«Συνεχίζοντας τον καλοκαιρινό σχολιασμό ποικίλων γλωσσικών φαινομένων που έχουν λίγο-πολύ σχέση με τις τέχνες, θα αναφερθώ σήμερα σε ορισμένες προβληματικές διατυπώσεις, αποδόσεις και εκφορές του λόγου που, αν και συχνά περνάνε απαρατήρητες ή ασχολίαστες, έχουν ωστόσο τη σημασία τους, γλωσσική αλλά και κοινωνιολογική, θα τολμούσα να πω.


Και πρώτα πρώτα, κάποιος θα πρέπει να βάλει φρένο στους διάφορους γλωσσομαθέστατους, οι οποίοι, υπερήφανοι προφανώς για τις βαθιές γνώσεις τους της αγγλικής, της γαλλικής, της γερμανικής κ.λπ., αναφέρονται σε πασίγνωστους καλλιτέχνες κάνοντας επίδειξη προφοράς. Ακούμε έτσι όλο και πιο συχνά στο ραδιόφωνο, αλλά και πριν από τις συναυλίες, για το έργο X του Μπέεετοβεν, που βασίζεται στο έργο Ψ του Σέικσπιαρ.


Δεν λέω, καλό είναι να γνωρίζουμε και να γνωρίζει και το κοινό ότι ο Μπετόβεν δεν γράφεται Betoven αλλά Beethoven, ή ότι ο Σαίξπηρ δεν γράφεται Sexpir αλλά Shakespeare. Ομως, καλώς ή κακώς, υπάρχει και η ιστορική γραφή και προφορά ορισμένων ονομάτων (βλ. και παλαιότερο σχετικό Υπο-γλώσσιο για τον Τσώρτσιλ/Τσέρτσιλ και άλλες ιστορικές φυσιογνωμίες), που κανείς δεν μπορεί να την αγνοεί, επιλέγοντας αντ’ αυτού να βελάζει, για παράδειγμα, επιδεικτικά από το μικρόφωνο (Μπεεε…) κάθε φορά που αναφέρει το όνομα του μεγάλου συνθέτη. Σκεφτείτε απλώς τι θα γινόταν αν ένας ιστορικός της τέχνης άρχιζε ξαφνικά να μιλάει όχι πια για τα έργα του βαν Γκογκ αλλά του φαν Χοχ (όπως είναι η σωστή προφορά του van Gogh στα ολλανδικά).


Λάθος είναι επίσης η διατύπωση, που όλο και συχνότερα την ακούω, «το πρόγραμμα περιλαμβάνει το κοντσέρτο αριθμό 1 του Μπραμς», αντί για «… περιλαμβάνει το κοντσέρτο αριθμός 1…», που είναι, βέβαια, το σωστό. Και τι να πει κανείς για τον πληθυντικό των ιταλικής προέλευσης μουσικών όρων, όπου, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια δίνουν και παίρνουν τα κοντσέρτι και τα τύμπανι, τα ντιβερντιμέντι και τα λιμπρέτι, και μάλιστα συνήθως από τους ίδιους εκείνους «υποψιασμένους γλωσσομαθείς» που λένε και Μπέεετοβεν. Ομως, κι εδώ, όπως και σε πολλές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: από τη στιγμή που μια λέξη έχει «ελληνοποιηθεί», κλίνεται.


Οπως, δηλαδή, λέμε το καπέλο/του καπέλου/τα καπέλα, το κασκέτο/του κασκέτου/τα κασκέτα, το καζίνο/του καζίνου/τα καζίνα, το μπρόκολο/του μπρόκολου/τα μπρόκολα, το μπορντέλο/του μπορντέλου/τα μπορντέλα, η καντάδα/της καντάδας/οι καντάδες ή η βεντέτα/της βεντέτας/οι βεντέτες, έτσι λέμε και το λιμπρέτο/του λιμπρέτου/τα λιμπρέτα, το ντιβερντιμέντο/του ντιβερντιμέντου/τα ντιβερντιμέντα, το τύμπανο/του τυμπάνου/τα τύμπανα, το κοντσέρτο/του κοντσέρτου/τα κοντσέρτα. Αλλιώς, αν ορισμένοι μουσικολογούντες που αρέσκονται σε παρόμοιους τσαχπίνικους νεωτερισμούς θέλουν να είναι γλωσσικά συνεπείς με τον εαυτό τους, θα πρέπει επίσης να λένε και να γράφουν τα φλάουτι και τα κόρνι, τα (βιολον)τσέλι και τα κοντραμπάσι, οι τοκάτε και οι φούγκε, οι τενόρι και οι μπάσι (με ι, και όχι οι).


Τελευταίο και ολίγον ευτράπελο, για να ελαφρύνει κάπως και το κλίμα: catalogue raisonnie (όρος γαλλικής προέλευσης, ο οποίος όμως χρησιμοποιείται αμετάφραστος σε όλες τις γλώσσες) είναι ο πλήρης, συχνά σχολιασμένος κατάλογος έργων ενός ζωγράφου, γλύπτη ή χαράκτη, και όχι βέβαια ο «κατάλογος σκέψης» ή ο «λελογισμένος κατάλογος», όπως πρόσφατα διάβασα σε κείμενα που έπεσαν στα χέρια μου.»


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ).Οι αναγνώστες μπορούν να στέλνουν τις παρατηρήσεις τους, τις επισημάνσεις τους ή τις διαφωνίες τους στην ηλεκτρονική θυρίδα achpappas@hotmail.com Από τις εκδόσεις Καστανιώτη. κυκλοφορούν ήδη τα πενήντα πρώτα κείμενα της στήλης με τον τίτλο «Υπο-γλώσσια».