Ο επιφανής ρήτορας Λυσίας, που κατέχει επάξια την τρίτη θέση στον κανόνα των δέκα αττικών ρητόρων, παραμένει σχεδόν άγνωστος στο ευρύτερο κοινό, επειδή στην ελληνική βιβλιογραφία σπανίζουν οι έγκυρες υπομνηματισμένες εκδόσεις των prima facie εύληπτων και ακατάσκευων, αλλά έμπλεων εναργούς και έμπεδης επιχειρηματολογίας λόγων του. Βεβαίως, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τις ειδικότερες μελέτες σχετικά με την αρχαία ελληνική ρητορική τέχνη, οι οποίες όντως αποτελούν πράγμα σπάνιο στη βιβλιογραφία μας. Μολονότι ο Κώστας Αποστολάκης επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε έναν, κατά πάσα πιθανότητα, ψευδεπίγραφο («νόθο») λόγο του Λυσία, η ερμηνευτική αυτή συμβολή του – με την αξιοπρόσεκτη μεθοδικότητα και διεισδυτικότητα που τη χαρακτηρίζουν – αναπληρώνει αναντίρρητα ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό. Το εκτενέστατο εισαγωγικό μέρος, που επιμελώς διακρίνεται σε αυτοδύναμα υποκεφάλαια, πλαισιώνει με πρόθεση περαιτέρω εξηγητική το αρχαίο κείμενο, τη δόκιμη μετάφραση και τα κατατοπιστικά σχόλια· εξάλλου, τα λεπτομερή και διαφωτιστικά αυτά προλεγόμενα μέσα από εύστοχα συναρθρωμένες δηλωτικές συσχετίσεις και οδηγητικούς παραλληλισμούς προσφέρουν συν τοις άλλοις σε ειδικούς και μη μια χρήσιμη επισκόπηση των σύγχρονων τάσεων στον τομέα των λυσιακών σπουδών.


Κατά το πρότυπο του έγκυρου υπομνηματιστή, οφείλουμε και εμείς με τη σειρά μας να υπογραμμίσουμε εδώ ότι ο Λυσίας επηρεάστηκε βαθύτατα από την έντονη διαπάλη ανάμεσα στις δημοκρατικές ιδέες αλλά και ιδεοληψίες της εποχής του Πελοποννησιακού Πολέμου – στοιχεία όμως που ελέγχονται αναποτελεσματικά, εν όψει μάλιστα της κρισιμότητας των περιστάσεων στην Αθήνα – και στις ολιγαρχικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις, που υποθάλπονται κυρίως από μια οσημέραι ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια μπροστά ιδίως στο φάσμα της επικείμενης στρατιωτικής συντριβής των Αθηναίων. Σύμφωνα με τα ελλιπή βιογραφικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας ο ίδιος ο ρήτορας συνειδητά αφέθηκε βαθμιαία να διολισθήσει στη δίνη της αδυσώπητης αντιπαράθεσης δημοκρατικών και ολιγαρχικών, επειδή μετά τη μοιραία κατάλυση της αθηναϊκής ηγεμονίας το τυραννικό καθεστώς των Τριάκοντα εκδικήθηκε ανάλγητα την εύπορη δημοκρατική οικογένειά του και υπήρξε συνάμα υπαίτιο για την τραγική απώλεια του αδελφού του Πολέμαρχου. Φυσικό επακόλουθο ήταν ο Λυσίας να ενστερνιστεί με ιδιαίτερη θέρμη το κίνημα και τους στόχους των δημοκρατικών και να συμβάλει ακόμη και οικονομικά στον απελευθερωτικό αγώνα τους. H τραυματική αυτή εμπειρία του Λυσία και η συνεπακόλουθη έκθυμη στράτευσή του στο πλευρό των δημοκρατικών δυνάμεων της Αθήνας και του φωτισμένου ηγέτη τους Θρασύβουλου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του, σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε αρκετοί μελετητές να αποπειραθούν να ισχυριστούν, ίσως με κάποια δόση υπερβολής, ότι ενυπάρχει ένας ενιαίος θεματικός και πολιτικός άξονας στη λογογραφική παραγωγή του.


Τα ιστορικά συμφραζόμενα


Επομένως, ορθά ο Αποστολάκης προσδίδει την οφειλόμενη έμφαση στα ιστορικά συμφραζόμενα και υπαινισσόμενα του συγκεκριμένου λόγου, που, μολονότι δεν αποδίδεται στον Λυσία ως γνήσιο έργο του, εντάσσεται όμως αναμφίβολα μέσα στο πλαίσιο της προειρημένης σφοδρής αντιπαλότητας μεταξύ της δημοκρατικής πλειοψηφίας και των ολιγαρχικών εταιρειών στην Αθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα π.X. Πιθανότατα, ο λόγος Υπέρ Πολυστράτου, που δεν στερείται εντελώς εκφραστικής δεινότητας, αξιόλογης καλλιέπειας και ρητορικής ευστοχίας, εκφωνήθηκε λίγο μετά τα μέσα του δεύτερου μισού του 410 π.X., όταν είχε πλήρως αποκατασταθεί το δημοκρατικό καθεστώς της Αθήνας, ύστερα μάλιστα από τις βραχύβιες πολιτειακές εκτροπές με τους Τετρακοσίους και τους Πεντακισχιλίους.


