Στη σειρά «Ελλήνων βίοι και τόποι», μετά τις αναμνήσεις από την Κωνσταντινούπολη του Γεώργιου Λ. Ζαρίφη και τις Ιστορίες του νταη-Σταβρή… στον καιρό των Σουλτάνων…, όπως τις κατέγραψε ο πρωτοπόρος στον καιρό του αρχιτέκτονας Πάνος-Νικολής Τζελέπης, τα Πολίτικα του Χρήστου Ευελπίδη. Μια ενδιαφέρουσα τριλογία, καθώς το καινούργιο βιβλίο προσθέτει 12 ιστορίες γύρω από τη ζωή της Πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα, ιδίως στα θερμά χρόνια της δεύτερης δεκαετίας, με τους απανωτούς πολέμους και τη νίκη των Συμμάχων, όταν «φτέρωνε», για μια τελευταία φορά, η ελπίδα της Πόλης Βασιλεύουσας. Τότε που η Πόλη ήταν η αληθινή πρωτεύουσα του Ελληνισμού, αφού οι Ελληνες και οι ελληνόφωνοι κάτοικοί της έφταναν το μισό σχεδόν εκατομμύριο, υπερβαίνοντας σε πληθυσμό την πρωτεύουσα του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Το βιβλίο ζωντανεύει με παραστατικές εικόνες, κάποτε και με ρομαντικές σκέψεις αυτό το τόσο ανθηρό κομμάτι του αλλοτινού Ελληνισμού, «που σκόρπισε πρόσφυγας στις τέσσερις άκρες της μικρής ελεύθερης γης». Βιβλίο νοσταλγίας ενός Κωνσταντινουπολίτη για τον τόπο των παιδικών του χρόνων, καθώς μάλιστα γράφτηκε την επομένη ενός άλλου πολέμου, διακρίνεται σε αυτό κάποια μελαγχολία.


Ούτε πρόλογος ούτε βιογραφικό


Ωστόσο προτρέχουμε, μια και το βιβλίο δεν κομίζει καμία πληροφορία για τον συγγραφέα. Οπως και το προηγούμενο της σειράς, του Τζελέπη, δεν υπάρχει πρόλογος ούτε βιογραφικό σημείωμα που να συστήνει τον συγγραφέα στον σημερινό αναγνώστη. Αναφέρονται μόνο δύο άλλα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν εντός της δεκαετίας του 1940. Για τα Πολίτικα παραλείπεται ακόμη και η διευκρίνιση ότι πρόκειται για επανέκδοση. Ανατρέχοντας λοιπόν στον κολοφώνα της πρώτης έκδοσης ανακαλύπτουμε πως το βιβλίο τυπώθηκε το καλοκαίρι του 1945, στο Τυπογραφείο του Πέτρου Σεργιάδη, σε χίλια αντίτυπα και εκδότη τον Αργύρη Παπαζήση. Αραγε πρόκειται για έναν συγγραφέα που από τότε σιώπησε; Οι ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν συγκρατούν το όνομά του. Μάλλον δεν ανήκε σε κάποιο κύκλο ή έστω και επίκυκλο ενός περιοδικού ή κάποιου σωματείου· προσκολλήσεις που ανέκαθεν βοηθούν τη μνήμη των γραμματολόγων, προπαντός τη μνημόνευση από ειδήμονες και μη. Πάντως τα ίχνη του Χρήστου Ευελπίδη δεν χάνονται στο δεύτερο ήμισυ του περασμένου αιώνα. Αντιθέτως εμφανίζεται μάχιμος τουλάχιστον ως το 1981, οπότε και εξέδωσε το βιβλίο-λεύκωμα H Ελλάδα ανθίζει (Οι Εκδόσεις των Φίλων). Ενα πρωτότυπο ταξιδιωτικό, με κείμενα και φωτογραφίες σε αρχαιολογικούς χώρους «από την Αρχαία Ελλάδα και τον Ελληνικό Μεσαίωνα». Ως το 1981 ο Ευελπίδης είχε εκδώσει δέκα βιβλία που ποικίλλουν ειδολογικά, με πρώτο το «παραμυθόδραμα» Με του Μαγιού τα μάγια, που τυπώθηκε τον Οκτώβριο του 1943 και μελοποιήθηκε το 1949 από τον συνομήλικο του Ευελπίδη Νίκο Σκαλκώτα λίγο πριν από τον θάνατό του. Ενα από τα σημαντικά φωνητικά έργα του για μεσόφωνο και χορωδία ad libitum.


