Συχνά οι συγγραφείς γίνονται εχθροί των κριτικών, κάποτε μάλιστα και άσπονδοι διώκτες τους, αν και ευτυχώς δεν φτάνουν στον φόνο παρά μόνο μυθιστορηματική αδεία. Τουλάχιστον στο κλεινόν άστυ τα τελευταία χρόνια μόνο προπηλακισμοί και κάποιες χειροδικίες σημειώθηκαν, χωρίς την ανάμειξη των δικαστικών αρχών, ενώ μία κατάθεση αγωγής παραμένει προσώρας μεμονωμένο κρούσμα. Σε αντίθεση, έναν αιώνα νωρίτερα οι διαξιφισμοί, ιδιαζόντως έντονοι αλλά και πνευματώδεις, διεξάγονταν στον Τύπο της εποχής, καθώς οι θιγόμενοι διοχέτευαν την μήνιν τους στο γράψιμο, χωρίς ωστόσο να ξεπέφτουν σε λιβελογραφήματα. Σε παρόμοιες διενέξεις μεταξύ συγγραφέων και κριτικών μένει πάντοτε ζητούμενο ποιος έχει το δίκιο και ποιος το άδικο. Το αν στάθηκε αντικειμενικός ο κριτικός ή μερολήπτησε για προσωπικούς του λόγους θα το κρίνει ο πανδαμάτωρ χρόνος.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανθολογία Ελληνικά Διηγήματα του Γεωργίου Κασδόνη, η οποία κυκλοφόρησε «εκ του τυπογραφείου της Εστίας» στις 12 Δεκεμβρίου 1895 και ήδη στις 13 Ιανουαρίου 1896 λάβρος ο Ξενόπουλος δημοσίευσε κριτική σε τρία συνεχόμενα απογευματινά φύλλα της εφημερίδας «Το Αστυ». Τριάντα τέσσερις οι ανθολογούμενοι συγγραφείς και ο Ξενόπουλος τους παραλαμβάνει «έναν έναν», με την σειράν, όπως δηλώνει και ο τίτλος του άρθρου του. Και οι θιγόμενοι όμως καθόλου δεν εβράδυναν. Την επαύριον της καταληκτικής επιφυλλίδας του Ζακυνθίου, τη 16η Ιανουαρίου, αντεπετέθησαν ανωνύμως, σατιρίζοντας τον Ξενόπουλο από τις στήλες του «Σκριπ», δημοφιλούς εφημερίδας με μεγάλη κυκλοφορία. Την επομένη, 17 Ιανουαρίου, στην ίδια εφημερίδα ο Ιωάννης Κονδυλάκης ανέλαβε επωνύμως πλέον να «τακτοποιήσει» με άρθρο του τον Ξενόπουλο, αμφισβητώντας του και αυτήν την ιδιότητα του κριτικού. Ο δεύτερος συγγραφέας που αντέδρασε ήταν ο Δημήτρης Χατζόπουλος (Μποέμ), στις 18 Ιανουαρίου, πάντοτε από το «Σκριπ», στήνοντας ολόκληρη μονόπρακτη κωμωδία, υπό τον τίτλο H σύντομος κριτική. Την ίδια ημέρα δημοσιεύθηκε μια ανώνυμη αλλά δριμεία επίθεση στην εφημερίδα «Παλιγγενεσία». Οσο για τον Ξενόπουλο, αργότερα, στα αυτοβιογραφικά του κείμενα, επανήλθε στους εχθρούς που δημιούργησε με εκείνη την κριτική, μερικοί από τους οποίους έμειναν διά βίου πολέμιοί του (M. Τριχιά-Ζούρα H αυτοβιογραφία του Γρηγορίου Ξενόπουλου, 2003, εκδόσεις Αδελφοί Βλάσση).


