«Γράφοντας την προηγούμενη εβδομάδα για τον πληθυντικό των λέξεων αγγλικής κυρίως προέλευσης, βρέθηκα εκ των πραγμάτων μπροστά σ’ ένα άλλο σχετικό πρόβλημα, το οποίο έχουν θίξει κατά καιρούς και αναγνώστες της στήλης σε επιστολές τους: είναι πιο σωστό – ή έστω, πιο σκόπιμο – να γράφονται ορισμένα ουσιαστικά ξενικής προέλευσης με μία ή με δύο λέξεις;


Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, στο βαθμό που οι συγκεκριμένες λέξεις έχουν πια ενσωματωθεί απόλυτα στα ελληνικά, δεν έχει και νόημα η μηχανιστική, θα έλεγα, αναπαραγωγή του τρόπου με τον οποίο γράφονται στα αγγλικά, στα γαλλικά, κ.ο.κ. Υπάρχει, βέβαια, και η εύκολη λύση(;) να γράφει κανείς τις συγκεκριμένες λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες, οπότε όμως στα κείμενά του ένα μεγάλο ποσοστό των λέξεων θα είναι σε λατινικό αλφάβητο, πράγμα μάλλον άχαρο.


Και για να γίνω πιο σαφής νομίζω πως μπορούμε πια, χωρίς κανένα πρόβλημα, να γράφουμε «το Σάββατο το απόγευμα τα σουπερμάρκετ είναι ανοιχτά» (ούτε τα σούπερ μάρκετ, ούτε τα σουπερμάρκετς), «το βιβλίο Οταν ανθίζουν οι παπαρούνες είναι για πέμπτη εβδομάδα στη λίστα των μπεστσέλερ» (ούτε των μπεστ σέλερ, ούτε των μπεστσέλερς), «μετά την κατασκευή της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, δεν θα χρησιμοποιούμε πια τα φεριμπότ» (ούτε τα φέρι μποτ, ούτε τα φεριμπότς), «ο Παναθηναϊκός έπαιξε με δύο πλεϊμέικερ» (ούτε με δύο πλέι μέικερ, ούτε με δύο πλεϊμέικερς), κ.ο.κ. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι την ίδια αυτή άποψη θα την προέκτεινα έως το σημείο να γράφω με μία λέξη ακόμη και το λίβινγκρουμ, το πο(τ)πουρί, κ.λπ.


Αλλιώς, θα έπρεπε -κατά τη γνώμη μου, πάντα- να γράφουμε με δύο λέξεις όλα τα ξενικής προέλευσης ουσιαστικά που γράφονται έτσι στη γλώσσα τους. Θα είχαμε έτσι «έφαγα μακαρόνια ο/ω γκρατέν» αντί για «μακαρόνια ογκρατέν», «σκέφτομαι να φύγω για το γουίκ εντ» αντί «για το γουικέντ», «ο επόπτης υπέδειξε οφ σάιντ» αντί για «υπέδειξε οφσάιντ», «η εφημερίδα χαρίζει ντι βι ντι» αντί για «χαρίζει ντιβιντί» (ή αλλιώς, DVD), «η Χριστίνα έλαβε πολλά ι μέιλ» αντί για «πολλά ιμέιλ» (ή, αλλιώς, e-mails), κ.ο.κ.


Ολα αυτά, με μια αναγκαία διευκρίνιση: αναφέρομαι αποκλειστικά σε λέξεις που έχουν πλήρως ενσωματωθεί στον ελληνικό γραπτό και προφορικό λόγο, και όχι βέβαια σε οποιαδήποτε λέξη εκ της αλλοδαπής προερχόμενη. Με άλλα λόγια, και για να προλάβω ενδεχόμενα εξυπνακίστικα σχόλια, δεν ισχυρίζομαι ότι είναι προτιμότερο να γράφουμε φολοουάπ, τσαμπιονσλίγκ, κ.λπ.


Συμπερασματικά, θα άξιζε ίσως να επισημανθεί ότι ιδιαίτερα διλήμματα και προβλήματα -τόσο ως προς την προφορά τους, όσο και ως προς τη γραφή τους- προκύπτουν με εκείνες ακριβώς τις λέξεις (το σιντί, το ιμέιλ, κ.ά.) που βρίσκονται σ’ ένα είδος μεταίχμιου: από τη μια γίνεται πια ευρύτατη χρήση τους, ενώ από την άλλη «μπήκαν» αρκετά πρόσφατα στην ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα η ελληνοποίηση της γραφής τους και της προφοράς τους να ξενίζει ακόμη.


Τέλος, υπάρχουν ασφαλώς και λέξεις ξενικής προέλευσης που, αν και ήδη εδώ και αρκετά χρόνια χρησιμοποιούνται στα ελληνικά όλο και πιο συχνά, θα ήταν ίσως πολύ πρόωρη κάθε προσπάθεια ένταξής τους στον γραπτό λόγο με ελληνικά στοιχεία. Επομένως, εκ των πραγμάτων, η χρησιμοποίησή τους με λατινικούς χαρακτήρες είναι η μόνη λύση (το think tank, το cash flow, το pay-roll) -αν, βέβαια, δεν θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει, ή απλώς αγνοεί την καθ’ όλα αξιοπρεπή και επαρκή απόδοσή τους, όπου και όταν υπάρχει τέτοια (δεξαμενή σκέψης, μισθοδοσία, κ.λπ.).»


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Οι αναγνώστες μπορούν να στέλνουν τις παρατηρήσεις τους, τις επισημάνσεις τους ή τις διαφωνίες τους στην ηλεκτρονική θυρίδα achpappas@hotmail.com. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν ήδη τα πρώτα 50 κείμενα της στήλης με τον τίτλο «Υπο-γλώσσια».