«Tα τρένα για το Στράλεν έχουν συχνά καθυστέρηση, τη διαδρομή αυτή την προτιμούν πολλοί αυτόχειρες». «Σε ποια στάση πρέπει να κατέβω, όταν φτάσω, Δημαρχείο, Εκκλησία ή Νεκροταφείο;». «Οπου και να κατέβετε, το ίδιο κάνει. Απέχουμε εξίσου από όλες τις στάσεις. Αποκλείεται να μπερδευτείτε».


Αυτό το πρωινό το τρένο για το Στράλεν δεν έχει καθυστέρηση, από το παράθυρο διακρίνονται μακριά τα απέραντα θερμοκήπια, απ’ όπου ξεκινούν κάθε χρόνο 35 εκατομμύρια λουλούδια για ολόκληρη τη Γερμανία.


Το Στράλεν, φυτώριο ρόδων και καταφύγιο αυτοκτόνων, είναι ένα χωριουδάκι της Κάτω Ρηνανίας, δίπλα στα ολλανδικά σύνορα. Στο κέντρο του βρίσκεται το Ευρωπαϊκό Μεταφραστικό Ιδρυμα, ένα μοναδικό στο είδος του εργαστήρι λογοτεχνικής κυρίως μετάφρασης με μια βιβλιοθήκη 110.000 τόμων. Στα 25.000 ειδικά λεξικά του, σε 275 γλώσσες, διαλέκτους και ιδιολέκτους, μπορεί να μάθει κανείς πώς λέγεται η στρουθοκάμηλος στη γλώσσα των Ζουλού, να ανακαλύψει τα ακριβή ονόματα των επτά νάνων, να εξερευνήσει τα απόρρητα της νεοελληνικής ομοφυλοφιλίας στα καλιαρντά. Σήμερα ωστόσο τα λεξικά παραμένουν κλειστά. Το απομεσήμερο αναμένεται ο γερμανός συγγραφέας Γκύντερ Γκρας για να συζητήσει με τους μεταφραστές του τα προβλήματα απόδοσης των ποιημάτων του στις διάφορες ξένες γλώσσες.


Μπορεί ο Γκρας να τιμήθηκε το 1999 με το Νομπέλ Λογοτεχνίας για το πεζογραφικό του έργο, όμως ένα τμήμα της κριτικής έχει επισημάνει ότι το άναρχο και ταραχώδες ταλέντο του εκρήγνυται με όλη του τη δύναμη όχι τόσο στα εκτενή μυθιστορήματά του όσο στα συντομότερα πεζά και τα ποιήματά του.


Ο αναιδής θάνατος


Το περασμένο φθινόπωρο δημοσίευσε μια συλλογή όψιμων ποιημάτων με τον τίτλο «Οι τελευταίοι χοροί». Πρόκειται για στίχους αναπόλησης του νεανικού σφρίγους, ρίμες γεροντικής λαγνείας, για έναν προληπτικό κόλαφο στον αναιδή θάνατο που ακούγεται να πλησιάζει. Στο Στράλεν όμως η συζήτηση έχει ως αντικείμενο το ποίημα «Πύργος στην άμμο», γραμμένο στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Συνιστά μιαν απάντηση στο ερώτημα για τις χαμένες πατρίδες και την ποιητική τους ανάκτηση, μια και ο ίδιος ο Γκρας υπήρξε πρόσφυγας. Γεννήθηκε στο Γκντανσκ, το πρώην γερμανικό Ντάντσιχ, που μετά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο περιήλθε μαζί με άλλες ανατολικές περιοχές της προπολεμικής Γερμανίας στην Πολωνία. Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. «Είναι πολύ σημαντικό», μας είπε ο συγγραφέας, «που σήμερα Πολωνοί και Γερμανοί μιλάμε ανοιχτά για όλα αυτά. Οι νέες γενιές στο Γκντανσκ αναρωτιούνται δικαιολογημένα τι συνέβη στο παρελθόν, ποιος καθόταν κάποτε στο τραπέζι τους, τι απέγιναν εκείνες οι οικογένειες. Το ζήτημα δεν τίθεται πλέον εθνικιστικά, αν δηλαδή οι επαρχίες αυτές ήταν παλιές γερμανικές που χάθηκαν ή παμπάλαιες πολωνικές που ανακτήθηκαν. Εμείς οι Γερμανοί ξεκινήσαμε έναν εγκληματικό πόλεμο και πληρώσαμε ακριβά γι’ αυτό με την απώλεια περιοχών, μεταξύ αυτών και της δικής μου γενέτειρας. Ευτυχώς που στο μεταξύ διδαχθήκαμε από όλα αυτά».


