Δύο πρόσφατα βιβλία που μεταφράστηκαν από τα γαλλικά, το Iσραήλ – Παλαιστίνη, με κείμενα δημοσιογράφων του «Monde» της τελευταίας πεντηκονταετίας, και το Καλωσορίσατε στη Ραμάλα της γαλλόφωνης Ελληνοκαναδής Ράνιας Οικονομίδου επιβεβαιώνουν ότι ο πόλεμος μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων δεν είναι σαν τους άλλους. Δεν πολεμούν τόσο ισραηλινοί στρατιώτες κατά παλαιστινίων μαχητών, όσο ισραηλινοί στρατιώτες κατά παλαιστινίων αμάχων, από τη μια μεριά, και παλαιστίνιοι μαχητές κατά ισραηλινών αμάχων, από την άλλη.


H Οικονομίδου θα θεωρούσε αφελή τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για πόλεμο κυρίως κατά αμάχων. Κατά την άποψή της, «δεν είναι πάντοτε απλό να διακρίνεις ανάμεσα σε ένα πολίτη κι ένα μαχητή, είτε είναι Ισραηλινός είτε Παλαιστίνιος» (σελ. 103). Το επιχείρημά της: οι ισραηλινοί έποικοι είναι οπλισμένοι ως τα δόντια, άρα, παρ’ ότι δεν είναι στρατιώτες, δεν είναι άμαχοι. Από την άλλη μεριά, «η ισραηλινή κυβέρνηση βλέπει όλους τους Παλαιστίνιους ως εν δυνάμει βομβιστές» (σελ. 103). Ωστόσο η συστηματικότητα των ισραηλινών επιθέσεων κατά ανθρώπων, κατοικιών και καλλιεργειών στα κατεχόμενα και η μεταφορά του πολέμου εκ μέρους των Παλαιστινίων στο κέντρο των πόλεων του Ισραήλ (σε καφετέριες ή στάσεις λεωφορείων) κατά τη γνώμη μου δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας: ενώ οι ολοκληρωτικοί πόλεμοι του 20ού αιώνα είχαν ως στόχο, μεταξύ άλλων, και τον άμαχο πληθυσμό του αντιπάλου, αυτός εδώ ο πόλεμος έχει ως κύριο στόχο τους αμάχους.


H κατασκευή της άγνοιας


Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι οι Ισραηλινοί υψώνουν γύρω από τις παλαιστινιακές περιοχές απροσπέλαστα τείχη. H φάση αυτή έπεται της κατοχής παλαιστινιακών περιοχών με τις περιοδικές εισβολές του ισραηλινού στρατού. Οι συνθήκες της ισραηλινής κατοχής στη Ραμάλα τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2002, που θα θυμίζουν στους πιο ηλικιωμένους έλληνες αναγνώστες ανάλογες εμπειρίες, περιγράφονται από την Οικονομίδου με ένα μείγμα ψυχραιμίας και σαρκασμού που κρύβει οργή. (Το ύφος αυτό αποδίδεται πολύ καλά από τον γνωστό δημοσιογράφο Νικόλα Βουλέλη.)


Το βιβλίο της Οικονομίδου δεν είναι επιστημονικό. Περιγράφει τη ζωή της στην Παλαιστίνη, όπου εργάστηκε σε μη κυβερνητική οργάνωση το 2000-2003. Ωστόσο προσφέρει δύο τουλάχιστον στοιχεία τα οποία λείπουν από πολλές αναλύσεις για το Μεσανατολικό. Πρώτον, παρουσιάζει τη γυναικεία οπτική, δηλαδή εξηγεί τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σε μια μουσουλμανική κοινωνία υπό κατοχή. Δεύτερον, περιγράφει τις μεταπτώσεις της ισραηλινής στρατηγικής από τη μεριά αυτών που την υφίστανται. Εδώ και καιρό, η στρατηγική των αντιποίνων εκ μέρους των Ισραηλινών σε απάντηση των αποστολών αυτοκτονίας των Παλαιστινίων συμπληρώνεται από μια νέα στρατηγική. Σκοπός της είναι να ξεχάσουν οι Ισραηλινοί το παλαιστινιακό ζήτημα. Ο ισραηλινός έποικος «αγνοεί πλήρως ότι μέσα στα δύο χρόνια της Ιντιφάντα κάθε παλαιστινιακό χωριό έχει περικυκλωθεί από έναν τοίχο, από ένα κιγκλίδωμα, από σωρούς μπάζα, από όγκους μπετόν, από φυλάκια ελέγχου, από συρματοπλέγματα. Δεν γνωρίζει ότι οι Παλαιστίνιοι είναι κλεισμένοι σε κλουβιά, σαν ζώα, και αν εκείνοι δεν του επιτίθεντο πού και πού, θα ξεχνούσε ακόμη και την ύπαρξή τους. Αλλωστε, τα πάντα έχουν γίνει για να τους ξεχάσει» (σελ. 183).


