Λέγεται, και σε μεγάλο βαθμό ισχύει, πως ενώ την ιστορία τη γράφουν οι ιστορικοί, την αίσθηση της ιστορίας την αποδίδουν μόνο οι λογοτέχνες. Απομνημονεύματα και μαρτυρίες, που στην περίπτωση του εμφυλίου πολέμου συνιστούν τον μεγάλο όγκο της εκδοτικής παραγωγής, βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα δύο. Πρόκειται για ένα είδος με πολλές αρετές αλλά και σημαντικές αδυναμίες. Στην ελληνική περίπτωση, και όχι μόνο, οι περισσότερες μαρτυρίες κουβαλάνε πολλά κουσούρια: την ξύλινη γλώσσα, την αυτολογοκρισία, την προσπάθεια δικαίωσης και καταδίκης. H μαρτυρία του Κυριάκου Αθανασίου ξεχωρίζει: συνδυάζοντας έναν λόγο λιτό και απέριττο με μια απλή προσωπική ιστορία καταφέρνει να φωτίσει πλευρές του Εμφυλίου που η λεγόμενη «μεγάλη ιστορία» αφήνει συνήθως στο περιθώριο. Με ελάχιστα «υλικά» χτίζει μια πολυδιάστατη και πολύπλευρη αφήγηση που αποδίδει το κοινωνικό πλαίσιο των ιστορικών γεγονότων στα οποία αναφέρεται, υπερβαίνοντας ταυτόχρονα το ιστορικό τους πλαίσιο.


Οι συνέπειες της ήττας


Τα γεγονότα που μας διηγείται δεν έχουν κάτι το ξεχωριστό: πρόκειται για τις τραγικές συνέπειες της ήττας της Αριστεράς για τους οπαδούς της. H καταγωγή του αφηγητή έχει συμβολική βαρύτητα: η μάνα του Αρμένισσα, από οικογένεια που επέζησε της γενοκτονίας, ξεριζώθηκε από τη Μικρασία και κατέληξε στην Κοκκινιά. Περιοδεύοντας στην επαρχία και πουλώντας τα εργόχειρά της για να γλιτώσει από την πείνα της Κατοχής, βρίσκεται τυχαία σε ένα αρβανίτικο χωριό της Βοιωτίας όπου ερωτεύεται και παντρεύεται. Καρπός αυτής της σχέσης ο αφηγητής, που μεγαλώνει μέσα σε ένα γλωσσικό μωσαϊκό: τούρκικα στο σπίτι, αρβανίτικα στο χωριό, ελληνικά στο σχολείο. Ο πατέρας του προσχωρεί στον ΕΛΑΣ και αργότερα στον Δημοκρατικό Στρατό. Συλλαμβάνεται μετά την ήττα του τελευταίου και ενώ περιμένει να περάσει από στρατοδικείο δολοφονείται από ομάδα δεξιών παρακρατικών. H χήρα πλέον και τα δύο ορφανά, ξένοι στο χωριό, χωρίς πόρους και υποστήριξη, παρενοχλούνται από τις αρχές και στιγματίζονται από την κοινωνία του χωριού που πρωτύτερα είχε ταχθεί με το EAM, ζώντας μέσα σ’ ένα κλίμα φόβου «που δεν χάθηκε ποτέ».


Το βιβλίο δεν πρωτοτυπεί ως προς τα γεγονότα που αφηγείται, αλλά η απόδοσή τους αναδεικνύει αδρά και ανεπιτήδευτα σημαντικές πλευρές του πολέμου, ξεκινώντας από το περιεχόμενο του διχασμού, ο οποίος κάθε άλλο παρά απρόσωπος είναι: «Δύο αδελφών παιδιά, αλλά οι μεν με το EAM, οι δε από την άλλη μεριά». Ούτε είναι το μίσος έκφραση μοναχά πολιτικής διαμάχης: «Οι καθημερινές ιστορίες της μικρής κοινωνίας του χωριού. Οι έρωτες, τα μίση και τα πάθη. Οι οικογενειακές βεντέτες που χώριζαν κάποιες φορές ολόκληρα σόγια από ‘δω και από ‘κει. Και μαζί τους και το χωριό». H βία δεν είναι απρόσωπη ή απλώς πολιτική. Ο πατέρας του αφηγητή δεν δολοφονείται από το κράτος, που με τις κατάλληλες μεσολαβήσεις θα του χάριζε τη ζωή, αλλά από τους ίδιους τους συγχωριανούς του. Αίτιο η εκδίκηση: για τους δολοφόνους του που θρηνούν θύματα από το EAM, δεν είναι «μόνο ιδεολογικός ή ταξικός εχθρός, μα και προσωπικός εχθρός. Εχθρός που έπρεπε να πληρώσει με αίμα. Το αίμα, του σκοτωμένου από τους αντάρτες αδελφού».