Μηχανικός στο Μετσόβιο


Κατά σύμπτωση εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Του 1904 ο Χρήστος Ευελπίδης, συνομήλικος του K. Θ. Δημαρά που ήταν στενός φίλος του μεγαλύτερου αδελφού του, του Χρυσού Ευελπίδη. Παρεμπιπτόντως ο Χρυσός Ευελπίδης με σπουδές μηχανικού γεωπόνου στο Μονπελιέ, ο οποίος πέθανε στις 29 Απριλίου 1971, σε ηλικία 76 ετών, διασώθηκε της λήθης. Πιθανώς και γιατί διετέλεσε καθηγητής της Παντείου και αργότερα της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, επιπροσθέτως δε πολιτεύτηκε και χρημάτισε υπουργός. Και του Χρυσού Ευελπίδη όμως η συμβολή στη λογοτεχνία με το ψευδώνυμο Χρ. Εσπερας μάλλον έχει παραπέσει. Φίλοι οι αδελφοί Ευελπίδη του Παντελή Πρεβελάκη, της Τατιάνας Σταύρου και άλλων της γενιάς του Μεσοπολέμου, γεννήθηκαν στη συνοικία του Πέραν της Πόλης και φοίτησαν στο εκεί Ελληνογαλλικό Λύκειο Χατζηχρήστου. Ο Χρήστος Ευελπίδης ήρθε στην Αθήνα το 1918, σπούδασε μηχανικός στο Μετσόβιο και σταδιοδρόμησε ως κρατικός υπάλληλος καταλαμβάνοντας ανώτερες θέσεις πραγματογνώμονα επί τεχνικών θεμάτων. Πέρα από τους θησαυρούς του αρχείου του, εξέδωσε ποιήματα, διηγήματα, δύο μυθιστορίες, το μυθιστόρημα Φούγκα το 1952, που θεωρήθηκε το σημαντικότερο βιβλίο του, και μια μελέτη για τον μαρσεγέζο ποιητή και δοκιμιογράφο Αντρέ Συαρές που εκδόθηκε μαζί με τη μετάφραση του έργου του Ναοί ελληνικοί, κατοικίες θεών. Ο μυστικιστής Συαρές θα πρέπει να στάθηκε πρότυπο για τον Χρήστο Ευελπίδη, στου οποίου τις λογοτεχνικές αγάπες και τα ταξιδιωτικά έργα και ημέρες θα επανέλθουμε.


Καλλιτεχνική φύση, ο Ευελπίδης φρόντιζε ιδιαίτερα τα βιβλία του. Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Πολίτικων κοσμείται με χαρακτικό του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου, όπου φαίνεται γραμμικά ο ορίζοντας της ευρωπαϊκής Κωνσταντινούπολης από τη θάλασσα. Οι ιστορίες του Ευελπίδη σκιαγραφούν «όλες τις φυλές της Βαβυλώνας, που κατοικούσανε στην Πόλη», τη σύμπνοια και τις διχόνοιές τους. Κυρίαρχοι οι Τούρκοι αλλά επικρατέστεροι οι Ρωμιοί και, εκτός από αυτούς, Αρμένηδες, Εβραίοι, Χαλεπλήδες, Αρναούτηδες και κάθε λογής Λεβαντίνοι. Ενας κόσμος της Ανατολής που έσφυζε από ζωή, σήμερα λησμονημένος, σχεδόν άγνωστος. Αν και αρκετοί οι κωνσταντινουπολίτες συγγραφείς της γενιάς του Ευελπίδη, με άμεσες μνήμες, τα βιβλία τους για την Πόλη λιγοστά, ίσως και γιατί με τη μετοικεσία γρήγορα εξαθηναΐστηκαν.


