Τότες ακώ κι ένα κούρντισμα ώς – μου – τα μέλη κινήσουν σε άσκηση τέλεια.


Α, τ’ ορκίζομαι – τι ιστορία – στο φως μου, τι σούστες!.. τι γέλια!


Γιάννης Σκαρίμπας, «Ο αρλεκίνος»


Με αφορμή τη μετάφραση στα ελληνικά της μπερξονικής μελέτης για το γέλιο είχαμε και παλαιότερα (11.10.1998) ασχοληθεί με τη σοβαρότητα της ευτραπελίας και του κωμικού, διαβλέποντας ότι η ιλαρή διάθεση ασκεί θεμελιώδη λειτουργία στην προσωπική και συλλογική ζωή του ανθρώπου. Ο Κωστής Παπαγιώργης, προσεκτικός φυσιολόγος των ανθρωπίνων παθών σε αρκετά ως τώρα βιβλία του, αποφασίζει να ανατάξει με το παρόν δοκίμιό του το πάθος του γέλωτος, μόνο γνώρισμα, καθώς αρχαιόθεν τονίζεται, που διαφοροποιεί την ανθρώπινη από τη ζωώδη φύση.


Στα πέντε πρώτα κεφάλαια του βιβλίου («Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο», «Γελάνε τα ζώα;», «Αριστοφάνης και Οιδίπους», «Οι μεθοδεύσεις του κωμικού», «Ειρωνεία και χιούμορ») γίνεται μια συνοπτική αλλά ουσιαστική και κριτική ανασκόπηση διαφόρων αντιλήψεων ή «θεωριών» περί του γέλιου και των παραλλαγών του. Ετσι, εκκινώντας από τις αριστοτελικές θέσεις περί αγελάστων ζώων (που πριμοδοτεί εξ αντιδιαστολής την άποψη για το μόνο γελαστό ζώο, τον άνθρωπο) και διατρέχοντας τις νεότερες απόψεις του Χομπς, του Μποντλέρ, του Μπερξόν, του Σοπενάουερ, του Κίρκεγκορ, του Κανέτι και, σποράδην, πολλών άλλων συγγραφέων, σχολιάζονται τα βασικά γνωρίσματα του γέλιου.


Προϊόν κακεντρέχειας και μοχθηρίας, που βασίζεται σε μια στιγμιαία αίσθηση ανωτερότητας έναντι της αδυναμίας του άλλου, το γέλιο εντάσσεται στους μηχανισμούς καταστολής και διόρθωσης κάθε παρέκκλισης από τον κανόνα της ευταξίας, της κοινωνικής νόρμας. Ο άνθρωπος γελά με τα ανθρώπινα, δεν είναι μόνο το γελαστό ζώο, αλλά και το μόνο ζώο που προκαλεί το γέλιο – γελάμε με τα ζώα που ανθρωποφέρνουν, με τον παπαγάλο που μιλάει, με τα σουσούμια της μαϊμούς που μιμείται ανθρώπινα κινήματα, με την αρκούδα που «χορεύει» και τα λοιπά. Το γέλιο είναι ανθρωποκεντρικό και θέλει ανθρώπινη συνάφεια, συλλογικότητα, συντροφικότητα. Δεν γελάμε με τα ξένα αστεία, υπογραμμίζει ο Παπαγιώργης, όπως δεν κλαίμε σε μια ξένη κηδεία, καθ’ ότι χρειάζεται μια λανθάνουσα συνενοχή για να γελάσουμε εις βάρος κάποιου, ενώ το γέλιο κόβεται μαχαίρι όταν μας αφορά, όταν εμείς γινόμαστε το αντικείμενο γέλωτος των άλλων, οι καταγέλαστοι και αποσυνάγωγοι της κοινότητας. Στην πλατεία του θεάτρου η ευθυμία των θεατών επιτείνεται ανάλογα με το αδιαχώρητο της αίθουσας, όσο περισσότεροι τόσο μεγαλύτερη η έκρηξη του γέλιου. Υπογραμμίζεται εύστοχα η επινόηση του «κονσερβαρισμένου γέλιου» στις αμερικανικές τηλεοπτικές κωμωδίες. Δεν γελάει κανείς μονάχος (εκτός και αν δεν έχει σώας τας φρένας· ο τρελός χαχανίζει αναίτια, όταν όλοι γύρω του είναι σοβαροί και δεν συμμετέχουν στη θυμηδία του). Η γενική ευθυμία ταυτίζεται με μια προεξοφλημένη ομοψυχία, «ωσάν το θυμικό του καθενός να ανακάλυψε ένα βαθύτερο ρεύμα ζωής όπου, αναβαπτιζόμενο, κοινωνεί με ένα συλλογικό αυτεξούσιο». Ετσι, το «κονσερβαρισμένο γέλιο» γίνεται αποδεκτό, ενώ δεν διανοείται κανείς να συγκινηθεί με «κονσερβαρισμένο κλάμα» σε ένα δράμα. «Αποταμιευμένος θρήνος σε μια τραγωδία θα προκαλούσε γέλια, αντίθετα αποταμιευμένο γέλιο σε μια κωμωδία, κι αν προκαλέσει κλάματα, θα είναι ασφαλώς δάκρυα από τα γέλια».


