«Τα σκυλιά μαζεύονται μπροστά στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ξεσκίζουν τα παλιοπάπουτσα που έχουν κουβαλήσει ως εκεί». H σημείωση αυτή του γερμανόφωνου συγγραφέα με το ελληνικό όνομα Περικλής Μονιούδης για τη Θεσσαλονίκη λέει ελάχιστα και ταυτόχρονα πάρα πολλά πράγματα για την πόλη, για την καθημερινότητα και την ατμόσφαιρά της. Μήπως και οι μαθητές της συμπρωτεύουσας, όταν συναγωνίζονται κάτω από το άγαλμα του ήρωα ποιος θα φτάσει και θα γαργαλίσει πρώτος τα αμελέτητα του Βουκεφάλα, με την ίδια χαριτωμένη αυθάδεια δεν συμπεριφέρονται υπό τη σκιά μιας επιβλητικής μορφής της ιστορίας; Σκηνές ασύλληπτες, για παράδειγμα, υπό τη σκιά του έφιππου αγάλματος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου-Γουλιέλμου ο Γ´ στην Κολονία. Το καινούργιο βιβλίο του Μονιούδη είναι μια σειρά τέτοιων σύντομων εντυπώσεων ή περιληπτικών σκίτσων καθώς ένας άνδρας, τη μια στο πρώτο και την άλλη στο τρίτο πρόσωπο, και μια γυναίκα, τη μια χωριστά και την άλλη μαζί, περιδιαβάζουν τη Θεσσαλονίκη, το Βερολίνο, τη Ζυρίχη και την Αλεξάνδρεια. Πόλεις φυσικά που ενέχονται στη βιογραφία του συγγραφέα.


Ο Περικλής Μονιούδης γεννήθηκε στην Ελβετία από αιγυπτιώτες γονείς, σπούδασε στη Ζυρίχη, ζει από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 στο Βερολίνο, έχει επισκεφθεί επανειλημμένα τη Θεσσαλονίκη. «Πρόκειται για τέσσερις διαφορετικές πόλεις» μας είπε ο συγγραφέας, «που σαν να βρίσκονται σε ένα κόλπο, όχι απαραίτητα με τη γεωγραφική έννοια, αλλά και με την ιστορική, τη φιλοσοφική, την πολιτιστική. Αυτό που ήθελα ήταν να λιώσουν όλες μαζί και να γίνουν μία μέσω αυτού που τις περιηγείται».


Τα αδέσποτα σκυλιά




«Αναγνωρίζει στα αδέσποτα σκυλιά της Θεσσαλονίκης τις ίδιες κινήσεις των σκύλων στο Βερολίνο και τη Ζυρίχη· μόνο που εδώ οι κινήσεις αυτές έχουν νόημα». Στην Αλεξάνδρεια όμως πουθενά σκυλί: «Τα σκυλιά θεωρούνται εδώ μιαρά ή τουλάχιστον ως αντιβαίνοντα στη θρησκεία, σκέπτεται». Τα αδέσποτα σκυλιά της συμπρωτεύουσας, τα κόσμια της Δυτικής Ευρώπης και τα άφαντα της Αλεξάνδρειας καλούνται στην πρόζα του Μονιούδη, όπως και πολλά άλλα φαινομενικά δευτερεύοντα στοιχεία της καθημερινότητας, να υποδηλώσουν τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία των στοιχείων που συνήθως θεωρούμε πρωτεύοντα. H περιγραφή του κόσμου μέσα από το εκ πρώτης όψεως αμελητέο είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της γραφής του Μονιούδη, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και στα δύο βιβλία του, που έχουν ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά, την ερωτική περιπέτεια «Παλλάδιο» (2001) και το μυθιστόρημα αισθηματικής αγωγής «Πάγος» (2002). «Ακόμα και τα σκυλιά» μας είπε ο συγγραφέας, «είναι μια δυνατότητα να εντοπίσει κανείς διαφορές σ’ αυτές τις πόλεις, που με τη σειρά τους κάνουν αισθητές άλλες διαφορές. Από τότε που ήμουν μικρός και επισκεπτόμουν με τους γονείς μου την Ελλάδα μου έκαναν τεράστια εντύπωση τα αδέσποτα σκυλιά. Στην Ελβετία, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, όλοι οι σκύλοι είχαν τον κύριό τους».


Και η συμπεριφορά των ανθρώπων; «Μια πλαστική σακούλα πέφτει από το παγκάκι στο έδαφος, οι άνθρωποι συνεχίζουν να τρώνε τη φάβα τους και την παρακολουθούν πώς στροβιλίζεται μέσα στον άνεμο και χάνεται». Αν αυτή η απλή παρατήρηση σε κάποιο δημόσιο κήπο της Αλεξάνδρειας υποδηλώνει μια νωχελική άφεση στη φορά των πραγμάτων, τότε η ακόλουθη βερολινέζικη σκηνή δεν μπορεί παρά να επισημαίνει έμμεσα την αποφυγή του βλέμματος του άλλου στη δυτική κοινωνία, αυτή την αλλόκοτη «συστολή» της αποξένωσης, που έχει περιγράψει και ο Πέτερ Χάντκε: «Οι γονείς γυρίζουν το βλέμμα αλλού, καθώς αυτός περιμένοντας στο φανάρι τελειώνει την παράγραφο στο βιβλίο τσέπης που κρατά· τα παιδιά τον κοιτάνε». Και τι άλλο παρά μιαν ανομολόγητη νοσταλγία μιας πιο φυσικής ζωής μπορεί να σημαίνουν δύο φαινομενικά ασήμαντα σκίτσα από τη γερμανική πρωτεύουσα; «Μια τσούχτρα!» φωνάζει κάποιος, αλλά τελικά είναι απλά και μόνο ένα προφυλακτικό που επιπλέει στα νερά του Σπρέε. «Μια πάπια!» φωνάζει κάποιος άλλος, αλλά τελικά πρόκειται απλώς για το φρενάρισμα κάποιου ποδηλάτου. Είναι μερικές φορές τέτοια απλά λάθη και αθώες παρανοήσεις της στιγμής που προδίδουν πολύ περισσότερα από όσα θα περίμενε κανείς. Ετσι κυλά η χαμηλόφωνη πρόζα του Μονιούδη, άδεια από εκκωφαντικές εξάρσεις, γεμάτη με δηλωτικούς υπαινιγμούς.


Κινήματα ψυχής


Αναμφίβολα ο κάθε συγγραφέας ανήκει στη γλώσσα στην οποία γράφει. Ο Μονιούδης ανήκει λοιπόν στο σώμα της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Ο ίδιος εξάλλου όλα αυτά τα χρόνια δικαιωματικά περιχαρακώθηκε έναντι όλων όσοι προσπάθησαν να τον ανακηρύξουν έλληνα λογοτέχνη ή τουλάχιστον έλληνα συγγραφέα της διασποράς και μετανάστευσης, όσοι προσπάθησαν να τον προσεταιρισθούν. Υπάρχουν όμως, καθώς περνά ο καιρός, κινήματα της ψυχής απρόβλεπτα και ανεξέλεγκτα. Κατά τη γνώμη μας το βιβλίο αυτό σηματοδοτεί μια κατάδυση του Περικλή Μονιούδη στο ελληνικό ή ακριβέστερα αλεξανδρινό παρελθόν της οικογένειάς του, μια προσωπική εξερεύνηση, που θα έχει αναπότρεπτα αντίκτυπο και στη συγγραφική του δραστηριότητα. Ο αναγνώστης διαισθάνεται κάθε τόσο στις σημειώσεις για τη Θεσσαλονίκη και την Αλεξάνδρεια ένα ελαφρό ψυχικό ρίγος διαφορετικής ποιότητας από την απλά αισθαντική φαινομενολογία των σκίτσων από τη Ζυρίχη και το Βερολίνο. Και μάλιστα ένα ρίγος που διατηρεί αποστάσεις από τον περίγυρο της ελληνικής Θεσσαλονίκης, ελάχιστες ωστόσο από το κλίμα της ελληνίζουσας Αλεξάνδρειας, του χαμένου ελληνισμού της Αιγύπτου, του τόπου των γονιών. «Το ρολόι του έχει μαζέψει σκόνες, το καθαρίζει με τη χαρτοπετσέτα, που είχε χώσει νωρίς το απόγευμα στην τσέπη του σακακιού του. H αχνή κόκκινη επιγραφή πάνω στο λεπτό χαρτί λέει Patisserie Athinaios».


Σε διάφορα σημεία των σκίτσων της Αλεξάνδρειας ο αφηγητής μιλά στα ελληνικά και τον καταλαβαίνουν. Βεβαίως κάπου μας δίνεται η πραγματολογική πληροφορία ότι οι παλιοί κάτοικοι της Αλεξάνδρειας θυμούνται τα ελληνικά που είχαν μάθει σαν παιδιά και οι νεότεροι τα έχουν μάθει στα ξενοδοχεία και στα πλοία. Στη βαθύτερη πραγματικότητα της λογοτεχνίας όμως οι Αλεξανδρινοί καταλαβαίνουν τον Μονιούδη, επειδή οφείλουν να τον καταλάβουν. Οφείλουν να τον αναγνωρίσουν, επειδή είναι δικός τους. «Τα ελληνικά» μας είπε ο συγγραφέας, «υπήρξαν για μένα μια γλώσσα χωρίς τόπο. Μιλούσαμε ελληνικά στο σπίτι, αλλά έξω μιλούσα τη γερμανική διάλεκτο της Ελβετίας. Και ο τόπος των γονιών μου, η Αίγυπτος, είναι για μένα συνδυασμένη περισσότερο με τα αραβικά. Στη Θεσσαλονίκη βρήκα τελικά την πόλη όπου μπόρεσα να ταυτίσω τα ελληνικά με ένα συγκεκριμένο τόπο». Και όμως.


Ο αφηγητής δεν λέει λέξη ελληνική στη Θεσσαλονίκη, αλλά συνεννοείται κάθε τόσο στη μητρική του γλώσσα καθώς περιδιαβάζει την αραβική Αλεξάνδρεια! Και σαν γνήσιος Αλεξανδρινός παρατηρεί με αδιόρατη ειρωνεία και τούτο: «Ενας τόμος του ποιητή Γκέοργκ Τρακλ βαλμένος στο ράφι με τη ράχη ανάποδα, σαν να ήταν αραβικό βιβλίο». Το τελευταίο αυτό βιβλίο του Περικλή Μονιούδη τελειώνει με μια αινιγματική και εκ πρώτης όψεως μετέωρη σημείωση, άσχετη με τα όσα αλεξανδρινά στιγμιότυπα προηγήθηκαν: «Παραδέχθηκε τα πάντα». Ναι, ο συγγραφέας βρήκε τον μίτο. Παραδέχθηκε όλα όσα του ψιθυρίζουν εδώ και χρόνια μύριες εσωτερικές φωνές. Εμείς θα τα μάθουμε όλα στο επόμενο βιβλίο του, το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα οδηγεί κατ’ ευθείαν στην Αλεξάνδρεια.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle, μεταφραστής.