«Ενα λάθος που γίνεται συχνότατα στον γραπτό λόγο αφορά τη λέξη γη/Γη, την οποία βλέπουμε γραμμένη σχεδόν πάντα με πεζό. Ομως, άλλο η γη στην οποία πατάμε, την οποία καλλιεργούμε, κ.λπ. («τούτη η γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε’ να μπούμε», οι εργάτες γης, η γη των πατέρων μας, κ.ο.κ.), και άλλο ο πλανήτης Γη, ο οποίος γράφεται με κεφαλαίο («Από τη Γη στη Σελήνη», «εμπρός της Γης οι κολασμένοι», το άλας της Γης, ο πληθυσμός της Γης είναι περίπου 6 δισεκατομμύρια, κ.ο.κ.).


Εξάλλου, ένα άλλο πολύ κοινό λάθος, το οποίο μάλιστα δημιουργεί ενίοτε στον ακροατή ή τον αναγνώστη σύγχυση, συνδέεται με την απόδοση στα ελληνικά του όρου contemporary/contemporain. Εχουμε, έτσι, φράσεις όπως «εδώ εκτίθενται αγγεία της Μυκηναϊκής εποχής και σύγχρονα ειδώλια» ή «τα έργα του Θεοτοκόπουλου απηχούσαν τις γνώσεις του για τη σύγχρονη τέχνη». Ούτε λίγο ούτε πολύ λοιπόν, πληροφορούμαστε ότι στην ίδια αίθουσα μουσείου εκτίθενται μυκηναϊκά αγγεία αλλά και γλυπτά των τελευταίων 20-30, ας πούμε, χρόνων, ή ότι ο Ελ Γκρέκο είχε προφητικές(;) γνώσεις σύγχρονης τέχνης. Με άλλα λόγια, αν το contemporary μεταφράζεται παντού και πάντοτε σύγχρονος, τα ολισθήματα δεν θα αποφευχθούν τελικά, καθώς υπάρχουν ουκ ολίγες περιπτώσεις οπότε απαιτείται άλλη διατύπωση, όπως, λ.χ., «τα έργα του Θεοτοκόπουλου απηχούσαν τις γνώσεις του για την τέχνη της εποχής του» ή «… για την τέχνη του καιρού του» (κατά λέξη, άλλωστε, contemporalis είναι ο συν-καιρινός, ο της ίδιας εποχής).


Και για να γίνει πιο σαφές αυτό που επισημαίνω, διάβασα κάπου τη φράση «… της τελευταίας μεσαιωνικής τάσης να επενδύονται οι θρησκευτικές ιστορίες με σύγχρονα ήθη και έθιμα». Πείτε μου, αλήθεια, τι μπορεί να αποκομίσει ο δυστυχής αναγνώστης από αυτή την – ακατανόητη, τελικά – πρόταση; Τι είδους μεσαιωνική τάση ήταν αυτή, και μάλιστα τελευταία(;), που επένδυε τις θρησκευτικές ιστορίες με σύγχρονα(!) ήθη και έθιμα; Πρόκειται, βέβαια, για «την τάση που επικρατούσε κατά τον Οψιμο (Late) Μεσαίωνα να επενδύονται οι θρησκευτικές ιστορίες με ήθη και έθιμα της εποχής εκείνης (contemporary)», όπως θα μπορούσε να αποδώσει κανείς πρόχειρα το σχετικό απόσπασμα.


Και κάτι ακόμη, μια και μπλέξαμε με τους… συγχρονισμούς. Είτε πρόκειται για τα εικαστικά και τη μουσική, είτε για τη λογοτεχνία και το θέατρο, άλλο σύγχρονη (contemporary) και άλλο μοντέρνα (modern) τέχνη. Στη μια περίπτωση το κριτήριο είναι χρονικό, ενώ στην άλλη υφολογικό. Με άλλα λόγια, στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για την τέχνη της εποχής μας (ή αλλιώς της ίδιας εποχής με αυτή για την οποία γίνεται λόγος, όπως στο παράδειγμα με τον Μεσαίωνα που προηγήθηκε), ενώ στη δεύτερη πρόκειται για τέχνη που υιοθετεί τις αρχές του μοντερνισμού («σπάζει» τις φόρμες, αδιαφορεί για την προοπτική, κ.λπ.). Ετσι, υπάρχουν έργα κατεξοχήν μοντέρνα, που ωστόσο έχουν έναν περίπου αιώνα ζωής πια (άρα, δεν είναι σε καμιά περίπτωση «σύγχρονα»), όπως υπάρχουν και αξιολογότατα σύγχρονα έργα που δεν είναι καθόλου μοντέρνα (χρησιμοποιούν τις κλασικές φόρμες, κ.λπ.).


Και κάτι ακόμη τελευταίο, πριν εγκαταλείψω – προσωρινά, τουλάχιστον – τη μικρή αυτή περιήγηση στον κόσμο των τεχνών και της ιστορίας τους. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο όταν λέμε ότι ένα γεγονός έγινε, ή ότι ένα έργο φιλοτεχνήθηκε, «στις αρχές» του 20ού (του 19ου, του 18ου, κ.ο.κ.) αιώνα, και όταν λέμε «στην αρχή» του αιώνα. Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε σε μια πιο εκτεταμένη περίοδο, που μπορεί να φτάνει, για παράδειγμα, και έως το 1918 ή το 1920, ενώ στη δεύτερη ο χρονικός προσδιορισμός είναι πιο σαφής, πιο συγκεκριμένος, πιο περιορισμένος (θα έλεγα ότι καλύπτει, χοντρικά, τα πρώτα χρόνια του αιώνα, ως το 1905 περίπου)».