Αν οι ξένοι επισκέπτες που ταξίδεψαν στην Αθήνα το 1896 είχαν στις αποσκευές τους κλασικούς συγγραφείς, οι επισκέπτες του 2004 θα πρέπει να έχουν μαζί τους το έργο του Αλέξανδρου Κιτροέφ για τη σχέση της Ελλάδας με το διεθνές ολυμπιακό κίνημα. Στην αναβίωση του τέλους του 19ου αιώνα κυριαρχούσαν οι αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίοι υπήρξαν και το πρότυπο της μίμησης. Στην επανάληψη των αρχών του 21ου αιώνα, στην ίδια την Ελλάδα, σημείο αναφοράς είναι η αναβίωση και η πορεία της χώρας μέσα στο σύγχρονο ολυμπιακό κίνημα.


Γραμμένο με γλαφυρότητα και λεπτό χιούμορ, χωρίς να φορτώνεται με πολλές υποσημειώσεις, το βιβλίο αυτό αποτελεί ανάγνωσμα το οποίο απευθύνεται σε ένα κοινό ευρύ και όχι αποκλειστικά επιστημονικό. Παρά τον εκ πρώτης όψεως εκλαϊκευτικό του χαρακτήρα, ωστόσο, το βιβλίο στηρίζεται σε στέρεη τεκμηρίωση και πλούσιο πρωτογενές υλικό. Ο Κιτροέφ είναι άλλωστε ένας από τους ελάχιστους ερευνητές που έχουν αξιοποιήσει τα αρχεία της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής.


Από την «προϊστορία» στο παρόν


H μελέτη καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό ανάπτυγμα, ξεκινώντας από την «προϊστορία» της αναβίωσης τον περασμένο αιώνα – τις Ζάππειες Ολυμπιάδες – και φτάνοντας στο παρόν. Τα κεφάλαια παρακολουθούν χρονολογικά όλη την ιστορική εξέλιξη, αφιερώνοντας μεγαλύτερη ανάπτυξη σε ζητήματα όπως οι Ολυμπιακοί του 1896, η Μεσολυμπιάδα του 1906, οι Κλασικοί Αγώνες του 1934, η Ολυμπιάδα του Βερολίνου το 1936, οι Ολυμπιάδες του Ψυχρού Πολέμου, η διεκδίκηση για τους Αγώνες της εκατονταετίας (1996), η πορεία για την ανάληψη των Αγώνων του 2004 και εν τέλει η «αντίστροφη μέτρηση» για τους Αγώνες της Αθήνας. Το βιβλίο έχει ως κεντρικό του αντικείμενο να διερευνήσει, μέσω του ρόλου που ανέλαβε η Ελλάδα στο διεθνές ολυμπιακό κίνημα, πώς η ίδια βίωσε τη διπλή της ταυτότητα, αφενός ως κληρονόμος της αρχαιοελληνικής παράδοσης και αφετέρου ως εκσυγχρονισμένο, ευρωπαϊκό κράτος. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα έργο που εντάσσεται αυστηρά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά συμβάλλει σημαντικά στη γνώση των πολιτισμικών, πολιτικών και ιδεολογικών παραμέτρων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και, κυρίως, των διεργασιών που σχετίζονται με τη νεοελληνική εθνική ταυτότητα.


Ο ρόλος που η Ελλάδα ανέλαβε στο ολυμπιακό κίνημα ήταν εκείνος του θεματοφύλακα των ηθικών αξιών τις οποίες ο ολυμπισμός τοποθέτησε εξαρχής στον ιδεολογικό του πυρήνα. Αυτό επιβεβαιώνεται από πολλές ιστορικές στιγμές και εμπεριέχεται στο αίτημα για τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Ελλάδα, το οποίο διατυπώθηκε κατά καιρούς από την ελληνική ηγεσία. Για πρώτη φορά το αίτημα αυτό διατυπώθηκε επίσημα και με σαφήνεια από τον βασιλιά Γεώργιο με τη λήξη των αναμφίβολα επιτυχημένων Αγώνων του 1896. Σύμφωνα με τα λόγια του Γεωργίου, η Ελλάδα, ως μόνιμος τόπος τέλεσης των σύγχρονων διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων, θα λειτουργούσε «ως ειρηνικόν εντευκτήριον των εθνών». H απαίτηση αυτή της Ελλάδας αντιμετώπισε ωστόσο τη σθεναρή αντίσταση του Κουμπερτέν, ο οποίος θεώρησε ότι έτσι διακυβευόταν ο διεθνής χαρακτήρας των Αγώνων. Αλλά και νεότεροι ερευνητές ερμήνευσαν το ελληνικό αίτημα ως έκφραση του ελληνικού εθνικισμού. Ο Κιτροέφ υποστηρίζει ωστόσο ότι «η Ελλάδα επιδίωκε μάλλον να διεθνοποιήσει τον εαυτό της παρά να ελληνοποιήσει τους Αγώνες» (σελ. 27). Βασικό επιχείρημά του είναι ότι η Ελλάδα υποστήριξε σταθερά τον διεθνή χαρακτήρα των Ολυμπιακών Αγώνων ακριβώς επειδή η ίδια, ως «μικρό» έθνος που είχε ανάγκη τη στήριξη των «μεγάλων», επιθυμούσε να είναι ισότιμο, αναγνωρισμένο μέλος μιας διεθνούς κοινότητας.


