Αυτό, το μαγικό, το μαγεμένο, το τρίτο χέρι της γραφής


H ζωή, λένε, είναι μελέτη θανάτου.


– Και ο έρωτας;


Το ίδιο και ο έρωτας, το ίδιο. Στραμμένος με το ένα χέρι στη ζωή και με το άλλο στον θάνατο. Και με ένα τρίτο, με ένα τρίτο αποθεματικό χέρι στραμμένος στο χαρτί, για να γράφει, να γράφει και να αποτυπώνει το αίμα, τον ιδρώτα, το μελάνι, το λευκό, το κενό, τη σιωπή, δηλαδή ολόκληρο το σύμπαν των σημασιών που μέσα σου αντιπαλεύουν να βρουν σχήμα και μορφή και φωνή.


Αυτό το μαγικό, το μαγεμένο, το τρίτο χέρι της γραφής ορισμένοι καλότυχοι το έχουν. Γεννήθηκαν με αυτό. Θα τύχει να τους χλευάσουν, να τους βαφτίσουν «τερατογεννημένους» και το έργο τους να το πουν «παράξενο» και «παθολογικό» και «οριακά ανεκτό», όμως οι ίδιοι το γνωρίζουν καλά. Είναι οι ευνοημένοι της φύσης. Είναι εκείνοι που το λάθος το μετουσιώνουν σε ποίημα, την οδύνη σε γλύκα, τον πόνο σε φιλί. Οι γράφοντες με το τρίτο χέρι είναι οι αγαπημένοι της φύσης, γιατί η φύση είναι πάντα τερατώδης. Αγαπά την καταστροφή και την οργή του θεού και την ανία του και τη θλίψη του και τη χαρά του. Ακόμη και αυτή τούτη τη συντέλεια των πραγμάτων αγαπά η φύση. Είναι μια υπερβολική στην ανοχή της φύση, η φύση.


Με το τρίτο χέρι


Γράφοντας όπως με ένα τρίτο χέρι, γράφει η Μαργαρίτα για τη μαμά. Για το κατ’ εξοχήν πρώτο αντικείμενο της αγάπης. Για τη μαμά του πόθου, της ανάγκης, της λατρείας, για τη μαμά της πείνας, και των δακρύων και των οδυρμών, για τη μαμά που νανουρίζει τα βράδια διώχνοντας τον εφιάλτη μόνον και μόνον για να τον επαναφέρει πιο βίαιο, πιο αποτρόπαιο, πιο καταστροφικό. Γιατί η Μαμά είναι η Μαμά της αγάπης και του ολέθρου. Είναι η πεμπτουσία του διπλού, του διπλόσημου και του παγιδευτικού. H Μαμά είναι ιερή. Το πάθος είναι πάντα ιερό. Γράφοντας με το τρίτο της χέρι η Μαργαρίτα ως αλλόκοτη πιστή, γράφει για την πίστη της στο ιερό, στο ασίγαστο, στο απαγορευμένο.


Υπάρχει ένα ισχυρότερο από την πατρική αιμομιξία ταμπού, είναι η αιμομιξία με τη μητέρα, είναι ο απαγορευμένος έρωτας της κόρης για τη μητέρα. Και της μητέρας για την κόρη. Ιερόσυλο, θρησκευτικό, ιερό. H Μαργαρίτα ομολογεί τον απαγορευμένο έρωτά της. Ομως ο έρως αυτός, όσο και αν είναι ιερόσυλος, είναι ταυτόχρονα και παιδικός και άδολος και αφοπλιστικός. Μέσα από αυτόν η συγγραφέας αθωώνεται και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο της γραφής. Να παραδίδεσαι άνευ όρων στην αμαρτία, στην απώλεια της ψυχής, και σαν βρέφος καθαρό να ξαναγεννιέσαι. Αμωμη, καθαρή, αμόλυντη. Ναι! H μαγική γραφή… Ναι! Να! H μαγική γραφή.


Μαμά πριν γεννηθώ σε ονειρευόμουν. Οταν πέθανες έκλαιγα και γελούσα. Οταν θα πεθάνω θα με ονειρεύεσαι.


