Στη χώρα με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχολουμένων στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δηλαδή την Ελλάδα, με την πληθώρα των μικρεμπόρων, βιοτεχνών και ελεύθερων επαγγελματιών, η γραφειοκρατία θεωρείται τροχοπέδη της οικονομικής ανάπτυξης και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αν όχι και της λειτουργίας της δημοκρατίας. Ωστόσο όταν, συγκριτικά με άλλες χώρες, στην Ελλάδα η δημόσια απασχόληση δεν είναι τόσο μεγάλη (12% του ενεργού πληθυσμού) και η μισθωτή εργασία δεν ήταν – μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον – η κυρίαρχη μορφή απασχόλησης, γιατί η γραφειοκρατία είναι ο κατεξοχήν στόχος των επικρίσεων;


Το παράδοξο αυτό παύει να ισχύει αν δει κανείς την ελληνική γραφειοκρατία ως αποτέλεσμα της ιδιαίτερης ιστορικής τροχιάς που έχουν ακολουθήσει οι σχέσεις κράτους και κοινωνίας στη νεότερη Ελλάδα, με το κράτος να διαπλάθει παρεμβατικά την κοινωνία και όχι να διαμορφώνεται από αυτήν. Το ελληνικό κράτος έχει κατανείμει επιλεκτικά ευκαιρίες απασχόλησης, κοινωνικές παροχές και ακόμη δυνατότητες προσωπικού πλουτισμού. Το κράτος έχει παρεμβάλει, μεροληπτικά, εμπόδια σε ιδιωτικές επενδύσεις και σε κινητοποιήσεις των συνδικάτων. Αν και ανόμοια όμως μεταξύ τους, κράτος, επιχειρήσεις και συνδικάτα αποτελούν ιεραρχικές οργανώσεις.


Υποχρεωτική ένταξη


Αλλωστε τουλάχιστον έναν αιώνα τώρα ζούμε στην «κοινωνία των οργανώσεων», όπως την έχει αποκαλέσει ο R. Presthus. Πρόκειται για ένα είδος κοινωνικού σχηματισμού όπου όλο και σπανιότερα οι άνθρωποι εργάζονται αυτόνομα και όλο και συχνότερα εντάσσονται υποχρεωτικά σε οργανώσεις, δηλαδή σε ιεραρχίες, ή διαρκώς έχουν να κάνουν με αυτές. Οπως το θέτει εύστοχα η Μελίνα Σεραφετινίδου, από το μαιευτήριο, μια μεγάλη ιεραρχική οργάνωση με πλήθος ειδικοτήτων, ως το κοιμητήριο, μια άλλη οργάνωση με υπαλλήλους σε ιεραρχική σχέση μεταξύ τους, δηλαδή από τη γέννηση ως τον θάνατό μας, έχουμε να κάνουμε με οργανώσεις. Στην Ελλάδα τις έχουμε κατανοήσει λίγο, καθώς η κοινωνιολογία των οργανώσεων και της γραφειοκρατίας και η διοικητική επιστήμη ήταν μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες σχετικά άγνωστες, η δε εγχώρια παραγωγή οργανωσιακής θεωρίας ισχνή.


Το βιβλίο του Μακρυδημήτρη εκδόθηκε στην καλή σειρά «Διοίκηση» (εκδόσεις Καστανιώτη), την οποία διευθύνει ο X. Τσούκας. H σειρά έχει περιλάβει βασικά έργα της θεωρίας του μάνατζμεντ. Το βιβλίο της Σεραφετινίδου εκδόθηκε στην κοινωνιολογική σειρά που διευθύνει με μεράκι ο Δ. Γ. Τσαούσης και στην οποία έχουν προηγηθεί περίπου 100 τίτλοι (εκδόσεις Gutenberg). Στις δύο σειρές εκδίδονται βιβλία ποιότητας. Πάντως οι Προσεγγίσεις στη θεωρία των οργανώσεων θα χρειάζονταν καλύτερη τυπογραφική διόρθωση και ίσως να περιοριστούν μερικές επαναλήψεις, ενώ το Φαινόμενο της γραφειοκρατίας θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με μερικούς πιο πρόσφατους τίτλους.