Μέσα σε απόλυτη σιωπή ο Γκρας απαγγέλλει με βαριά, σταθερή φωνή το ποίημα «Πύργος στην άμμο». Ενας πρόσφυγας από τις ανατολικές περιοχές παρουσιάζεται στο αρμόδιο γραφείο απογραφής και του ζητούν αυστηρά να τους πει πότε και πού γεννήθηκε. Μόνο που αυτός δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει κανένα συγκεκριμένο σημείο στον χάρτη. Θυμάται μόνο τη Βαλτική που πρόφερε ανέκαθεν και στα πολωνικά και στα γερμανικά τον ίδιο, απαράλλακτο παφλασμό: μπλουμπ, πφφφ, πσσσ. Οπως θυμάται και τους πύργους από άμμο που όρθωνε σαν ήταν παιδί στην όχθη του ποταμού. Οι επίσημοι γραφείς, οι λεγεωνάριοι της μνήμης, οι διαχειριστές των προσφυγικών αποζημιώσεων και συντάξεων μένουν άναυδοι. Αυτοί ζητούν το πότε, το πού και το γιατί, κι αυτός θυμάται μόνο μυρωδιές, ανέμους, πεταλούδες και θαμπά ονοματεπώνυμα που έσβησαν. Στη συγκροτημένη ανάμνηση της χαμένης πατρίδας, που ενέχει την καταγγελία της απώλειας, ο πρόσφυγας-συγγραφέας αντιπαραθέτει τη βιωματική, συγκινησιακή ανάμνηση, την εσωτερικευμένη και ανεξάρτητη πια από τους αρμούς του γεωγραφικού τόπου και του ιστορικού χρόνου. Οι κρατικοί υπάλληλοι ζητούν την κεφαλή του πρόσφυγα στη μέγκενη, για να χαλιναγωγηθεί και να συνετισθεί η ατίθαση μνήμη του. Αλλά δεν προλαβαίνουν. Ο Γκρας κλείνει την απαγγελία με εκείνο το αιώνιο μπλουμπ, πφφφ, πσσσ της Βαλτικής. Και ξεφυσώντας δυνατά μέσα από τα κιτρινισμένα δόντια του, κάτω από το διχαλωτό μουστάκι που στεφανώνει το σαγόνι του μοιάζει με τον «άλιο γέροντα», έναν νέο σοφό Νηρέα, που μόλις αναδύθηκε από τη θάλασσα για να μας σφυρίξει στο αφτί τα μεγάλα μυστικά του.