Με το σώμα της μάνας


Μετά τον Μπατάιγ δεν έχει ξαναγραφτεί άλλο τόσο σκληρό και συνάμα τρυφερό και διαταρακτικό βιβλίο για τη μητέρα. H συγγραφέας του βιβλίου H Κασσάνδρα και ο Λύκος ήταν εξοπλισμένη για μια τέτοια απόπειρα. Το έργο παρακινείται πάντα από την απουσία, την έλλειψη. H απώλεια, το ανέφικτο, είναι η κινητήρια δύναμη της δημιουργίας.


Οταν ο Μπαρτ λέει «ο συγγραφέας είναι κάποιος που παίζει με το σώμα της μάνας του» αυτό ακριβώς υπονοεί. Οτι παίζει με το ανέφικτο, με αυτό που δεν μπορεί να έχει, με το μη δυνάμενο ποτέ να υπάρξει. H συγγραφέας είναι το παιδί που μνημονεύει ο Φρόιντ στο δοκίμιό του «Πέρα από την αρχή της ηδονής».


Το παιχνίδι με τον σπάγκο. Η μητέρα λείπει και το ολίγων μηνών βρέφος έχει επινοήσει ένα θαυματουργό παιχνίδι για να απαλύνει την αγωνία της απουσίας. Τυλίγει σε ένα καρούλι έναν σπάγκο, και φωνάζει μόνος του ένα επιφώνημα, κάτι σαν Fort, και έπειτα ξετυλίγει γρήγορα τον σπάγκο φωνάζοντας θαυμαστικά Da! και έπειτα ξανά τυλίγει, και πάλι ξετυλίγει φωνάζοντας κάθε φορά τις δύο λέξεις «Φορ» που σημαίνει έφυγε μακριά, πάει, και «Ντα» που σημαίνει «Να τη Γύρισε». Είναι εδώ! Λέξεις που κυριαρχούν πάνω στο βίωμα της απούσας μάνας. Λέξεις που αναπαράγουν την απουσία.


H Μαργαρίτα παύει να κλαίει. Καταπραΰνεται. H απουσία ελέγχεται. H αγωνία μετριάζεται. Οπως κάθε κείμενό της, αλλά με περισσότερη ίσως δύναμη από τα άλλα κείμενα, η Μαμά της Καραπάνου επιδιώκει με λέξεις, με σύμβολα, με επιφωνήματα, να πει Fort. Da. Να ελέγξει την απουσία, την έλλειψη. Οπως και κάθε κείμενο, αλλά με περισσότερη ίσως αγωνία από τα άλλα κείμενα, η Μαμά της Καραπάνου αναρωτιέται «θα τα καταφέρω;». «Θα τα καταφέρω να ζήσω μετά τον θάνατό της;». Μετά την αναπαράσταση του θανάτου της;


Οι λέξεις που κάνουν τα απόντα πράγματα ωσεί παρόντα είναι ταυτόχρονα και αυτές που μας θυμίζουν την απουσία. Αναπληρώνουν την απουσία μόνον και μόνον για να την υπογραμμίσουν ακόμη πιο πολύ. Αυτό-που-λείπει, θα-λείπει-πάντα.


– Μαμά, χθες που πέθανα ήσουν εδώ.


Το Παρίσι, η Υδρα…


Ο χρόνος δεν υπάρχει. Το αλλοτινό, το νυν και αεί, το μελλοντικό, σφιχταγκαλιάζονται. Ο τόπος δεν υπάρχει. Το Παρίσι, η Υδρα, η Αθήνα, η θάλασσα, η μητρόπολις, η στεριά, το νησί, είναι ένας άχρονος τόπος, τόπος μητρικός, τόπος αγάπης και αφανισμού. Τόπος και χρόνος και πατρίδα είναι η μαμά. Το πιο λατρευτό και μισητό πρόσωπο.


