«Δύο πράγματα αξίζουν στη ζωή. H αγάπη και η παιδική αφέλεια». Μια από τις τελευταίες φράσεις του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη προς την αδελφή του, λίγο προτού ξεψυχήσει στις 25 Φεβρουαρίου 1941, χτυπημένος από κοιλιακό τύφο. Ο Βασίλης Ρούβαλης στο τομίδιο των εκδόσεων Γαβριηλίδη προσπαθεί να χωρέσει τη δημιουργία του σημαντικού εκείνου ποιητή των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, φιλοτεχνώντας ένα πορτρέτο του με στίχους που επέλεξε από το σύνολο του έργου του. «Λυρικός εκφραστής του ελεύθερου στίχου», σημειώνει στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του ο Ρούβαλης, «ο Σαραντάρης μετέφερε στις αποσκευές του – από την ιταλική Μπολόνια στην Αθήνα του Μεσοπολέμου – το άχνισμα από τις θερμότερες απολήξεις του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος. Μόλις δέκα χρόνια έζησε στην Ελλάδα, υπήρξε όμως ο υπαρξιστής διανοούμενος που άνοιξε νέους δρόμους στη σκέψη, στη διατύπωσή της, στην προσέγγιση των βαθύτερων ζητημάτων που αφορούν το εσώτερο σύμπαν του ανθρώπου…».


Ο Σαραντάρης πεθαίνει σε μια περίεργη χρονική συγκυρία: τη στιγμή που αποφασίζει επιτέλους να συμμετάσχει στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, τον οποίο ως τότε λοιδορούσε ιδεολογικά. Μια απόφαση που οι συνέπειές της – στέλνεται να υπηρετήσει στα πρόσω, στη γραμμή του πυρός – θα τον εξουθενώσουν σωματικά και ψυχικά. Ως τότε στεκόταν δίβουλος ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Και διχασμένος γενικά: «H καρδιά μας είναι κύμα, που δεν σπάει στην ακρογιαλιά. Ποιος μαντεύει τη θάλασσα, απ’ όπου βγαίνει η καρδιά μας; Αλλά είναι η καρδιά μας ένα κύμα μυστικό, χωρίς αφρό. Βουβά πιάνει μια στεριά. Και αθόρυβα σκαλίζει το ανάγλυφο ενός πόθου, που δεν ξέρει απογοήτευση, και αγνοεί την ησυχία (H καρδιά μας)». Ο Σαραντάρης, γόνος εύπορης οικογένειας εμπόρων, μεγάλωσε στην Ιταλία, όπου έφεραν την οικογένεια οι δραστηριότητες του πατέρα του. Επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά στα 1922 και επέστρεψε εννέα χρόνια αργότερα για να υπηρετήσει τη θητεία του και να γραφτεί στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Υπήρξε αναμφισβήτητα μια τραγική φυσιογνωμία – αυτό τουλάχιστον δείχνει όλη η ζωή του. Αλλά και πολλοί στίχοι του, που υποδηλώνουν τη βαθιά αγωνία του ποιητή: «Πρέπει να πούμε, να πούμε πριν μας προφτάσει η σιωπή» λέει σε μια ειλικρινή – όσο και δραματική – αποστροφή του έργου του.