Ανάμνηση καημών


Οχι στη διατεταγμένη εθνική μνήμη, ναι στην ανάμνηση των ανθρώπινων καημών. Μόλις πρόπερσι με τη νουβέλα του «Με το βήμα του κάβουρα» ο Γκρας υπενθύμισε ένα λίγο-πολύ λησμονημένο κεφάλαιο, τη μοίρα των γερμανών προσφύγων από τις ανατολικές περιοχές. Καμβάς του έργου ήταν η ναυτική τραγωδία του κατάμεστου από πρόσφυγες πλοίου «Βίλχελμ Γκούστλοφ», που βυθίστηκε στην παγωμένη Βαλτική το 1945 από σοβιετικό υποβρύχιο. Και να που τώρα στο Στράλεν η πολωνέζα μεταφράστρια του Γκρας επιμένει να διαβάσει μια πολιτική διακήρυξη. Με τρεμάμενα χέρια υπενθυμίζει με τη σειρά της στον συγγραφέα ότι η διεκτραγώδηση των γερμανικών δεινών στον πόλεμο δίνει τροφή σε όσους αμετανόητους ζητούν την αναθεώρηση της ιστορίας, ενέχει τον κίνδυνο να εξισωθούν εκ των υστέρων οι θύτες με τα θύματα του μεγάλου πολέμου. Ακόμη και όταν ο Γκρας αντιτείνει ότι στο ανθρώπινο και λογοτεχνικό επίπεδο δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα θύματα, από όποια πλευρά κι αν βρίσκονταν, η Πολωνέζα επιμένει ότι οι συμπατριώτες της υπήρξαν τα «αθώα θύματα» και οι Γερμανοί πρόσφυγες τα «ένοχα θύματα». Προς στιγμήν η ποίηση φαίνεται αδύναμη να συγκεράσει τις διαφορές απόψεων και τελικά η υπέρβαση του αδιεξόδου γίνεται συμπτωματικά και εντελώς αντι-ιστορικά. Ο κινέζος μεταφραστής του Γκρας παρεμβαίνει και ζητεί επιτακτικά να του εξηγηθεί οριστικά και αμετάκλητα ένα ασαφές λεξίδιο του ποιήματος, που του προκαλεί πονοκέφαλο στα κινεζικά.


Οι αποστάσεις και οι διαστάσεις, στην ποίηση, στη γεωγραφία, στην ιστορία, κυριαρχούν κατά κάποιον τρόπο σε αυτή τη συνάντηση. «Επί δεκαετίες ολόκληρες», θα μας πει στο τέλος ο Γκρας, «η Δυτική Ευρώπη χάλκευε την πραγματικότητα. Μιλούσε για Ευρώπη και εννοούσε μόνο τη Δυτική. Οι Γάλλοι για παράδειγμα θα δυσκολευτούν πολύ να αποδεχθούν ότι το κέντρο της Ευρώπης δεν είναι το Παρίσι, αλλά η Πράγα. Και επειδή ακριβώς τα έργα μου εκτυλίσσονται στον ανατολικοευρωπαϊκό χώρο, είναι ένα είδος γέφυρας. Θυμηθείτε το βιβλίο μου «Ενα ευρύ πεδίο», που όταν εκδόθηκε το 1995 προσπάθησαν να το εξοντώσουν πολιτικά, επειδή επέκρινα τη βεβιασμένη και υπαγορευμένη αποκλειστικά και μόνο από τη Δύση γερμανική ενοποίηση. Οι κριτικοί εκείνοι σήμερα σιωπούν, καθώς η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ πιο σκοτεινή, περίπλοκη και ανεπανόρθωτη απ’ όσο προέβλεπα τότε. Γενικά πιστεύω ότι όσοι υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες του καπιταλισμού, ιδίως μάλιστα επειδή είχαν ακόμη νωπές τις άσχημες μνήμες του κομμουνισμού, προσγειώνονται σήμερα ανώμαλα στην πραγματικότητα». Στο μεταξύ στο Στράλεν σουρουπώνει και τα τρένα εδώ δεν κυκλοφορούν αργά. Ηρθε κιόλας η ώρα της αναχώρησης και της επιστροφής. Πού να βρίσκεται τελικά το κέντρο της Ευρώπης, πού ο ομφαλός της μνήμης και πού η πραγματική αφετηρία μας; Ο σοφός γέροντας που ήρθε από τη θάλασσα δεν μας έδειξε τον δρόμο για τον κήπο των Εσπερίδων. Μας άφησε μόνο σαν καταπίστευμα εκείνο το μπλουμπ, πφφφ, πσσσ…


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι μεταφραστής και διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.