Οχι, δεν αρκεί η ψυχανάλυση! Φτωχή, τόσο φτωχή και μόνη μένει η ψυχανάλυση μπροστά στη δύναμη της γραφής. Δεν αρκεί η επίκληση στην προ-Οιδιπόδεια φοβερή μάνα, εκείνη που προσφέρει και παίρνει ζωές, δεν αρκεί η επίκληση της μεσαιωνικής θεάς, εκείνης που από μπροστά παρουσιάζει μια θαυμαστή αγία γυναικεία εικόνα και από πίσω ένα σώμα γεμάτο πληγές, ασχήμια, ρυπαρότητα, ούτε η επίκληση της θεάς Κάλι που χορεύει πάνω από τα πτώματα των ανδρών, της Σφίγγας που σκοτώνει όσους δεν λύνουν το αίνιγμά της, της γυναίκας που αναγκάζει τον βουτηχτή του Σίλερ να ριχτεί μέσα σε μια επικίνδυνη ρουφήχτρα για να την κερδίσει, της μυθικής Λορελάι του Χάινε που στέκεται στην όχθη του Ρήνου μαγεύοντας και καταστρέφοντας με την ομορφιά της. Το καλό και το κακό αντικείμενο. H πηγή της ταυτόχρονης ευμένειας και αποστέρησης. Οχι! Χίλιες φορές όχι.


H Μαμά της Μαργαρίτας δεν αντλεί τη δύναμή της από τις ψυχαναλυτικές έννοιες. Αρκεί και μόνον έτσι απλά, αθώα, παιδικά, η εκφορά από τα χείλη της Μαργαρίτας, μιας μικρής, τόσο δα, μικρής λεξούλας «Μαμά» για να ανοίξουν οι ουρανοί στα δύο, και να ξεχυθούν οι βροχές, οι κατακλυσμοί, οι σεισμοί, και οι υγρασίες στις πέτρες.


«Μαμά». Αρκεί και μόνον η λέξη. Το άνοιγμα, το κλείσιμο των χειλιών.


Πόσες φορές, πες μου πόσες φορές; Σαν φιλί ή σαν σφύριγμα παρατεταμένο στην έρημο; Τρένο που δεν φαίνεται, στόμα που δεν υπάρχει, χείλη που τρεμοπαίζουν μόνα τους, μα, μα, μα, μα, μα.


9 μήνες δεν φθάνουν. Μια ζωή δεν φθάνει. Χρειάζεται ο θάνατος που ως πόρνη όλα, μα όλα τα χωρά. Ο θάνατος πόρνη, η μητέρα πόρνη που περιλαμβάνει και τους 9 μήνες, και τη ζωή και τι άλλο; Πες μου τι άλλο;


Ολα αυτά που εσύ, Μαργαρίτα, θα γράψεις με το τρίτο χέρι, όλα αυτά που τόσα χρόνια γράφεις με το τρίτο χέρι και για το rien ne va plus, και για τους υπνοβάτες, και για την Κασσάνδρα, και για τον Λύκο και αν δεν το κατάλαβες για εκείνην έγραφες, σε εκείνην κατέτειναν όλα αυτά, στη σημερινή MAMA.


Υπάρχει ένα καταφύγιο ενάντια στον θάνατο: να γράψεις γι’ αυτήν πριν από αυτήν. Εκτός και αν, εκτός και αν, δεν είναι δύο αλλά ένα το πρόσωπο, όπως και η αγωνία της γραφής δεν είναι ποτέ μία, είναι πάντα διπλή, καθώς ονειρεύεται αυτό που δεν θα μπορεί ποτέ να μπει σε λέξεις, όπως μια ηχώ, μια σιωπή μια λέξη, μια συλλαβή που όλοι την ακούνε ως διπλή ενώ είναι μια και μοναδική «MA».


«Μα μα»


Μητέρα, πόσο σας αγαπώ! Θέλω να κόψω τα χέρια σας και τα πόδια σας, για να χωράτε μέσα στην καρδιά μου…


Τίποτα δεν γεννιέται, τίποτα δεν πεθαίνει. H Ηδονή της ατελεύτητης ανυπαρξίας. Ο χαμένος παράδεισος είναι εδώ. Μαμά.


«Οταν κοιμήθηκα, δεν είχα πια εφιάλτες, η νύχτα με τύλιξε σαν δέρμα. Ημουν καλά».


H κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.