H παλαιά διαμάχη


Κατά ευτυχή σύμπτωση, πρόσφατες επανεκδόσεις φέρνουν στο φως αυτή την παλαιά διαμάχη, οπότε ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να γίνει ο κριτής, με την προνομιακή θέαση που του προσφέρει ένας και πλέον αιώνας συζητήσεων και αναθεωρήσεων. Κατ’ αρχήν, η πρόσφατη επανέκδοση της ανθολογίας Κασδόνη, με πρόλογο του Γ. Παπακώστα, στον οποίο σκιαγραφείται και αυτός ο παλαιότερος καβγάς. Προηγήθηκε, το 2002, η έκδοση ενός τόμου με Επιλογή κριτικών κειμένων του Ξενόπουλου από τη Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (εκδόσεις Αδελφοί Βλάσση), με αφορμή το προηγηθέν επετειακό έτος Ξενόπουλου, όπου αναδημοσιεύεται ακέραιη η κριτική του Ξενόπουλου. Ακόμη νωρίτερα, στην Επετηρίδα Ιδρύματος Νεοελληνικών Σπουδών, 1997-98, ο B. Φρ. Τωμαδάκης δημοσίευσε μελέτη με θέμα ακριβώς αυτή τη διένεξη, αναδημοσιεύοντας μεγάλο μέρος της κριτικής του Ξενόπουλου, καθώς και εκτενή αποσπάσματα από τα οργίλα δημοσιεύματα των συγγραφέων. Μάλιστα το 1998 η μελέτη μαζί με μια πρώτη επανέκδοση της ανθολογίας Κασδόνη, συνοδευόμενης από λεξιλόγιο, εκδόθηκε σε βιβλίο, και πάλι από το Ιδρυμα Νεοελληνικών Σπουδών, στη σειρά «Μελετήματα». Μόνο που παρόμοιες επανεκδόσεις τις απολαμβάνει ένας σχετικά μικρός φιλολογικός κύκλος, σε αντίθεση με την πρόσφατη στη σειρά «Επί τα ίχνη…» ενός μεγάλου εκδοτικού οίκου όπως του Πατάκη.


Σήμερα λοιπόν ερχόμαστε να δικαιώσουμε τα κριτήρια επιλογής του Κασδόνη. Και μια σύγχρονη γραμματολογία, όπως, λ.χ., αυτή του Σοκόλη, που τυχαίνει και συλλογικό έργο, ανθολογεί τους 29 από τους 34 συγγραφείς, προσθέτοντας δύο-τρεις ακόμη. Οσο για τους υπόλοιπους, θα δίσταζε κανείς στην περίπτωση του Ιάκωβου Πολυλά, ενώ θα παραμέριζε τον Αριστείδη Ρούκη (1859-1903), γνωστό μόνο ως εκδότη της «Εφημερίδος» του Κορομηλά, όταν ο τελευταίος ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία, τον Θεόδωρο Βελλιανίτη και τον Αντώνιο Σπηλιωτόπουλο. Και οι τρεις δημοσιογράφοι, με διηγήματα που μένουν ως σήμερα σκόρπια στον Τύπο της εποχής. Ακόμη, τον Λάμπρο Αστέρη, ο οποίος μετά βίας διασώθηκε ως ποιητής. Επιπροσθέτως, αν ένας σημερινός ανθολόγος είχε διαθέσιμα μόνο τα διηγήματα που αυτοί οι συγγραφείς είχαν γράψει ως το 1895, εικάζουμε ότι οι επιλογές του θα ήταν παραπλήσιες με του Κασδόνη.


Κι όμως ο Τήνιος Γεώργιος Κασδόνης έμεινε στα παραλειπόμενα. Ανεξάρτητα αν στην τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα κυριαρχούσε στα λογοτεχνικά πράγματα· την πρώτη οκταετία ως εκδότης της «Εστίας», τότε που το περιοδικό στάθηκε το εκκολαπτήριο του ελληνικού διηγήματος, και μετά με τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο της Εστίας. Στον παραγκωνισμό του ίσως να συνέτεινε και «ο βραχύς βίος» του, όπως έγραφε στη νεκρολογία του ο συνεργάτης του Αντώνης Μηλιαράκης. Ο Κασδόνης πέθανε στις 5 Νοεμβρίου 1900, αλλά ημερομηνία γεννήσεως δεν κατορθώσαμε να εντοπίσουμε.


Με πικρόχολη διάθεση


Ο Κασδόνης ευστοχεί, ενώ ο 28ετής τότε Ξενόπουλος δείχνει να αστοχεί. Μάχιμος κριτικός από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 ο Ζακύνθιος είχε ήδη κάνει πολλούς συγγραφείς εχθρούς του, ένας από αυτούς και ο Κονδυλάκης. Ωστόσο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι μόλις είχε κλείσει το περιοδικό «Εικονογραφημένη Εστία», που είχε αναλάβει από τον Δροσίνη ακριβώς έναν χρόνο πριν, και θα πρέπει να περνούσε μια δύσκολη περίοδο. Με πικρόχολη διάθεση ειρωνεύεται «τον φιλόκαλο κ. Κασδόνη», όπως τον αποκαλεί, αμφισβητώντας τις επιλογές του αλλά και το γεγονός ότι έλαβε «ως γνώμονα κατατάξεως την ηλικίαν». Ο Ξενόπουλος συμπεριλαμβάνεται μεν στην ανθολογία, αλλά 27ος. Κατά τον Κονδυλάκη, στέκεται επιεικής με όσους αδυνατούν να τον πειράξουν, όπως ο Βιζυηνός που ήταν ήδη κλεισμένος στο Δρομοκαΐτειο ή ο νεκρός Κρυστάλλης, αλλά και με όσους μπορούν να τον βλάψουν, καθώς ο Δροσίνης. Πάντως κρίνει αυστηρότερα τον έτερο νεκρό, τον A. P. Ραγκαβή, φίλτατο του Κασδόνη, με τον οποίο και ανοίγει η ανθολογία. Τέλος, χαρίζεται στον νεαρό προστατευόμενό του Νικόλαο Επισκοπόπουλο και στην αγαπημένη του Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, τη μοναδική γυναίκα στην ανθολογία.


Κατά τα άλλα, αρκετές παρατηρήσεις του Ξενόπουλου υιοθετούνται από τη σημερινή κριτική, όπως, λ.χ., οι εκτιμήσεις του για τον Ροΐδη, στον βαθμό που αυτό αποτελεί δικαίωση. Αν και ως προς έναν τουλάχιστον συγγραφέα διαφωνούμε κατηγορηματικά. Ο Ξενόπουλος αδικεί τον Παπαδιαμάντη, αποδοκιμάζοντας αμφότερους τους Σκιαθίτες. Ωστόσο σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ακόμη και ως σήμερα, συγγενικά ταμπεραμέντα με του Ξενόπουλου απέρριψαν τον Παπαδιαμάντη, αδυνατώντας, όπως κι αυτός, να διαβάσουν ακόμη και ένα διήγημά του μέχρι τέλους. H ανθολογία του Κασδόνη προσφέρεται ως μύηση νεότερων αναγνωστών στην παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση. Οπως δηλώνεται και με τον υπότιτλο, έκαστο διήγημα ξεκινά με φωτογραφία του συγγραφέα και το πανομοιότυπο της υπογραφής του, εκτός από τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη, που δεν είχαν ως τότε φωτογραφηθεί. Τουλάχιστον έτσι συμβαίνει στην αρχική έκδοση του 1895, όπου υπήρχε η πολυτέλεια της λευκής σελίδας, όταν το διήγημα τελειώνει στην αριστερή. Στην επανέκδοση, η φωτογραφία παρεμβάλλεται, προβλέπεται ωστόσο σύντομο βιογραφικό των συγγραφέων. Ο Κασδόνης στενοχωριόταν για την έλλειψη αναγνωστικού ενδιαφέροντος – έχουν άραγε σήμερα αλλάξει οι καιροί;