Το έγκυρο και δημοφιλές «Times Literary Supplement» πριν από λίγες εβδομάδες διεξήγαγε μια έρευνα με θέμα «Ποια βιβλία θα έπαιρναν μαζί τους 36 άγγλοι συγγραφείς αν υποχρεώνονταν να εξοριστούν στην άκρη του κόσμου;». Παρά πάσαν προσδοκία, λοιπόν, λόγω της προαιώνιας αντιπαλότητας ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αγγλία, υπήρχαν στη λίστα αυτή και γάλλοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Ζαν Εσενόζ και το Προπαντός όχι Σοπέν, το οποίο ο Αχιλλέας Κυριακίδης προσφέρει στον έλληνα αναγνώστη μέσω των εκδόσεων Πόλις.


H εύνοια της μοίρας


Πρόκειται για μια σειρά στοχασμών του συγγραφέα για τον Ανθρωπο και τη μοίρα του. Τον Ανθρωπο στην καθημερινότητά του, τον Ανθρωπο που υποχρεώνεται να ζήσει και υποχρεώνεται να πεθάνει. Με τον Εσενόζ να τον παρακολουθεί και να τον στριμώχνει ακόμη και στα πιο απόκρυφα καταφύγιά του. Και πρέπει να του το αναγνωρίσουμε: ο Εσενόζ ξέρει να βλέπει. Είτε μιλάει για κάποιον κατάσκοπο είτε για έναν πιανίστα δεξιοτέχνη που ασκεί την τέχνη του στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών του κόσμου, όπως στο Προπαντός όχι Σοπέν, ο Εσενόζ παρακολουθεί με μπρίο την ανέλιξη μιας ύπαρξης, κοιτάζει με διαύγεια τις αντιδράσεις των ανθρώπων μπροστά στην εύνοια της μοίρας, στο πέρασμα του χρόνου ή τον έρωτα. Τα μεγάλα, δηλαδή, θέματα της ζωής. Ο Εσενόζ κινείται με τέχνη – θα μπορούσαμε να πούμε, με την τέχνη της φούγκας – βάζοντας τον αναγνώστη στον χρόνο του, με ένα ύφος και έναν ρυθμό που ανήκει μόνο σε εκείνον και που οι σύγχρονοί του – πράγμα σπάνιο – αναγνωρίζουν ομόφωνα. Του απένειμαν άλλωστε το 1983 το βραβείο Medicis και το 1999 το βραβείο Γκονκούρ. Κάθε βιβλίο του δέχεται έναν κατακλυσμό εγκωμίων και επευφημιών. Εν τούτοις, ο Εσενόζ δεν είναι ο άνθρωπος των προβολέων. Δεν του αρέσει να φωτογραφίζεται ούτε να εικονοποιείται. Μετακινείται ελάχιστα. Είναι μάλλον διακριτικός, φοβάται τους συγχρωτισμούς και τον φιλολογικό ναρκισσισμό που μετατρέπει τον συγγραφέα σε κάποιον που μιλάει επί παντός του επιστητού. Ανήκει στην κατηγορία των τεχνιτών εκείνων του λόγου που αφοσιώνονται αποκλειστικά στην τέχνη τους.


Ο Μαξ, ο ήρωας του Προπαντός όχι Σοπέν, του μοιάζει άλλωστε αρκετά. Και εκείνος ζει μέσω της τέχνης και για την τέχνη. Αυτή η ταυτοποίηση ίσως μας προσφέρει τον βαθύ στοχασμό του για τον καλλιτέχνη, για τον δεξιοτέχνη. Ο Εσενόζ κοιτάζει τον Μαξ απέναντι στο μουσικό όργανό του, την αίθουσα, το κοινό του. Αναρωτιέται για την ίδια τη φύση της τέχνης και την ασκητική που επιβάλλει η τέχνη. Δεν είναι εύκολο να είναι κάποιος πιανίστας, δεν είναι εύκολο να είναι κάποιος δημιουργός. H γλυκύτητα της άνοιξης, τα χέρια μιας γυναίκας, όλα αυτά δεν είναι για τον καλλιτέχνη. Οσο για τις γυναίκες, για την πραγματικότητα, ο Μαξ δεν αποδεικνύεται και πολύ ταλαντούχος. Είναι προφανές ότι στον Εσενόζ, όπως σε πολλούς εγκεφαλικούς καλλιτέχνες, ο έρωτας πραγματώνεται περισσότερο με τα μάτια! Επειτα – ποιος δεν το γνωρίζει; – οι περισσότερο επιθυμητές είναι οι πιο απρόσιτες γυναίκες! Είναι απλό. Στη ζωή του Μαξ υπάρχουν τρεις γυναίκες. H μια πιο απρόσιτη από την άλλη. H πρώτη είναι μια παλιά ανάμνηση, μια βιολοντσελίστρια, που είχε γνωρίσει στο ωδείο χωρίς ποτέ να τολμήσει να την πλησιάσει αλλά τη σκέπτεται ακόμη, έπειτα από 30 ολόκληρα χρόνια. H δεύτερη – μια οπτασία – κατοικεί στη γειτονιά του και τα βράδια βγάζει βόλτα τον σκύλο της. Και η τρίτη είναι η αδελφή του.