H βία μπορεί να μην είναι πάντα αποτέλεσμα ιδεολογικών διεργασιών, αλλά δεν ισχύει και το αντίθετο. H ιδεολογική ταυτότητα συνήθως προκύπτει από τη βία και επιβάλλεται διά της βίας, αποκτώντας έτσι και μια κληρονομική διάσταση. Ο αφηγητής διαπιστώνει μεγαλώνοντας ότι η ιδεολογική του ταυτότητα προκύπτει από το παρελθόν, από πράξεις και επιλογές άλλων και ότι επιβάλλεται από τους αντιπάλους. Σε αυτό άλλωστε αναφέρεται και ο τίτλος του βιβλίου: «Υιός συμμορίτου ήταν σαν να σου λένε πως κουβαλάς το μικρόβιο της χολέρας από γεννησιμιού σου. Εκεί κατάλαβα για πρώτη μου φορά ότι ο κάθε άνθρωπος δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται, αυτό που νομίζει πως είναι».


Κόσμος αμοιβαίας καχυποψίας


Το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσονται όλα αυτά, το χωριό, δεν είναι ο ειδυλλιακός τόπος που φανταζόμαστε σήμερα. Είναι ένας κόσμος αμοιβαίας καχυποψίας, όπου «όλοι ήσαν παλιάνθρωποι εφ’ όσον η κατοικία τους απείχε πάνω από ένα ή δύο τσιγάρα δρόμο. Οι Βαγαίοι παλιάνθρωποι, οι Παλιοπαναγίτες λαθουράδες, οι Θηβαίοι τσιγκούνηδες, οι Λειβαδίτες παλιόβλαχοι». Εκεί αναπτύσσονται οι διαμάχες που θα εκδηλωθούν με αφορμή τον εμφύλιο πόλεμο, εκεί θα αναπτυχθεί και η Αριστερά στα χρόνια της Κατοχής. Αποτέλεσμα, η αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα στον «σύγχρονο» τρόπο λειτουργίας του EAM (γραφειοκρατικές δομές, αυστηρή ιεραρχία) και της παραδοσιακής λογικής της κοινωνίας του χωριού. Ο αφηγητής αποδίδει με παραστατικότητα τον τρόπο με τον οποίο οι ατομικές στρατηγικές συμπλέκονταν με τη δράση του EAM και άλλοτε την εκμεταλλεύονταν ενώ συχνά την υπονόμευαν. H μητέρα του Αθανασίου, που ξένη και δίχως προίκα δεν θα κατάφερνε μάλλον να παντρευτεί τον εραστή της υπό κανονικές συνθήκες, χρησιμοποιεί την οργάνωση για να επιτύχει την αποκατάστασή της, παρά τις έντονες αντιδράσεις της οικογένειας του άντρα της και του αδελφού του, πρωτοπόρου κομμουνιστή της περιοχής: «Λύσσαξε από το κακό του, αλλά δεν τόλμησε να πει τίποτε. Είχε μάθει να υπακούει τυφλά στη γραμμή του κόμματος. Εσκυψε το κεφάλι και πήγε να βρει τη μάνα μου. Τη χτύπησε με λύσσα. Την κλώτσησε στην κοιλιά. Και εξαφανίστηκε για μέρες. Για κακή του τύχη όμως, το μωρό έζησε».


Ο Αθανασίου δεν αποφεύγει κάποιες κακοτοπιές. Οι αντίπαλοι, με τα τρομακτικά παρατσούκλια που κουβαλούν (Μουργαίοι, Σαρκούκηδες) και την απάνθρωπη συμπεριφορά τους, μοιάζουν με δαίμονες, γεννημένοι για βασανιστές. Είναι όμως και αυτοί άνθρωποι, έχουν και αυτοί μερίδιο στην οδύνη και ο πόνος για τα δικά τους θύματα είναι που τελικά τους ωθεί στη βία. Κάπου κάπου, ευτυχώς όχι συχνά, συναντά κανείς και κάποια άτυχα σχόλια. «Αν οι διεθνείς συγκυρίες ήσαν καλύτερες», γράφει για τη δεκαετία του ’40, «τότε σίγουρα τα πράγματα θα ήσαν αλλιώς». Δηλαδή πώς ακριβώς θα ήταν; Ο κίνδυνος εδώ είναι να ταυτιστεί η δικαίωση των θυμάτων με τους πολιτικούς στόχους που υπηρέτησαν. Κάτι τέτοιο όμως θα αδικούσε κατάφωρα το πνεύμα της αφήγησης που αντλεί ακριβώς τη δύναμή της όχι από τα πεπερασμένα πολιτικά σχήματα που υπηρέτησαν οι νεκροί, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο βίωσαν την ήττα οι ζωντανοί.


