«Με την ευκαιρία της «Ελληνικής Ορολογίας Ολυμπιακών Αθλημάτων», για την οποία έγραφα την προηγούμενη Κυριακή, είναι ίσως σκόπιμο να επανέλθω στο θέμα των γλωσσικών δανείων και να ξεκαθαρίσω, κατά το δυνατόν, τη θέση μου.


Ευτυχώς και για μας, αλλά και για εκείνες, όλες οι γλώσσες πάντα δανείζονταν, δανείζονται και θα εξακολουθήσουν να δανείζονται. Και βέβαια θα ήταν μάλλον παράδοξο να αποτελούν εξαίρεση τα ελληνικά, καθώς η Ελλάδα υπήρξε πάντοτε κατεξοχήν σταυροδρόμι πολιτισμών και πολιτισμικών επιρροών, και επομένως γλωσσικού δούναι και λαβείν. Δάνεια και νεολογισμοί συμβάλλουν στον εμπλουτισμό μιας γλώσσας προσδίδοντάς της τη ζωντάνια και την πλαστικότητα που τόσο έχει ανάγκη. Αλίμονο σ’ εκείνη τη γλώσσα – όπως και σ’ εκείνη τη χώρα, άλλωστε – που θα κλειστεί στο καβούκι της, θα δηλώσει από κάθε άποψη αυτάρκης και θα αρνηθεί οριστικά κάθε ξένη επιρροή. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, αν δεν κάνω λάθος, τον οποίο δύσκολα θα μπορούσε βέβαια κανείς να κατηγορήσει για αδιαφορία ή περιφρόνηση προς την παράδοση και προς τις «ρίζες», έλεγε ότι, όσο η γλώσσα θυμίζει νερό τρεχούμενο, ρυάκι, μην τη φοβάσαι· άμα γίνει νερό στάσιμο, που λιμνάζει, τότε ν’ ανησυχείς. Με άλλα λόγια, η γλώσσα δέχεται στην πορεία της εξέλιξής της, στη ροή της, κάθε λογής επιρροές και δάνεια· απ’ όλη αυτή τη «φερτή ύλη» κρατάει ό,τι της είναι απαραίτητο και τα υπόλοιπα τα «αφήνει στο δρόμο», τα αποβάλλει. H άρνηση κάθε γλωσσικού δανείου και η άποψη περί γλώσσας αναλλοίωτης εις τους αιώνας των αιώνων είναι όχι μόνο βαθύτατα αντιδραστική (όπως, άλλωστε, και η άποψη περί φυλετικής καθαρότητας των Ελλήνων ή οποιουδήποτε άλλου λαού), αλλά και αφελής, αφού η νεοελληνική βρίθει – και καλά κάνει – λέξεων που προέρχονται από τα τουρκικά, τα ιταλικά, τα αρβανίτικα, τα σλαβικά κ.ά.


Οπως ακριβώς, λοιπόν, παλαιότερα η ελληνική «πήρε» ένα σωρό λέξεις από γειτονικούς λαούς και από άλλες γλώσσες, έτσι και σήμερα δανείζεται, όποτε οι ανάγκες της ή τα ελλείμματά της το επιβάλλουν (κυρίως από τα αγγλικά, τη lingua franca των ημερών μας). Τα άλλα όλα είναι για μεταμεσονύκτιες εκπομπές σε λαθρόβια κανάλια, για τους καθ’ έξιν – και ολίγον κατ’ επάγγελμα – ανησυχούντες (για την εθνική μας υπόσταση, για την εθνική μας γλώσσα κ.ο.κ.), για τους κάθε λογής Πλεύρηδες και Ζουράριδες, για τους κεκράκτες του εθνικού μας «αφανισμού», του «finis Graeciae» και του «απέσβετο και λάλον ύδωρ».


Ναι, λοιπόν, στην ντρίμπλα, και στο σουτ, και στο μαρκάρισμα, και στο ταϊμάουτ, και στο κροσέ στην πυγμαχία, και στο μπλοκ στο βόλεϊ. Οχι, βέβαια, στο «δεν έχει τύχη η ομάδα» (αντί για «δεν έχει καμιά ελπίδα») ή στο «ο X ήταν μακράν ο καλύτερος παίκτης» (αντί για «αναμφισβήτητα» ή έστω «με διαφορά»).


Ναι στο Διαδίκτυο, που θα μπορούσε βαθμιαία να υποκαταστήσει δίχως πολλά προβλήματα το Internet. Οχι, όμως, στον σαρωτή στη θέση του σκάνερ, όχι στον σιδηρόδρομο τηλεομοιοτυπία αντί για fax/φαξ, όχι στο αυτεπίστροφον, το αμφίψωμον ή το απαγόρασμα. Αλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι αντίστοιχοι όροι «εισαγωγής» (μπούμερανγκ, σάντουιτς, μποϊκοτάζ) είναι όχι μόνο απολύτως ενσωματωμένοι πια στην ελληνική γλώσσα αλλά και από τις πιο γλαφυρές (ναι, γλαφυρές) λέξεις της νεοελληνικής, εξ ου και η συχνότατη χρήση τους και με μεταφορική – εκτός από την κυριολεκτική – έννοια (η επίθεση κατά της κυβέρνησης μετατράπηκε σε μπούμερανγκ για την αντιπολίτευση, τα μπακ της AEK έκαναν σάντουιτς τον σέντερ φορ του ΠΑΟΚ κ.ο.κ.). »


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Οι αναγνώστες μπορούν να στέλνουν τις παρατηρήσεις τους, τις επισημάνσεις τους ή τις διαφωνίες τους στην ηλεκτρονική θυρίδα achpappas@hotmail.com.