Να πούμε κατ’ αρχάς ότι το βιβλίο του Αλέξανδρου Δάγκα έχει μεγάλη σπουδαιότητα. Υπάρχουν φορές που είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε εκφράσεις φαινομενικά υπερβολικές, οι οποίες ωστόσο δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Αν θέλουμε να αποδώσουμε απλά και άμεσα την εκτίμηση που οφείλουμε σε ένα μεγάλο έργο το οποίο έχει σχέση με βασικά προβλήματα, στην προκειμένη περίπτωση με την οικονομική και κοινωνική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας και γενικότερα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, θα πρέπει να αποδεχθούμε τη χρησιμοποίηση χαρακτηρισμών που έχουν ιδιαίτερο βάρος. Ο πλούτος της τεκμηρίωσης, η συμπαγής δομή που τη στηρίζει και η λεπτότητα της ανάλυσης αποτελούν τη βάση μιας παραδειγματικής μεθόδου, η οποία, χωρίς να αρκείται στις επιτεύξεις της, ανοίγει νέες προοπτικές και χαράζει κατευθυντήριες γραμμές για μελλοντικές έρευνες στον τομέα αυτόν.


Ο συγγραφέας αφιέρωσε ήδη περισσότερα από 17 χρόνια επίπονης δουλειάς, από την οποία προέκυψαν και άλλες ενδιαφέρουσες εκδόσεις, ιδίως το έργο μεγάλης σημασίας Συμβολή στην έρευνα για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: Οικονομική δομή και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, 1912-1940 (Θεσσαλονίκη, 1998, 762 σελίδες) που βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2000.


Καρπός της μακράς αυτής εργασίας, το βιβλίο του Αλέξανδρου Δάγκα δεν μπορεί παρά να αποτελεί σταθμό στην ιστοριογραφία που αφορά το πέρασμα της Ελλάδας στον καπιταλισμό, την αστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και, μεταξύ άλλων, το κοινωνικό κίνημα, τις τεχνικές της εργασίας, την καθημερινή ζωή μεγάλης μάζας του πληθυσμού, τόσο κρίσιμα προβλήματα για την κατανόηση της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας.


Εκτός από τον πλούτο του υλικού και την επιδεξιότητα της χρησιμοποίησής του από τον συγγραφέα, θα πρέπει να επιμείνουμε στο γεγονός ότι το σημαντικό αυτής της μελέτης έγκειται, κατά πρώτο λόγο, στην επιλογή του ίδιου του θέματος.


H πόλη της Θεσσαλονίκης, «συμπρωτεύουσα» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συμπρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, ιδιότητα που της προσέδιδε όχι τόσο διοικητική εξουσία όσο ακτινοβολία σε όλα τα επίπεδα, πάνω σε μια μεγάλη περιοχή, είχε ανέκαθεν, ως γνωστόν, για διάφορους και σύνθετους λόγους μια ιστορία σημαδεμένη από την παρουσία διεθνούς ενδιαφέροντος.


Από την άλλη πλευρά, η περίοδος που επιλέχθηκε από τον A. Δάγκα ως σημείο μελέτης της πόλης και της περιοχής της είναι καθοριστική. Πρόκειται για το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας, που συμπίπτει με την επανάσταση του 1908 στην αυτοκρατορία και το πέρασμα, με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), στην επικράτεια του νεοελληνικού κράτους, και επιπλέον για τις συνέπειες της ήττας των Ελλήνων στη Μικρά Ασία (1922), της οποίας οι επιπτώσεις αποτελούν – καθώς ξέρουμε – άμεση και μη αναστρέψιμη υποθήκη για την περιοχή, κυρίως για τον πληθυσμό και, στη συνέχεια, για τον κοινωνικό του μετασχηματισμό.


Ετσι ο συγγραφέας δράττεται της ευκαιρίας και μας δίνει ουσιαστικές σελίδες της ιστορίας της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, καθώς και της αστικής ανάπτυξης στην επικράτεια που οριζόταν από τα νέα ελληνικά σύνορα.


Τέλος, τρίτο αξιοπρόσεκτο σημείο στην επιλογή του A. Δάγκα είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής της μελέτης του: Ενα αντικείμενο μελέτης, ένα στοιχείο που τον οδηγεί αναγκαστικά στην εξέταση της ανάπτυξης των τριών τομέων παραγωγής του πλούτου, συμβατικά μιλώντας του πρωτογενούς, του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα.


Πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο συγγραφέας ήταν σε θέση να φέρει εις πέρας την προσπάθεια αυτή. Πραγματεύθηκε αποτελεσματικά τα ζητήματα της παραγωγής και μεταποίησης του καπνού, της διανομής του προϊόντος, των τιμών και των συνθηκών εργασίας στον τομέα αυτόν, αλλά και της διαδικασίας διαμόρφωσης και δόμησης των ανταγωνιστικών τάξεων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. H προσπάθεια είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη, καθώς οι ιδιαιτερότητες που διακρίνουν σε όλα τα θέματα τις περιοχές του Βορρά από την υπόλοιπη χώρα είναι πολλές και η ερμηνεία τους απαιτεί από πλευράς συγγραφέα μεγάλη λεπτότητα ανάλυσης και μια ευαισθητοποίηση, στο τοπικό και εθνικό αλλά εξίσου και στο διεθνές πλαίσιο, στο οικονομικό ιδίως επίπεδο.


Από τα πλέον σημαντικά κομμάτια αυτού του ωραίου βιβλίου είναι τα μέρη που αναφέρονται στις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν και δούλευαν οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες. Συνθήκες απόλυτης αβεβαιότητας που χαρακτήριζαν μια μίζερη, από κάθε πλευρά, ζωή και που καθόρισαν τελικά τη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Οι διεκδικήσεις αυτών των ανθρώπων για καλύτερους όρους ζωής αποτελούσαν όντως μια πάλη των τάξεων με βίαιες πολλές φορές πράξεις και με σκληρή καταπίεση εκ μέρους του κράτους και των πιο ισχυρών κατόχων των μέσων παραγωγής. Αξιομνημόνευτες συγκρούσεις που, κατά περίπτωση, σκληραγώγησαν το εργατικό κίνημα και συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της οργάνωσής του.


Δεν είναι τυχαίο ότι στην τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα η αντίσταση της εργατικής τάξης στη Βόρεια Ελλάδα και κυρίως στην πόλη της Θεσσαλονίκης έθρεψε με το αίμα της την έμπνευση του Γιάννη Ρίτσου στο εξαιρετικό ποίημα που μας κληροδότησε, τον «Επιτάφιο». Ηταν τον Μάη του ’36, περίπου τρεις μήνες πριν από την κήρυξη της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά.


Τελειώνοντας, πιστεύω πως τώρα με το βιβλίο του Αλέξανδρου Δάγκα διαθέτουμε μια σημαντική σελίδα της ιστορίας της πόλης της Θεσσαλονίκης, συνέχεια κατά κάποιον τρόπο του κλασικού έργου του.


H κυρία Ελένη Αντωνιάδη-Μπιμπίκου είναι καθηγήτρια της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales του Παρισιού.