Στο βιβλίο του Ευελπίδη αποτυπώνεται η οικογενειακή και κοινωνική ζωή στην Πόλη, στα Πριγκιπόννησα και στα θρακιώτικα χωριά, μαζί με την πλούσια φύση του Βοσπόρου. Κυριαρχεί ο μαχαλάς και το σοκάκι, όπου βρισκόταν το πατρικό του συγγραφέα, του μικρού Γιωργή στις ιστορίες. Ενα συνηθισμένο σπίτι του Πέραν, «πεντάπατο, στενό, δυο κάμαρες στο πάτωμα… Τα ρωμαίικα, που ήταν τα πιο πολλά, μα κι όλα τ’ άλλα τα ντύναν ευρωπαϊκά». Χαλιά εγγλέζικα, έπιπλα βιεννέζικα, γυαλικά γερμανικά, υφάσματα ιταλικά, μπιμπελό παριζιάνικα. Στην επανέκδοση προστέθηκε ο υπότιτλος, «Από τη ζωή των αστών της Κωνσταντινούπολης». Και όμως παραστατικότερα προβάλλουν «πουλητάδες» και μάστοροι, «δούλες» και σαλεμένοι. Αν στους υψηλούς ορόφους τα αφεντικά χορεύουν καντρίλλιες, στην υγρή κουζίνα του υπογείου η «παραδουλεύτρα» Δεσποινού, που ανάστησε τον Γιωργή, φτιάχνει «το γυριστό γλυκό», ενώ ο μάγειρος διηγείται ιστορίες και οι όμορφες υπηρέτριες κάνουν νάζια σε ερωτύλους γείτονες.


Ο σχολικός βίος


Με αφορμή τον Γιωργή ανιστορείται και ο σχολικός βίος στα θρανία της Πόλης, με τους εξ Αθηνών ερχόμενους «υπερκαθαρεύοντες» δασκάλους και την υποχρεωτική εκμάθηση των τουρκικών. Σε ένα άλλο διήγημα, τον «Εσπερινό», ένας αυστηρός δάσκαλος που κατέχει δικαιωματικά και τη θέση του δεξιού ψάλτη θυμάται τις περιπλανήσεις του «από επαρχία σε επαρχία» και παρεμπιπτόντως ετυμολογεί το τοπωνύμιο Αρετσού, όπου διαδραματίζεται μια άλλη ιστορία από τις καλύτερες του βιβλίου, το «Στεριές και θάλασσες». Αρετσού, το αρχαίον Ρύσιον, από όπου καταγόταν ο πατέρας του Ευελπίδη, Δημήτριος, αλλά και ο πάππος του Κοραή. Χρυσογόνου το αρχικό όνομα της οικογένειας, Ευελπίδης ονομάστηκε ένας μεγάλος θείος τους, ο ιερωμένος Δωρόθεος, αποφοιτώντας από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Γιατρός ο Δημήτριος Ευελπίδης και στο διήγημα «Το παϊτόνι» αποδίδεται η ψυχολογία του πολίτη γιατρού και του συναδέλφου του στα χωριά της Θράκης, τα «θαλασσόγλειφα» και όχι «θαλασσόγλυφα». Στις επανεκδόσεις παλαιότερων κειμένων απαιτείται πάντοτε ιδιαίτερη προσοχή. Πολλές οι πολίτικες λέξεις στα διηγήματα, δίνουν το τοπικό χρώμα στη ρέουσα δημοτική του Ευελπίδη, ο οποίος παραθέτει και πίνακα ιδιωματικών λέξεων και τοπωνυμίων.


Κομμάτι από τη χάρη των ιστοριών του Ευελπίδη οφείλεται στις ειρωνικές, ορθότερα περιπαικτικές, νύξεις όταν περιγράφει ήθη και νοοτροπίες. Ακόμη και στην τετραετία του πολέμου 1914-1918 με τους ανυπότακτους να κρύβονται στα ταβάνια των σπιτιών για να μην τους πάρουν στα γερμανικής εμπνεύσεως Εργατικά Τάγματα της Ανατολής. Μόνο στο τελευταίο διήγημα, «H βασιλεία των Ρωμιών», τότε που το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ» «με μια θεόρατη γαλανόλευκη» και ο συμμαχικός στόλος «φούνταραν τις άγκυρες αντίκρυ στον Ντολμά Μπαχτσέ», υπερισχύει η συγκίνηση. Αξίζει να ανακαλύψετε τον Κωνσταντινουπολίτη Χρήστο Ευελπίδη.