Μια καταιγίδα ξεσπά


Πώς χτίζεται μια ιστορία έρωτα με παρόμοια υλικά; Να όμως που στο ένα τρίτο του βιβλίου μια ισχυρή καταιγίδα ξεσπά. Μια καταιγίδα εντελώς αλλόκοτη, κατά την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ο ήρωάς μας εξοντώνεται. Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι ο αναγνώστης έχει παγιδευθεί. Από τις πρώτες σελίδες γνωρίζει ότι το πεπρωμένο του Μαξ είναι γραμμένο και ότι θα πεθάνει βίαια μέσα σε 22 ημέρες. Ο αναγνώστης το γνωρίζει. Ο Μαξ όμως δεν το γνωρίζει. Αλλά για τον αναγνώστη τίποτε δεν αλλάζει. Συνεχίζει να ακολουθεί βήμα βήμα τον ήρωα, στην αρχή σε ένα θεραπευτικό κέντρο, ένα είδος καθαρτηρίου, ελεύθερο κρατούμενο, που συναντά ανάμεσα στο προσωπικό τον Ντόρις Ντρέι και τον Τζέιμς Ντιν. Ενα καθαρτήριο όπου θα τιμωρείται με τη μετάβασή του από το κρύο στο χλιαρό, και έπειτα στο θερμό, διότι στο τέλος ο Μαξ αποδεικνύεται αντάξιος της Κόλασης. Και ο αναγνώστης μαζί του θα βρεθεί επίσης στην Κόλαση. Μια Κόλαση που θα αποδειχθεί ότι δεν είναι σκληρότερη από εκείνη της ζωής! Ας σταματήσουμε εδώ, όμως, διότι το να διηγείσαι αυτό το βιβλίο είναι σαν να μη λες τίποτε. Ο Τζόις είχε πει: «Ο παντογνώστης αφηγητής είναι ένας θεός αδιάφορος που λιμάρει τα νύχια του κατά τη διάρκεια της αφήγησης». Αν και όχι τόσο κομψή, αυτή η φράση λέει πολλά. H ακολουθία των περιστάσεων υπαγορεύει την εξέλιξη της αφήγησης και διανέμει στον αναγνώστη τις εκπλήξεις. Και σε αυτό το είδος γραφής ο Εσενόζ είναι ο δάσκαλος του ρυθμού.


«Να σπάσω τον ρυθμό. Να μη στρογγυλοκαθήσω στο αφηγηματικό γουργούρισμα» λέει ο ίδιος. Με τον τρόπο του Αλφρέ Ζαρύ, αφού η ανάγνωση του Βασιλιά Υμπύ υπήρξε για τη ζωή του Εσενόζ ανατρεπτική. «Ως τότε με ευαισθητοποιούσαν κυρίως ιστορίες αγωνιώδεις. Με τον Ζαρύ ανακάλυψα ότι ο τρόπος γραφής ήταν τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικός όσο και η αφήγηση». Ολα έχουν ειπωθεί. Είμαστε ασφαλώς μέσα στο πεδίο της λογοτεχνίας. Στην παρτιτούρα του Εσενόζ ακούμε τον ήχο να γίνεται νόημα. Με απόλαυση.


H κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (EKEBI).