Οι πολίτες των σύγχρονων δημοκρατικών κρατών νιώθουν παγιωμένη και εντεινόμενη δυσφορία για τη λειτουργία των θεσμών. H δημοκρατία σε κρίση! Και όμως, όλοι ομνύουν στο όνομά της, ακόμη και τα πλέον αυταρχικά ή τυραννικά καθεστώτα, έστω και αν την επικαλούνται προσχηματικά. Ιδού λοιπόν ένα παράδοξο. Για τη Σαντάλ Μουφ, καθηγήτρια πολιτικής θεωρίας στο Λονδίνο, διεθνώς γνωστή από τη δεκαετία του ’80, το δημοκρατικό παράδοξο δεν είναι συγκυριακό, αλλά εντοπίζεται στην ίδια την καταγωγή της δημοκρατίας. H σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι συνάρθρωση δύο διακριτών παραδόσεων, του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας. Ο πρώτος προτάσσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ατομική ελευθερία, η δεύτερη την ισότητα και τη λαϊκή κυριαρχία. Μεταξύ τους δεν υπάρχει σχέση ούτε λογικής αναγκαιότητας ούτε ιστορικής νομοτέλειας. Στην πραγματικότητα υφίσταται μια σχέση καταστατικής έντασης, αφού η δημοκρατικής προέλευσης λαϊκή κυριαρχία θέτει όρια στα δικαιώματα και στις ελευθερίες, ενώ αντιστρόφως η φιλελεύθερη παράδοση καθιστά θεμιτό τον περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας προς χάριν των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.


Σημαίνει μήπως αυτό ότι οι φιλελεύθεροι-δημοκρατικοί θεσμοί και αξίες είναι προς απόρριψη; Κάθε άλλο. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται η αμφίρροπη ακριβώς φύση τους και κατά συνέπεια οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει οριστική επίλυση του δημοκρατικού παραδόξου. H ένταση ανάμεσα στις δύο συνιστώσες του δεν μπορεί να εξαλειφθεί ολοκληρωτικά. Μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές που προσωρινά μόνο θα τη σταθεροποιούν. Και αυτές οι μορφές είναι αποτέλεσμα αντιμαχόμενων ερμηνειών, συμφερόντων και διαπραγματεύσεων. Επομένως «το πολιτικό» είναι ένα πεδίο αγώνων και συγκρούσεων.


H Μουφ περιγράφει τη θεώρησή της για το πώς πρέπει να λειτουργεί η δημοκρατία ως «αγωνιστικό πλουραλισμό». Εμπνέεται από την κλασική διάκριση φίλου-εχθρού του Καρλ Σμιτ, την οποία μετασχηματίζει σε διάκριση φίλου-αντιπάλου. Με τον εχθρό δεν υπάρχει δυνατότητα συμφιλίωσης ή έστω συνεννόησης, διότι δεν συμμεριζόμαστε τίποτε κοινό. Με τον αντίπαλο συμμεριζόμαστε τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης-δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά διαφωνούμε για το νόημα και την εφαρμογή αυτών των αρχών. Αποδεχόμαστε ότι αυτή η διαφωνία δεν πρέπει να οδηγήσει στην αυθαιρεσία και στη βία, ούτε όμως μπορεί να διευθετηθεί οριστικά, απλώς και μόνο με τον διάλογο και την ορθολογική διαβούλευση.


Ο «αγωνιστικός πλουραλισμός» προασπίζεται τη θέση ότι πάντοτε θα υπάρχει πολλαπλότητα ταυτοτήτων, ερμηνειών, συμφερόντων κ.ο.κ., που θα βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση. Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει ομοιογενής και αρμονική ενότητα που θα έχει αφομοιώσει πλήρως την πολλαπλότητα και την ετερότητα. Γι’ αυτό και η «συναίνεση» συνοδεύεται από τη διαφωνία, βασίζεται σε αποκλεισμούς και είναι πρόσκαιρη. Αν, αντιθέτως, αποδεχτούμε τη συναίνεση ως μια αποϊδεολογικοποιημένη, ρηχή κοινωνική ομοφωνία, που εγκαταλείπει ή απωθεί την αντιπαλότητα και την αμφισβήτηση, τότε αναγορεύουμε τον (ακροδεξιό) λαϊκισμό ως τη μόνη δύναμη που διεκδικεί το πεδίο της αμφισβήτησης που καταλάμβανε κυρίως η Αριστερά προτού μετατοπισθεί προς το Κέντρο.


