papag@dolnet.gr


Οποιος έχει πληρώσει δύο ευρώ το καλοκαίρι για μια ώρα σκιερής απόλαυσης στην ακροθαλασσιά γνωρίζει σίγουρα ότι αυτό το δώρο της φύσης δεν είναι πάντα δωρεάν. Μα έχει καμιά αξία η σκιά; Για όλους είναι κάτι αυτονόητο, κάτι δικό τους, κάτι από το οποίο ουσιαστικά δεν μπορούν να απαλλαγούν, «μια ρηχή, απατηλή και φευγαλέα γνώση». Ως και ανησυχητική καμιά φορά. Ο ίδιος ο Πλάτωνας υποτιμούσε εντελώς τη σκιά μπροστά στο άπλετο μεγαλείο του φωτός. Και άλλοι πολλοί την καταφρόνεσαν μέσα στην αιωνιότητα αλλά, όπως δείχνει στο βιβλίο του ο Ρομπέρτο Καζάτι, ερευνητής στο CREA (Centre de Recherche en Epistemologie Applique) στο Παρίσι, ο αρνητικός αυτός απολογισμός ήταν ελαφρώς άδικος. Πλήθος ήταν εκείνοι που ωφελήθηκαν από τη μελέτη της σκιάς, εθνολόγοι, ψυχολόγοι, αστρονόμοι και προπαντός ζωγράφοι. Θα τους κατονομάσει μεθοδικά ο Καζάτι, ο οποίος ειδικεύεται και σε άλλα παράδοξα αντικείμενα της εφαρμοσμένης επιστήμης: ήχους, χρώματα, τρύπες. Ας ρίξουμε λοιπόν μια πιο προσεκτική ματιά στην περίπτωση της σκιάς, από παλιά ως σήμερα.


Δίχως σάρκα και οστά


Ο Πλάτωνας, όπως είπαμε, περιφρονούσε ακόμη και τη σκιά του, με την οποία είχε πιάσει κουβέντα στο βιβλίο ζ’ της Πολιτείας: «Σκιά: Εγώ δεν περπατάω αλλά εσύ εξακολουθείς να με τσαλαπατάς! Πλάτωνας: Και λοιπόν; Είσαι σκιά και τίποτε παραπάνω. Δεν φτιάχτηκες από σάρκα και οστά, δεν μπορείς να νιώσεις πόνο. Δεν ξέρω καν γιατί κάθομαι και σου μιλάω – ίσως η ζέστη με χτύπησε στο κεφάλι. Σκιά: Ομως δεν θα περιφρονήσεις τη δροσιά που σου προσφέρουν οι αδελφές μου. Θα μπορούσαμε να σταθούμε λίγο στη σκιά εκείνης της καλύβας, εκεί πέρα. Πλάτωνας: Ποτέ! Προτιμώ μάλλον τον ήλιο. Καταβάλλω τεράστιες προσπάθειες για να βγάλω την ανθρωπότητα από τα σκότη. Δεν είναι αυτή στιγμή για να εγκαταλείψω το φως». Ο διάλογος του Πλάτωνα με τη σκιά του, καθώς και ο μύθος της σπηλιάς από το ίδιο έργο, διανθίζει όλα τα κεφάλαια του βιβλίου καθώς εμείς συναντούμε χωρία από μεταγενέστερους στοχαστές. Ο David Park, για παράδειγμα, έγραψε το 1999 το έργο The fire within the eye, για μια ιστορία φωτός που καταλήγει σε ένα απρόσμενο εγκώμιο της σκιάς. Ούτε μπορούσε να ξέρει ο Πλάτωνας τον 5ο αιώνα π.X. την αλλαγή που θα γινόταν τον Μάιο του 1880, όταν ξεκίνησε η εποχή του ηλεκτρικού φωτισμού, ο οποίος μέσα σε λίγα χρόνια υποκατέστησε τον φωτισμό με αέριο. Τώρα είχαμε νέες σκιές. «Οι νέες πηγές φωτός είναι φωτεινότερες, αλλά έχουν μία ακόμη ιδιότητα» γράφει ο Καζάτι. «Είναι σταθερές. Δεν εξαρτιόνται πια από μια φλόγα εκτεθειμένη στα ρεύματα του αέρα και δεν τρέμουν. (…) Σαν από θαύμα, οι σκιές παύουν κι αυτές να τρέμουν στους δρόμους και στους τοίχους των σπιτιών».