Δίαυλος, στάδιο, πένταθλο


Για τον λόγο αυτόν η Ελλάδα υπήρξε από τους πιο αφοσιωμένους υποστηρικτές του διεθνούς θεσμού των Ολυμπιακών Αγώνων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα μια προνομιακή – σε σχέση με άλλα έθνη – θέση σε διάφορες ολυμπιακές τελετές (παρέλαση αθλητών, λαμπαδηδρομία). Ταυτόχρονα, εμφανίστηκε στο προσκήνιο όταν υπήρχε η εντύπωση ότι ο θεσμός διερχόταν κρίση. H πρώτη περίπτωση ήταν με την ευκαιρία του εορτασμού της τεσσαρακονταετηρίδας της αναβίωσης (1934), όταν η Ελλάδα διοργάνωσε διεθνείς κλασικούς αγώνες, οι οποίοι είχαν ως στόχο την αναπαραγωγή της αθλητικής αναμέτρησης ακριβώς όπως υποτίθεται ότι συνέβαινε στην αρχαιότητα. Τελέστηκαν τότε αγώνες σε αθλήματα όπως ο δίαυλος, το στάδιο, το πένταθλο και ο οπλίτης δρόμος. H νέα αυτή «αναβίωση» νοήθηκε ως αντίδραση απέναντι στην ηθική «παρακμή» που χαρακτήριζε τον αθλητισμό με την επέκταση του επαγγελματισμού και τον συνεχή επαναπροσδιορισμό της φίλαθλης ιδιότητας.


H δεύτερη περίπτωση που η Ελλάδα εμφανίστηκε ως θεματοφύλακας των ολυμπιακών αξιών ήταν με την πρόταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1976 να αναλάβει η Ελλάδα τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. H πρόταση αυτή, η οποία εντασσόταν στο ευρωπαϊκό όραμα του Καραμανλή για την Ελλάδα, γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα διεθνώς και είχε θετική υποδοχή, ιδιαίτερα μετά το μποϊκοτάζ στους Αγώνες της Μόσχας το 1980. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν συνδεθεί σαφώς με την πολιτική μέσα στον ταραγμένο 20ό αιώνα· κράτη – όπως η Γερμανία – είχαν αποκλειστεί από τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες για κάποιες περιόδους, ενώ είχε γίνει ευρύτατη χρήση των Αγώνων στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής. H ελληνική πρόταση φαινόταν να δίνει μια διέξοδο στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση, διασφαλίζοντας την ειρηνική συνύπαρξη όλων των εθνών αδιακρίτως, όπως επαγγελλόταν το ολυμπιακό κίνημα. H πρόταση δεν έγινε εν τέλει αποδεκτή, για να φτάσουμε στην αποτυχημένη διεκδίκηση του 1996 και στη διοργάνωση του 2004.


Ο Αλέξανδρος Κιτροέφ μάς προσφέρει μια σπάνια, μη συμβατική, σύνθεση της ελληνικής ολυμπιακής ιστορίας, ξεφεύγοντας από την περιγραφική παράθεση αθλητικών δεδομένων, ρεκόρ, «επιτυχιών» ή «αποτυχιών» στους ολυμπιακούς στίβους. Ανατέμνοντας την ουσία της ολυμπιακής ταυτότητας της Ελλάδας ως μέρους της εθνικής της ταυτότητας φωτίζει μια σειρά από σύγχρονες εκδηλώσεις που συνδέονται με την Ολυμπιάδα της Αθήνας και συμβάλλει στην κατανόησή τους μέσω της ιστορικής ανάλυσης. Το βιβλίο θα ήταν χρήσιμο να μεταφραστεί και στα ελληνικά, ώστε να γίνει κτήμα ενός ευρύτερου κοινού εντός Ελλάδος, ιδιαίτερα σε μια συγκυρία που αποτελεί σταθμό για την εθνική αυτογνωσία.


H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.