Το ιαματικό ξέσπασμα


Στο κεφάλαιο για τον Αριστοφάνη και τον Οιδίποδα ο Παπαγιώργης διατυπώνει μια τολμηρή υπόθεση εργασίας, που θα φανεί χρήσιμη και για τα δύο καταληκτικά κείμενα του βιβλίου (περί Παπαδιαμάντη και Βιζυηνού). Τόσο η τραγωδία όσο και η κωμωδία εντάσσονταν στις διονυσιακές αθηναϊκές εορτές, και αμφότερες δεν παρουσίαζαν στον θεατή κάτι που αυτός δεν γνώριζε. Ο Αριστοφάνης έγραψε τα περισσότερα έργα του μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου, οπότε τα οικεία κακά ήσαν γνωστά και αφόρητα: τα κοινά παθήματα συνθέτουν το ασφαλές υπόστρωμα της κωμικής γιορτής, ο δραματουργός απευθύνεται σε ομοιοπαθείς, ο πολίτης αναγνωρίζει στη σκηνή οικείες καταστάσεις, νιώθει ότι η παράσταση του ανήκει, είναι τα δικά του ήθη που διακωμωδούνται, εξ ου και στην κωμωδία εντοπίζουμε άπειρες πληροφορίες για την καθημερινότητα, το παρόν της πόλης. Πέραν λοιπόν των γεφυρισμών, των κοπρολογιών και βωμολοχιών, της ελευθερόστομης πανδαισίας, η κωμωδία οδηγούσε στο ιαματικό ξέσπασμα, στο καθαρτήριο γέλιο, μετέφερε τον αγέλαστο θεατή της χθεσινής τραγωδίας από το δέος του μύθου στην απτή ιστορική πραγματικότητα, και αυτό με μια αρκούντως έκδηλη διδακτικότητα. Πώς;


Προφανώς, λέει ο Παπαγιώργης, η κωμωδία «αποπραγματοποιούσε τα σκληρά αδιέξοδα της πόλης επιτρέποντας μια πλασματική έξοδο από το παρόν και μια διαφορετική επάνοδο». Στους Ορνιθες εντοπίζεται η πληροφορία ότι οι θεατές έβρισκαν βαρετές τις τραγωδίες και ανυπομονούσαν να έλθει η ώρα της εκτόνωσης στην κωμωδία. Από την άλλη μεριά, και στις τραγωδίες ο μύθος ήταν γνωστός στο κοινό, το οποίο παρακολουθούσε τις δεξιότεχνες επιβραδύνσεις ή τους τεχνικούς ελιγμούς και τη μαεστρία του συγγραφέα με ενδιαφέρον που δεν απέτρεπε την ιλαρή διάθεση και την αναψυχή κατά σημεία. Ο θεατής, γνωρίζοντας όλες τις πλάνες του Οιδίποδα, δεν συμμεριζόταν τις αυταπάτες του, παρακολουθούσε από κάποια απόσταση τα πάθη του ή μάλλον τις παρεξηγήσεις στις οποίες τον οδηγούσε η άγνοιά του. «Παρά την επιφανειακή ασέβεια του ισχυρισμού, υπεισέρχεται κάτι γνήσια κωμικό στο όλο στήσιμο της προοδευτικής κατάρρευσης. Ο τρόμος της ατμόσφαιρας δεν αποκλείει τον καγχασμό του θεατή, αλλά και καγχασμός να μην υπήρχε, ο θεατής που ήξερε την τελική λύση ευνόητο ήταν να διακατέχεται από μια διάθεση υψηλής συγκατάβασης απέναντι στον ήρωα». Τόσο η κωμωδία λοιπόν όσο και η τραγωδία αλληλοπλέκονταν, έχοντας κοινή καθαρτική πρόθεση, είτε διογκώνοντας τη φαυλότητα για να αποκαθαρθεί η πόλη διά της ιλαρότητας είτε προκαλώντας το δέος και την καθαρτήρια φρικίαση, που δεν απέκλειε το ελαφρό, ειρωνικό μειδίαμα μπροστά στα πελαγοδρομήματα των τραγικών ηρώων. Δικαιούται κανείς να διαβάσει τον Οιδίποδα ως έργο που παραδόξως συγγενεύει με τα κωμικά του αδέλφια και να συνομολογήσει με τον Εγελο ότι η κωμωδία αρχίζει εκεί ακριβώς όπου τελειώνει τραγωδία.