Το αδιέξοδο


Πώς φθάσαμε σε αυτό το σημείο; H απάντηση εξιστορείται στο βιβλίο Ισραήλ – Παλαιστίνη, στο οποίο ο Ajchenbaum παραθέτει κατά χρονολογική σειρά ορισμένα διεισδυτικά άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στον «Monde». Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου περιλαμβάνει άρθρα της περιόδου 1947-1982, τα οποία κρατούν αποστάσεις από τους αντιμαχόμενους. Μετά τις σφαγές στη Σάμπρα και στη Σατίλα (Σεπτέμβριος 1982), όχι χωρίς λόγο, διάφοροι αρθρογράφοι του «Monde» είναι περισσότερο επικριτικοί προς τους Ισραηλινούς. Υπογραμμίζουν ωστόσο ότι η αποτυχία εφαρμογής διαδοχικών συμφωνιών ειρήνης οφείλεται τόσο στην αδυναμία των Παλαιστινίων να παράσχουν εγγυήσεις ασφαλείας στους Ισραηλινούς όσο και στην επιδίωξη των τελευταίων να κάνουν τις μικρότερες δυνατές παραχωρήσεις. Ισως το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου είναι το τρίτο, στο οποίο δημοσιεύονται ρεπορτάζ για τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες των δύο πλευρών. (Γι’ αυτό και μόνο θα άξιζε η έκδοση να περιλαμβάνει και ευρετήριο ονομάτων.) Τα τρία τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι ισχνά σε περιεχόμενο. Το καλά ενημερωμένο επίμετρο του Σωτήρη Ρούσσου φέρνει τη συζήτηση μέχρι και το 2003 και σχολιάζει τη διαδικασία ειρήνευσης «Οδικός Χάρτης». H μετάφραση της Αννας Καρακατσούλη ρέει. Το βιβλίο διανθίζεται με χρονολόγιο της περιόδου 2000-2002, ενημερωτικούς χάρτες (λιγότερο προσεγμένους από εκείνους του βιβλίου της Οικονομίδου) και μια γραφική παράσταση που παρουσιάζει το δημογραφικό μέλλον της περιοχής: ενώ το 2000 ο ισραηλινός πληθυσμός ήταν περίπου διπλάσιος του παλαιστινιακού, με τους τρέχοντες ρυθμούς πληθυσμιακής ανάπτυξης το 2050 οι Παλαιστίνιοι θα είναι κατά τρία εκατομμύρια περισσότεροι από τους Ισραηλινούς.


H δημογραφική εξέλιξη ποτέ δεν είναι ανεπηρέαστη από την οικονομική ανάπτυξη, πολλώ μάλλον από μια περιοδική αιματηρή διαμάχη. H έκβαση της ισραηλινοπαλαιστινιακής διαμάχης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την έξοδο από τον φαύλο κύκλο τον οποίο περιγράφει ο Α. Fontaine σε άρθρο του γραμμένο κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβριος 1973). Το άρθρο διατηρεί τη σημασία του τριάντα χρόνια αργότερα, στον σημερινό πόλεμο κατά αμάχων που διεξάγουν οι δύο πλευρές (σελ. 47): «H αναμενόμενη εκεχειρία μπορεί να επέλθει από την αμοιβαία εξάντληση ή από τη νίκη του ενός μέρους ή να επιβληθεί από το εξωτερικό. Είναι σχεδόν βέβαιο όμως ότι δεν θα ρυθμίσει τίποτε τελικά. Εκτός και αν οι δύο πλευρές συνειδητοποιήσουν επιτέλους ότι το αίμα που χύνεται στις αδελφοκτόνες και εξαντλητικές μάχες στην άμμο της Ανατολής παρατείνει διαρκώς τη σύγκρουση. Ο ηττημένος του σήμερα θα ετοιμάσει αύριο την εκδίκησή του».


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.