Ενα από τα «σκοτεινότερα» και τα διασημότερα συνάμα ποιήματα της ελληνικής αρχαιότητας – άγνωστο πάντως στους σημερινούς Ελληνες – κυκλοφορεί μεταφρασμένο και σχολιασμένο εδώ και λίγο καιρό από τη «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων» των εκδόσεων Στιγμή, που επιμελείται ο καθηγητής Γιώργος Χριστοδούλου. Πρόκειται για την Αλεξάνδρα του Λυκόφρονος, ενός χαλκιδαίου ποιητή (γενν. γύρω στα 320 π.X.) για τον οποίο η Σούδας γράφει ότι ήταν γραμματικός και ποιητής τραγωδιών (αναφέρονται 21 τίτλοι) και ότι έγραψε και την καλουμένην Αλεξάνδραν, το σκοτεινόν ποίημα. H Αλεξάνδρα δεν είναι άλλη από την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. H Κασσάνδρα-Αλεξάνδρα φυλακίζεται – προφανώς για να μη χρησμολογεί δημοσίως – την ημέρα που ο Πάρις-Αλέξανδρος ξεκινά το μοιραίο ταξίδι για τη Σπάρτη. H έγκλειστη Κασσάνδρα εκφέρει ένα μακρύ, προφητικό μονόλογο (1474 στ. σε ιαμβικό τρίμετρο). Ο Φύλακας ακούει τα λόγια της και τα μεταφέρει στον Πρίαμο. Στους πρώτους 30 στίχους ο Φύλακας απευθύνεται στον βασιλιά και του αναφέρει όσα συγκράτησε από «μια φωνή / που θύμιζε της μαύρης Σφίγγας τη μιλιά». Ακολουθεί η εκτενής προφητεία: αρχίζει από την άλωση της Τροίας, περνά στους Νόστους και στις συνέπειες από την άλωση της Τροίας και περατώνεται με τις συγκρούσεις Ασίας – Ευρώπης (31-1450). Επεται ο θρήνος της Αλεξάνδρας επειδή οι προφητείες της δεν γίνονται πιστευτές (1451-1460) και το ποίημα κλείνει με τον επίλογο του Φύλακα (1461-1474).


H προφητεία


Ωστόσο αυτό το καλά οργανωμένο ποίημα (ένας τραγικός μονόλογος στην έκταση μιας τραγωδίας) είναι διαβόητο, θα λέγαμε, για το γριφώδες περιεχόμενό του. Κυρίως όμως για την «πραγματική» προφητεία που περιέχει (1435-1450) για τη μελλοντική εμφάνιση ενός νέου άρχοντα του κόσμου. H σκοτεινότητα όμως του ποιήματος βρίσκεται σε πολλαπλά επίπεδα. Πρώτον, ο λόγιος Λυκόφρων (πιθανότατα γράφει στην Αλεξάνδρεια του Πτολεμαίου Φιλαδέλφου) αλιεύει από διάφορες πηγές, αλλά κατασκευάζει και ο ίδιος, ένα άκρως δύστροπο λεκτικό. Στο ποίημα συναντούμε 3.000 λέξεις, πολλές από τις οποίες είναι σπανιότατες. Αλλωστε σε όλο το έργο του Λυκόφρονος (κυρίως στην Αλεξάνδρα) απαντούν 310 άπαξ ειρημένα και πρωτοεμφανίζονται 104 λέξεις. Χρησιμοποιούνται παράλληλα σπάνιες γεωγραφικές ονομασίες, περίεργες μυθολογικές εκδοχές, μυστηριώδη μυθικά ονόματα που είναι αδύνατον να εννοήσουμε χωρίς βοήθεια. Τέλος, οι συνεχείς παρεκβάσεις συντελούν ώστε η αφήγηση να «βυθίζεται» συχνά στο απροσδόκητο. Το κείμενο «μεταμφιέζεται» συνεχώς, σημαίνοντα και σημαινόμενα δημιουργούν έναν τεράστιο, γοητευτικό γρίφο.