Πένθιμος ευθυμία


Με βάση αυτή την παρά πάσαν προσδοκίαν συγγένεια του τραγικού με το κωμικό μπορεί κανείς να καταλάβει το δίπτυχο στο οποίο καταλήγει το βιβλίο του Παπαγιώργη, τα «Παπαδιαμαντικά γέλια» και τα «Βιζυηνά γέλια». Δύο από τους «σοβαρότερους» συγγραφείς μας, τραγικές μορφές οι ίδιοι, διαχέουν ένα είδος ευτραπελίας και ευθυμίας στα κείμενά τους. Δεν εντοπίζουμε εύκολα βέβαια το ξεκαρδιστικό, πληθωρικό γέλιο, αλλά όλες τις αποχρώσεις του μειδιάματος, μεγάλες δόσεις ειρωνείας και φαιδρών αστεϊσμών. Ο Παπαδιαμάντης «ασκεί την καρδιογνωσία του στις βεβαρημένες ψυχές, στα συντρίμμια, σε αυτό που ονομάζει πένθιμον ευθυμίαν και όχι στις συναθροίσεις της ευωχίας, όπου το προσωπικό δράμα επικαλύπτεται από τα εφήμερα κύματα της οινοχαρούς ιλαρότητας». Αφοσιωμένος και φλεγματικός παρατηρητής της μικροκαθημερινότητας, καταγράφει με εντυπωσιακή εμμονή και οξυδέρκεια το παραμικρό ψυχικό σκίρτημα των συντοπιτών του, άρα και τα σκώμματα και τους αστεϊσμούς τους. Μια αίσθηση πικρίας και ματαίωσης, ωστόσο, δεν αφήνει το γέλιο να ολοκληρωθεί, τη γηθοσύνη να φαιδρύνει τα πρόσωπα. Στον παπαδιαμαντικό κόσμο κυριαρχεί το πικρό μειδίαμα της συμπάθειας και όχι το ασυγκράτητο, δηκτικό γέλιο.


Ο τουρκομερίτης και κοσμοπολίτης Βιζυηνός σκηνοθετεί αλλιώς τα πρόσωπα των δικών του διηγημάτων, μεθοδεύει έντεχνα, μακράν της παπαδιαμαντικής αμεσότητας, τις μυθοπλασίες του, αλλά δεν αποφεύγει επίσης να φοδράρει με του πένθος και μελαγχολικό μειδίαμα τα κείμενά του. Αν εξαιρέσουμε το άδολο, αργυρόηχο και παιδικό γέλιο της Μάσιγγας, πουθενά στα βιζυηνά διηγήματα δεν εντοπίζουμε ήρωα να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Η πικρή ειρωνεία και το βάθος της δυστυχίας χαράζουν κι εδώ το σύνορο του κωμικού πλάι στο δραματικό και δεν επιτρέπουν την πολυτέλεια του γέλιου μήτε καν στον κόσμο της παραφροσύνης. Αυτοβιογραφούμενος, κατά μέγα μέρος, ο συγγραφέας στα κείμενά του, δεν μπορεί να γελάσει ξέφρενα με τα πάθη του· το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σύρει άτσαλα τη γραμμή του μειδιάματος, δείγμα αυτοπαραμυθίας και αυτογνωσίας. Τα παπαδιαμαντικά και βιζυηνά γέλια αυτοακυρώνονται και αφήνουν τη θέση τους στο πικρό μειδίαμα, νιοστή παραλλαγή του ανόθευτου, συλλογικού, άναρχου και αυθόρμητου γέλιου.


Με δυο λόγια έχουμε μπροστά μας ένα ψυχωφέλιμο βιβλίο που μας προσκομίζει γνώσεις αλλά και προσωπικές προσεγγίσεις για το γέλιο και τις ποικίλες εκδοχές του, θέμα ανεξάντλητο και υπό διαρκή εξερεύνηση.


H κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.