Τα δύο βιβλία έχουν κοινές αναφορές, αλλά η στόχευσή τους διαφέρει. Γραφειοκρατία και οργάνωση είναι κατ’ αρχάς συνώνυμα. Ωστόσο έχει επικρατήσει ο μεν πρώτος όρος να αναφέρεται στη δημόσια διοίκηση και στον δημόσιο τομέα, ο δε δεύτερος στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Διαβάζοντας τα δύο βιβλία μαζί, καταλαβαίνει κανείς ότι από επιστημολογική άποψη η διοικητική επιστήμη και η κοινωνιολογία των οργανώσεων συνιστούν ένα «πολυπαραδειγματικό» πεδίο έρευνας. Ο Μακρυδημήτρης, συγγραφέας πολλών και καλών βιβλίων για τη δημόσια διοίκηση και την κοινωνία πολιτών, στρέφεται εδώ σε μια θεματολογική παρουσίαση των θεωριών των οργανώσεων και συνοψίζει με επιτυχία την υπάρχουσα γνώση γύρω από βασικά θέματα (αρχές διοίκησης, σύστημα, ιεραρχία κ.ά.).


Αντιμαχόμενα συμφέροντα


Επιπλέον προσθέτει ένα θέμα το οποίο συναντάται σπάνια σε ανάλογα εγχειρίδια: την ηθική και τη δεοντολογία στις οργανώσεις (σσ. 419-53). H φιλοδοξία του είναι να προτείνει ένα υπόδειγμα για την ηθική στις οργανώσεις, το οποίο έχει τέσσερις προϋποθέσεις: «έλεγχος», «νομιμότητα», «ακεραιότητα των στελεχών» και «ανταπόκριση στην κοινωνία των πολιτών» (σσ. 428-29). H ανάγκη ενός τέτοιου υποδείγματος είναι προφανής και η σχετική συμβολή του Μακρυδημήτρη είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ωστόσο στη θεωρία των οργανώσεων διαφαίνεται μια τάση ανάλυσης των οργανώσεων χωρίς αναφορά στις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε αντιμαχόμενα συμφέροντα. Τις σχέσεις εξουσίας ο συγγραφέας τις συζητά ενδελεχώς, αλλά μόνον εμβόλιμα σε άλλα θέματα (σσ. 98-104, 350-51 και 434-38), ενώ θα μπορούσε να έχει αναπτύξει σε ξεχωριστό κεφάλαιο το ερώτημα για χάρη τίνος λειτουργούν οι οργανώσεις.


Το ανωτέρω ερώτημα απασχολεί τη Σεραφετινίδου, συγγραφέα βιβλίων για την πολιτική κοινωνιολογία και τα MME. Σε αυτό το βιβλίο συνθέτει μια νέα προσέγγιση, αντλώντας από τον Μαρξ και τον Φουκό, αφού – εντελώς άδικα – επικρίνει την προσέγγιση του Βέμπερ ως «αντιφατική» και «ανιστορική» (σσ. 171-73). H άποψή της είναι ότι η γραφειοκρατία από τη μια μεριά εξυπηρετεί τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης, ενώ από την άλλη τα συμφέροντα της «συλλογικής κρατικής γραφειοκρατικής αστικής τάξης» (σελ. 391). H τελευταία αποτελείται από τα στελέχη του Δημοσίου, που ιδιοποιούνται την υπεραξία που παράγεται από το κράτος, π.χ. από τις δημόσιες επιχειρήσεις. H ιδιοποίηση της υπεραξίας από το Δημόσιο είναι χαρακτηριστικό του «κρατικού καπιταλισμού» της εποχής μας (σσ. 322-23).


Αν και αυτή η θεώρηση μας θυμίζει πόσο εγγενώς μεροληπτική είναι η γραφειοκρατία, εν τούτοις απηχεί διαμάχες της εποχής που το κράτος παρήγε μεγάλο μέρος του εθνικού πλούτου. Λόγω των ιδιωτικοποιήσεων, ο ρόλος του κράτους περιορίζεται παντού. Μεταξύ N. Πουλαντζά, N. Ψυρούκη και N. Κοτζιά (με τους οποίους διαλέγεται ή αντιπαρατίθεται η Σεραφετινίδου), μας διαφεύγει ότι εκτός από τον καπιταλισμό υπάρχει και η γραφειοκρατία. Δηλαδή έστω και αν υπήρχε ποτέ ένας ταξικά ουδέτερος κρατικός μηχανισμός, η γραφειοκρατία (με την παθολογική έννοια του όρου) θα ήταν αναπόφευκτη. H σχετική συζήτηση είναι διεθνής, και χάρη στα βιβλία του Αντώνη Μακρυδημήτρη για τη θεωρία των οργανώσεων και της Μελίνας Σεραφετινίδου για τη γραφειοκρατία οι έλληνες αναγνώστες μπορούν να παρακολουθήσουν την εξέλιξή της.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.