H περίφραση


Ομως το κύριο στοιχείο της αφήγησης-προφητείας είναι η γριφώδης περίφραση. Που αντί να επεξηγεί συσκοτίζει. Αυτό το αινιγματώδες δεν αφορά μόνο ήρωες και γεγονότα: χρησιμοποιείται για να δηλωθεί και μια απλή ενέργεια. H φράση λ.χ., «την παρθενοκτόνο Θέτι / με τα σπαθιά τους χτυπούσαν, μυριόποδες, ωραίες / πελαργόχρωμες, της Φαλάκρας οι κόρες» (22-24) σημαίνει πως «τα κουπιά χτυπούσαν τη θάλασσα»! Για να απολαύσουμε αυτή τη σύνθετη περίφραση πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε μία μία τις λέξεις της, τις μυθικές και άλλες αναφορές της, να φτάσουμε στο βάθος του κειμένου για να βρούμε το πραγματικό αντικείμενό της. Αυτή η τεχνική της απόκρυψης του αντικειμένου, όπως θα λέγαμε, φαίνεται καλύτερα όταν η αφήγηση αφορά γεγονότα που μας είναι οικεία. Ο οδυσσεϊκός νόστος, λ.χ., κατέχει κεντρική θέση στο ποίημα (στ. 648-819) και περιέχει ασυνήθιστες εκδοχές: η Πηνελόπη περιγράφεται ως χυδαία πόρνη, ο ήρωας πεθαίνει στην Ετρουρία κλπ. Ομως σε όλη αυτή την αφήγηση δεν ακούμε κανένα γνωστό όνομα. Ετσι ο πασίγνωστος νόστος μοιάζει διαφορετικός. Είναι ένα γνωστό-άγνωστο αίνιγμα. Το ίδιο γίνεται όταν ακούμε από το στόμα της Αλεξάνδρας τον σφαγιασμό του Αγαμέμνονα και τον δικό της στις Μυκήνες (1099-1122). Ο Λυκόφρων ακολουθεί την αισχυλική εκδοχή των γεγονότων (άλλωστε από εκεί φαίνεται να πηγάζει όλο το ποίημα). Ομως τώρα το φονικό στο Παλάτι «μεταμφιέζεται» μέσα στην προφητική ανιστόρησή του.


Χαιρόμαστε που αυτό το δύστροπο, ρωμαλέο ποίημα μεταφέρθηκε στα Νεοελληνικά με τόση επιτυχία. Με λόγο σεμνό, υψηλό και γοητευτικό. Ελάχιστες μεταφράσεις, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, μου έδωσαν τόση χαρά, όσο το μεγαλοπρεπές και τρυφερό συνάμα κείμενο της κυρίας Φανής Παιδή. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την εμπεριστατωμένη Εισαγωγή του Andre Hurst, γνωστού μελετητή του Λυκόφρονος. Ο αναγνώστης (ειδικός και μη) μπορεί να ωφεληθεί πολλαπλά μελετώντας αυτή την καλογραμμένη Εισαγωγή που φωτίζει πολλές πτυχές του ποιήματος: αυτή καθεαυτή τη «γραφή του σκοτεινού», τον ίδιο τον Λυκόφρονα, τα πρότυπα και τους απογόνους της Αλεξάνδρας, τη χειρόγραφη παράδοσή της κλπ. Το καλό τριτώνει με τις πλουσιότατες και διαφωτιστικές Σημειώσεις της κ. Παιδή (σελ. 177-288).


Να τελειώσουμε με δύο παρεμφερή ερωτήματα. Πώς θα μπορούσαμε να αναγνώσουμε σήμερα την Αλεξάνδρα; Τι νόημα έχει σήμερα, την εποχή των εύπεπτων κειμένων, ένα ποίημα όπως αυτό που παρουσιάζουμε; Θα δοκιμάσουμε μια κοινή απάντηση.


