδιόρισαν το σημείο εισόδου στον αποικιακό κόσμο για τους Αφρικανούς, ενώ δείχνει τους τρόπους με τους οποίους οι ανάγκες της αποικιακής εξουσίας «παρήγαγαν» τις φυλές της Αφρικής μέσα από την ποικιλία και την ευελιξία των αφρικανικών ταυτοτήτων. Εστιάζει επίσης στις διαδικασίες πρόσληψης αλλά και αντίστασης από την πλευρά των Αφρικανών μέσα από τελετές μιμητικού/καρναβαλικού χαρακτήρα.


Ο τόμος κλείνει με ένα πλούσιο δοκίμιο του Eric Hobsbawm για τη μαζική παραγωγή παραδόσεων στην Ευρώπη κατά την περίοδο που προηγείται του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Hobsbawm αναλύει πώς «κράτος, έθνος και κοινωνία συνέκλιναν» (σελ. 299) και συζητεί τις κρατικές πολιτικές αλλά και την ανάδειξη κοινωνικών και ταξικών ταυτοτήτων όπως αυτές προέκυψαν μέσα από την ενδυμασία ή τα σπορ. Επιπλέον παρακολουθεί με εξαιρετική ευαισθησία τις διαδικασίες απορρόφησης κοινωνικών αγώνων σε επίσημους εορτασμούς όπως η Πρωτομαγιά, καθώς και τον αποκλεισμό άλλων (όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός) από την επίσημη παράδοση. Είναι ίσως περιττό να επισημάνουμε ότι H επινόηση της παράδοσης είναι ένα κλασικό έργο. H πρώτη έκδοσή του στην αγγλική γλώσσα πριν από περίπου είκοσι χρόνια συνάντησε ενθουσιώδη υποδοχή. Ο τόμος συγκαταλέγεται σήμερα μεταξύ των απαραίτητων βιβλιογραφικών αναφορών σε κάθε σχετική έρευνα και μελέτη. H ελληνική έκδοση καλύπτει επομένως ένα σημαντικό κενό. Είναι βέβαιο ότι θα ανταποκριθεί σε πολλές επιστημονικές, εκπαιδευτικές και ερευνητικές ανάγκες ενώ θα διαβασθεί με ενδιαφέρον και από το ευρύτερο κοινό.


H κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.