Ολέθρια ιδεώδη


H ουσία του βιβλίου μπορεί λοιπόν να συμπυκνωθεί σε ένα ερώτημα που θέτει ο αφηγητής με τρόπο πλάγιο αλλά σαφή: Πώς δικαιώνεται η μνήμη των νεκρών; Σίγουρα η απάντηση δεν μπορεί να αναφέρεται απλώς στην ήττα και στις συνέπειές της. Οπως η νίκη, έτσι και η ήττα δεν εξασφαλίζει από μόνη της δικαίωση. Μια άλλη, τετριμμένη και βολική απάντηση είναι η ψευδεπίγραφη «δικαίωση απέναντι στην ιστορία», που δεν είναι τίποτε άλλο από τη συντήρηση και αναπαλαίωση των πολιτικών εκείνων ιδεωδών που υπήρξαν τότε και αποδείχθηκαν αργότερα ολέθρια – αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι η στράτευση στον αγώνα αυτόν υπήρξε για πολλούς εντελώς συγκυριακή. Συχνά επίσης παραβλέπεται ότι μια τέτοια στάση διαιωνίζει και εκείνους που επέβαλαν διά της ράβδου τη στράτευση αυτή – με τον ίδιο τρόπο που οι χωρικοί τιμωρούσαν και βασάνιζαν τα παιδιά του «συμμορίτη» για «πράγματα που δεν γνώριζαν, που δεν έκαναν και που έγιναν πριν απ’ αυτούς, χωρίς αυτούς». H διαιώνιση αυτή μπορεί να αποβαίνει κατά καιρούς πολιτικά χρήσιμη, είναι όμως βαθύτατα προβληματική.


H απάντηση βρίσκεται αλλού. Κεντρικές μορφές της αφήγησης δεν είναι τόσο οι νεκροί (ο «συμμορίτης» πατέρας) αλλά οι ζωντανοί (η χήρα και τα παιδιά του). Ο «υιός συμμορίτου» είναι σήμερα ένας πετυχημένος πανεπιστημιακός. Υπάρχει τελικά μεγαλύτερη δικαίωση από το γεγονός ότι ένας άνθρωπος «κατάληξη δύο από τις πιο τραγικές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας: της γενοκτονίας των Αρμενίων και του ελληνικού εμφυλίου», ένα παιδί που μεγάλωσε στο κοινωνικά σκληρό και πολιτικά αδίστακτο περιβάλλον μιας φτωχής και υπανάπτυκτης χώρας, κατόρθωσε μέσα σε ελάχιστα χρόνια να ξεπεράσει τα όρια αυτά; Και όπως όλοι γνωρίζουμε, χιλιάδες είναι εκείνοι που ξέφυγαν με τον ίδιο τρόπο, γιατί απλούστατα ξέφυγε ολόκληρη η ελληνική κοινωνία από την παθολογία της υπανάπτυξης που εξακολουθεί να μαστίζει το μεγαλύτερο κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού. Σήμερα είναι πια φανερό ότι τα «γκρίζα χρόνια» της μεταπολεμικής Ελλάδας ήταν τα κρίσιμα χρόνια του άλματος της χώρας και, κατά τρόπο παράδοξο και ειρωνικό, προϋπόθεση του άλματος αυτού υπήρξε η ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο.


H ανθρώπινη διάσταση της μαρτυρίας αυτής γίνεται ιδιαίτερα φανερή διά μέσου των αναφορών στη μητέρα του αφηγητή. Οπως και τόσοι άλλοι άνθρωποι της εποχής, έζησε ένα δράμα στο οποίο η ίδια υπήρξε τελείως αμέτοχη, καθώς υπέστη τις συνέπειες των αποφάσεων που πήραν άλλοι για λογαριασμό της. Κατάφερε παρ’ όλα αυτά να υπερβεί τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες βρέθηκε, μεγαλώνοντας και σπουδάζοντας τα παιδιά της με μιαν αυτοθυσία απίστευτη για τα σημερινά δεδομένα. Με άλλα λόγια, η όποια δικαίωση πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια τη στάση των ανώνυμων εκείνων ανθρώπων, κυρίως των γυναικών, που έζησαν και δημιούργησαν με μια σπάνια αξιοπρέπεια κάτω από κυριολεκτικά αφόρητες συνθήκες. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι και η κεντρική ηθική συμβολή της εξαίρετης αυτής μαρτυρίας που ξεχωρίζει από τις περισσότερες, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, διακρίνεται και η γραφή του Πρίμο Λέβι από τη μάζα των μαρτυριών για την εβραϊκή γενοκτονία.


Ο κ. Στάθης N. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.