H μετάφραση του Αλέξανδρου Κιουπκιολή είναι εξαιρετική. H επεξηγηματική εισαγωγή του Γιάννη Σταυρακάκη τοποθετεί το έργο της Μoυφ στο θεωρητικό πλαίσιο από το οποίο αναδύεται. Επιπλέον, αναπτύσσει μια καίρια διάστασή της, το ζήτημα των παθών και των συλλογικών ταυτίσεων στο «πολιτικό».


Οσο διάβαζα το βιβλίο της Mουffe, σκεφτόμουν κατά πόσον είναι εφαρμόσιμη η θεώρησή της στα ελληνικά πράγματα. Ας πούμε, αναλογιζόμουν με βάση την ανάλυσή της πόσο παραπλήσιο είναι το «ριζοσπαστικό κέντρο» του βρετανού πρωθυπουργού με τον «μεσαίο χώρο» που επικαλείται ο έλληνας πρωθυπουργός (αμφότερα δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική γεωγραφία που υποδηλώνει το Κέντρο). Ο «μεσαίος χώρος» εμφανίζεται τόσο ξεχειλωμένος ώστε οι πάντες χωράνε, αρκεί να μένουν μακριά από «άκρα και ακρότητες», και απόλυτα συμβατός με τη σταυροφορία εναντίον της διαφθοράς και την ακατάσχετη ηθικολογία («σεμνότητα, ταπεινότητα, μετριοπάθεια, σεβασμός» κ.ο.κ.) – «προϊούσα ηθικοποίηση του πολιτικού λόγου» τη χαρακτηρίζει η Μoυφ (σ. 228).


Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την άλλη, φιλοδοξεί να είναι ο προνομιακός εκφραστής της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης». Μόνο που, αντίθετα με τους προκατόχους του, επιχειρεί να την καταστήσει δυνητικά απεριόριστη, αρνούμενος πεισματικά να την οροθετήσει στον άξονα Αριστερά – Δεξιά (όπως και ο «τρίτος δρόμος» του βρετανού πρωθυπουργού). Ο λόγος και των δύο πολιτικών ηγετών, λιγότερο ή περισσότερο, είναι αποστεωμένος από τα κατ’ εξοχήν πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του, εκφέρεται από έναν τόπο υποτιθέμενης ουδετερότητας, αρνείται να αναγνωρίσει συγκεκριμένους αντιπάλους και αξιώνει να αντιπροσωπεύσει τα αιτήματα των πάντων στο όνομα μιας δήθεν υπερκομματικής, αυτονόητης και καθαγιασμένης συναίνεσης. «H υπερβολική όμως έμφαση στη συναίνεση και η άρνηση της αντιπαράθεσης οδηγούν στην απάθεια και στην απογοήτευση από την πολιτική συμμετοχή» (σ. 190). «Το να αρνούμαστε τον ανεκρίζωτο χαρακτήρα του ανταγωνισμού και το να αποβλέπουμε σε μια καθολική συναίνεση είναι οι πραγματικές απειλές για τη δημοκρατία» (σ. 94). Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για όσους, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, επιχειρούν να κινητοποιήσουν τα πάθη με δημαγωγικό τρόπο και να ορίσουν την ταυτότητα του «λαού» μέσω της επίκλησης «εχθρών» (και όχι δημοκρατικών αντιπάλων) και (ασυμβίβαστων) «συγκρούσεων» στο πλαίσιο ενός κοινοτιστικού λαϊκισμού που αντιστρατεύεται τις φιλελεύθερες-δημοκρατικές αξίες.