Οπως προκύπτει από συγκεκριμένες αναφορές του ίδιου του αγορητή, κατηγορούμενος στη δίκη είναι ο Πολύστρατος, πλούσιος γαιοκτήμονας, στον οποίο το ολιγαρχικό καθεστώς είχε παραχωρήσει αρκετά αξιώματα. H πολιτική δραστηριοποίηση του Πολυστράτου στο πλευρό των ολιγαρχικών προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των δημοκρατικών αντιπάλων, γεγονός που οδήγησε αργότερα σε μια σειρά αφρόνων αντεκδικήσεων, οι οποίες δυστυχώς υποκινήθηκαν αρκετές φορές από ιδιοτελή και αθέμιτα ελατήρια. Ο υπό συζήτηση δικανικός λόγος αποτελεί περίπτωση συνηγορίας – ενεργεί δηλαδή κατά κανόνα συμπληρωματικά και αντιστηρικτικά προς τον κύριο λόγο και εκφωνείται συνήθως από ένα συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο του διαδίκου, εδώ προφανώς από τον δευτερότοκο γιο του Πολυστράτου. Οπως συμβαίνει κατά το πλείστον στην αττική δικανική λογογραφία, η έκβαση του εκάστοτε δικαστικού αγώνα αποτελεί αντικείμενο βασανιστικής εικασίας για τους μεταγενέστερους ερευνητές· ωστόσο, ο Αποστολάκης παραθέτει πειστικά επιχειρήματα υπέρ μιας αθωωτικής απόφασης, που ελάμβανε υπόψη τον πρότερο έντιμο βίο του κατηγορουμένου και τις όποιες ευεργετικές υπηρεσίες του προς το δημοκρατικό πολίτευμα.


Θαυμαστή γλαφυρότητα


Πέρα από τα εύλογα οφέλη, που συνεπάγεται η έκδοση ενός αττικού δικανικού λόγου, το εξαντλητικό υπόμνημα του εκδότη δεν παύει να αντιπαραβάλλει επιμελώς τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά του Υπέρ Πολυστράτου με εκείνα των γνήσιων λόγων του Λυσία, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτόν τις συγκεκαλυμμένες αρετές του διαπρεπούς ρήτορα. Μέσα από την αδιάλειπτη παραβολή γλωσσικών και εκφραστικών στοιχείων παρουσιάζονται περισσότερο έκτυπες παρά ποτέ η θαυμαστή γλαφυρότητα αλλά και η απαράμιλλη σφριγηλότητα του λυσιακού ύφους. Ειδικότερα, με γνώμονα πάντοτε τη μεθοδική συγκρότηση και εύρυθμη παράθεση της επιχειρηματολογίας, σύμφωνα με την οποία οι κάθε είδους αποδείξεις συνεπιφέρονται με τρόπο φυσικό και αβίαστο, ο έξοχος αυτός χειριστής της αττικής διαλέκτου παρεμβάλλει κατά περίπτωση στους λόγους του και διάφορα ευφυή υποστηρικτικά ή αναιρετικά πειστήρια, για να παρωθήσει τους δικαστές σε ευμενή απόφαση και να εφελκύσει τελικά μια ευνοϊκή ετυμηγορία. Οπως εύστοχα παρατηρεί ο σχολιαστής, εν αντιθέσει προς το κάπως επίπεδο ύφος, τη χαλαρή άρθρωση και την άτονη ροή του νόθου αυτού λόγου, το λυσιακό corpus έχει αντίθετα να επιδείξει ρητορικά επιτεύγματα, που διακρίνονται ιδίως από την απαράβλητη ηθογράφηση του αγορητή, την έντεχνη εκφορά και παρουσίαση στεγανών επιχειρημάτων, και την αφηγηματική ευρηματικότητα της προβολής των γεγονότων.


Εν κατακλείδι, το παρόν βιβλίο παρέχει στους έλληνες αναγνώστες, και όχι μόνο, μια φροντισμένη έκδοση ενός αττικού δικανικού λόγου, ο οποίος διακρίνεται ως επί το πλείστον από ακραιφνώς θα λέγαμε λυσιακά στοιχεία, και μεταφέρει συνάμα δηλωτικούς απόηχους από το ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του και ειδικότερα από την εσωτερική κατάσταση της Αθήνας. Μολονότι το προβληματικό αρχαίο κείμενο, που ενέβαλε από την αρχή κιόλας τους φιλολόγους σε υποψία για την πατρότητα του λόγου, δυσχεραίνει συχνά την άνετη προσπέλαση των νοημάτων, ο διεξοδικός υπομνηματισμός του Αποστολάκη καλύπτει κατά κάποιον τρόπο την κειμενική ανεπάρκεια και ελλειπτικότητα· επίσης, στην ίδια κατεύθυνση τείνουν τα επιμελημένα επίμετρα, τα λεπτομερή ευρετήρια και η ευπρόσδεκτη επιλογική σύνοψη της μελέτης στην αγγλική γλώσσα.


Ο κ. Ανδρέας Μαρκαντωνάτος είναι λέκτωρ Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών.