achpappas@hotmail.com


» Στην ιστοριούλα της προηγούμενης Κυριακής για την πικρή, μικρή μου αγάπη, περίπου 80 λέξεις-κλειδιά για τη ροή της αφήγησης ήταν τουρκικής προέλευσης. Αυτό που, προφανώς, ήθελα να δείξω – και που δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω – είναι ότι (ευτυχώς) όλες οι γλώσσες δεν διστάζουν να δανείζονται και να δανείζουν. Θα μπορούσε, έτσι, να γράψει κανείς ένα κείμενο ανάλογο μ’ εκείνο της περασμένης Κυριακής στο οποίο δεσπόζουσα θέση θα κατείχαν λέξεις όχι με τουρκική, αλλά με αγγλική, γαλλική ή ιταλική προέλευση, όπως βέβαια θα μπορούσε να γράψει και ένα αγγλικό ή γαλλικό κείμενο όπου να κυριαρχούν λέξεις προερχόμενες από τα ελληνικά. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, την απολύτως σχετική όσο και γνωστή ιστορία με την οικονομικού περιεχομένου ομιλία του Ξενοφώντα Ζολώτα, σε συνεδρίαση της Διεθνούς Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη, όπου ο μακαρίτης καθηγητής είχε χρησιμοποιήσει όρους αποκλειστικά ελληνικής προέλευσης. Ζήτω, λοιπόν, τα δάνεια! Στο βαθμό, βέβαια, που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες μιας γλώσσας και δεν πιθηκίζουν απλώς λέξεις και εκφράσεις εκ της αλλοδαπής.


Ειδικά πάντως η ιστορία που διηγήθηκα την προηγούμενη Κυριακή ήταν από αυτές που θα αποκαλούσαμε «βγαλμένες απ’ τη ζωή» (λέμε, τώρα), «απ’ την ελληνική πραγματικότητα και καθημερινότητα», και όχι κάποιο επιστημονικό κείμενο, προορισμένο για ειδικό χώρο και για ειδικό κοινό (γιατρούς, οικονομολόγους, κ.λπ.), το οποίο θα ήταν εύλογο να βρίθει όρων ξενικής προέλευσης.


Πολλά θα μπορούσε, ασφαλώς, να σκεφτεί κανείς ή να γράψει γι’ αυτή ειδικά την τάση, να χρησιμοποιούμε συχνά λέξεις τουρκικής καταγωγής όταν θέλουμε να εκφράσουμε πρωτογενή, στοιχειώδη συναισθήματα, όπως είναι η χαρά, η λύπη, ο πόνος, η ερωτική επιθυμία, κ.ά. Ούτε όμως ο χώρος προσφέρεται εδώ για τέτοιου είδους αναλύσεις, ούτε εγώ είμαι ο πιο αρμόδιος. Ας περιοριστούμε, λοιπόν, στη διαπίστωση ότι, όσο θα υπάρχουν Ελληνες/ίδες που θα διασκεδάζουν, θα ερωτεύονται, θα υποφέρουν, θα ζηλεύουν, θα διορίζονται, κ.ο.κ., θα εξακολουθούμε, πιστεύω, να μιλάμε για κέφι και για γλέντι, για άχτι και για ζόρι, για ντέρτι και για μαράζι, για καβγά και για σαματά, για κιτάπια και για ρουσφέτια. Και για να ολοκληρώσω τη μικρή μου αυτή συμβολή στη γλωσσική μας αυτογνωσία αλλά και στη (μέσω της γλώσσας) περαιτέρω σύσφιξη των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, ιδού ορισμένα πολύ κοινά ελληνικά επώνυμα, τα οποία έχουν τουρκικές ρίζες, και επομένως έλκουν, προφανώς, την καταγωγή τους από το επάγγελμα, από την εξωτερική εμφάνιση, ή ακόμη και από το κουσούρι κάποιου προγόνου μας επί Τουρκοκρατίας.


Οσα ελληνικά επίθετα, λοιπόν, έχουν το πρόθεμα Καρά- ή Δελή/Ντελή- (Καραγιάννης, Καρακώστας, Καραπάνος, Καραγιώργης, Δεληγιάννης, Δεληγιώργης, Δεληπέτρος, κ.ά.) υποδηλώνουν ότι υπήρχε, προφανώς, κάποιος πρόγονος που είτε ήταν πολύ μελαχρινός, μαυριδερός (καρά=μαύρος στα τουρκικά), είτε λίγο λοξός, παλαβιάρης, κουζουλός, σαλεμένος (ντελής=όλα αυτά στα τουρκικά). Οσο για τα επώνυμα που οι ρίζες τους ανάγονται σε επάγγελμα ή σε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου προγόνου επί Τουρκοκρατίας, αρκεί να παραθέσει κανείς μερικά από τα πιο συνηθισμένα – ενίοτε και από τα πιο διάσημα – νεοελληνικά επίθετα για να φανεί του λόγου το αληθές. Εχουμε, λοιπόν, και λέμε [σε παρένθεση, η σημασία της τουρκικής λέξης από την οποία κατάγεται το επώνυμο]: Καβάφης (=παπουτσής), Καζάζης (=μεταξουργός), Δεμίρης (=σιδηρουργός), Τερζής (=ράφτης), Καλλιγάς (=πεταλωτής), Κουγιουμτζής (=χρυσοχόος), Εσκιτζής (=παλαιοπώλης), Τσαούσης (=λοχίας), Καραγκιόζης (=μαυρομάτης), Τσακίρης (=γαλανομάτης), Ζαρίφης (=κομψός, χαριτωμένος), Μισιρλής (=ο εξ Αιγύπτου καταγόμενος), Καρτάλης (=αετίσιος· στο βλέμμα, ίσως), Σαχίνης (=γερακίσιος· στην αρπακτικότητα;), Ασλάνης (=λιονταρίσιος· στην καρδιά, ίσως), κ.λπ., κ.λπ. »