Στο προσκήνιο


Με τη δημοσίευσή της η Αλεξάνδρα (μέσα του 3ου αι. π.X.) και ως το Βυζάντιο τουλάχιστον προκαλεί το ενδιαφέρον των λογίων (κυρίως) αναγνωστών. Εχουμε πλήθος από ερμηνευτικά σχόλια, παραφράσεις, μιμήσεις, επιδράσεις. Ο Βιργίλιος λ.χ. αντλεί από τον Λυκόφρονα όσον αφορά την πορεία του Αινεία, την ίδρυση της Ρώμης κλπ. Αργότερα το αναγνωστικό ενδιαφέρον μειώνεται. Ενας γερμανός εκδότης απηυδισμένος γράφει στα 1879: «δεν βρίσκουμε καμία ικανοποίηση στα βασανιστήρια της γραμματικής του βιβλίου […] δεν αξίζει να διαβάζουμε κάποιον που δεν θέλει να τον καταλάβουμε»! Ομως ο 20ός αι. άλλαξε πάλι τα πράγματα. H Αλεξάνδρα ξαναβρέθηκε στο κέντρο της φιλολογικής έρευνας και έχουν εκπονηθεί αμέτρητες μελέτες για τη γλώσσα, τον συγγραφέα της και κυρίως για την περίφημη προφητεία στο τέλος του ποιήματος. Ο αναμενόμενος «λέων» ή «λύκος», που θα σταματήσει τον αιώνιο πόλεμο Ευρώπης-Ασίας (το θέμα αυτό διαπερνά όλο το ποίημα), είναι ο M. Αλέξανδρος; Ή η αυτοκρατορία της Ρώμης που θα εμφανισθεί ύστερα από 100 και πλέον χρόνια;


Αυτά και άλλα, φιλολογικά και μη, επαναφέρουν την Αλεξάνδρα στο προσκήνιο. Ομως αυτό που προσδίδει σήμερα στο ποίημα νέο ενδιαφέρον είναι «η σκοτεινή γραφή» που με διαφόρους τρόπους αναπτύχθηκε στον 20ό αι. «H ποίηση του Ελιοτ δεν είναι σκοτεινή, όπως θα λέγαμε σκοτεινό τον Λυκόφρονα», γράφει ο Σεφέρης το 1936 στην Εισαγωγή του στον Ελιοτ. Δεν συμφωνώ με την υποτιθέμενη διαφορά της «σκοτεινότητας» στον Λυκόφρονα και στον Ελιοτ, όπως την ορίζει ο Σεφέρης. Δεν έχει σημασία. Το σημαντικό είναι ότι γίνεται η σύγκριση. Αυτή η σύγκριση του Λυκόφρονος με τους νεότερους ποιητές και πεζογράφους δεν σταματά. Αλλοτε θετικά, άλλοτε αρνητικά. Ο υπερρεαλισμός, η ποιητική πρωτοπορία, ο μοντερνισμός γενικότερα χαρακτηρίζονται από το ηθελημένο, ή το αναγκαστικά «σκοτεινό», από αυτό που ονομάσαμε «απόκρυψη του αντικειμένου της αφήγησης». Δεν θα αναφερθούμε στους λόγους αυτού του αινιγματικού λόγου, που άλλωστε έχει μακρά παράδοση. Ομως γεγονός είναι ότι η υψηλότερη ποίηση του 20ού αι. είναι «σκοτεινή». Απ’ την άλλη ο Saint-John Perse, σύμφωνα με μια ηρωίδα του Proust, είναι δύσκολος και δεν διαβάζεται. Ο Pound είναι κρυπτικός, το γαλλικό nouneau roman ακαταλαβίστικο. Ο Finnegans Wake του James Joyce συγκρίνεται με την Αλεξάνδρα: και τα δυο θεωρούνται «monstrous curiosities»!


Ολα είναι θέμα γούστου. Αλλοι διαβάζουν για μυστηριώδεις κώδικες, μάγισσες και χαρτορίχτρες. Εμείς μπορούμε να διαβάσουμε την Αλεξάνδρα ως ένα πραγματικό ποίημα. Μοντέρνο, τολμηρό, μυστηριώδες και απείρως θελκτικό.