Μέχρι τότε, μας πληροφορεί ο Καζάτι, οι σκιές βρίσκονταν πάντα σε κίνηση. Δεν υπήρχαν στη φύση, ούτε είχαν προκύψει στατικές σκιές. Καμία σκιά δεν έμενε ποτέ πραγματικά ακίνητη. Οι αρχαίες σκιές βρίσκονται πάντα σε αργή κίνηση. «Το διασημότερο άσμα που ύμνησε τις αρχαίες σκιές βγήκε από την πένα ενός γιαπωνέζου συγγραφέα, του Γιουνιχίρο Τανιζάκι (1886-1965), που αντιπαραθέτει τις θερμές και μύχιες σκιές του γιαπωνέζικου σπιτιού στην ψυχρότητα του δυτικού φωτισμού – του ίδιου που παράγει τις σύγχρονες, τυποποιημένες και ανώφελα καθάριες σκιές. Ο Τανιζάκι στο Εγκώμιο της σκιάς θρηνεί την εξαφάνιση του αρχαίου γιαπωνέζικου πολιτισμού – η εγκατάλειψη των σκιών είναι το αλάθητο σύμπτωμα της παρακμής». Από την πλευρά του, ο Αμερικανός Λέστερ Θάροου, οικονομολόγος του MIT, θεώρησε σε άρθρο του ότι η σκιοφοβία της Ιαπωνίας ήταν αυτή που την εμπόδισε να βγει από την οικονομική κρίση του τέλους της χιλιετίας.


H ανάπτυξη των πόλεων


Στην εποχή μας υπάρχουν «κανονισμοί κατά της σκιάς» με παγκόσμια διάδοση, που καθορίζουν την ανάπτυξη των πόλεων. H πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κάτοψη της Νέας Υόρκης στον Μεσοπόλεμο: «Στις φωτογραφίες της δεκαετίας του ’40, το Μανχάταν δίνει την εντύπωση μιας πολιτείας των Μάγια. Οι κορυφές των μεγάλων κτιρίων περιορίζονται σταδιακά προς τα πάνω – οι ουρανοξύστες καταλήγουν σε πυραμίδα. (…) Οι σουβλεροί ουρανοξύστες ή εκείνοι που φέρουν στην κορυφή τους απίθανες πυραμίδες και ζιγκουράτ θεωρήθηκαν απηρχαιωμένοι το 1958, ύστερα από μια δυναμική ενέργεια του αρχιτέκτονα Λούντβιχ Μις βαν ντερ Ρόε (1886-1969) που πέτυχε να υψώσει, ευθύγραμμα και χωρίς εσοχές από τη βάση ως την κορφή, το κουτί του από κρύσταλλο και μέταλλο, το Sagram Building». Και αυτό βέβαια ρίχνει πάντα τη δική του σκιά, και η Νέα Υόρκη, παρά τις αλλεπάλληλες ρυθμίσεις, παραμένει μια «πόλη της σκιάς».


Εν τέλει, δεν υπάρχει άνθρωπος, διανοούμενος, έμπορος ή καλλιτέχνης, που να μην ασχολήθηκε με το θέμα της σκιάς – από τον Ερατοσθένη και τον Αρίσταρχο ως τον Γαλιλαίο και τον Κέπλερ. Ιδιαίτερα στην εξέλιξη της αστρονομίας από την αρχαιότητα, από τον Παρμενίδη και τον Αναξαγόρα, οι σκιές έπαιξαν έναν κρίσιμο ρόλο. Αυτές ήταν που καθιστούσαν ορατά τα σχήματα του ουρανού. Για τον Παρμενίδη, η Σελήνη δεν είναι μια λάμπα που σβήνει – όπως είχε γράψει ο ποιητής και φιλόσοφος Ξενοφάνης -, αλλά ένα σώμα που έχει κάποια τμήματά του στη σκιά! Στη ζωγραφική, η θεωρία των σκιών ήταν που οδήγησε στη γέννηση της προοπτικής και στα νεότερα μαθηματικά η θεωρία αυτή έλαβε μια επιστημονική σχεδόν μορφή. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, η σκιά είναι πάντα μια «παγίδα για τον νου», όπως μας έχει προειδοποιήσει ο συγγραφέας. Δεν είναι καν μια παρουσία, είναι μια απουσία. Πάντως, για να μιλάμε γι’ αυτήν, υπάρχει.