Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για την τύχη ενός ποιητικού έργου σε μια ξένη γλωσσική επικράτεια αν δεν αναφερθεί στους μεταφραστές του. Και μάλιστα όχι μόνο στην πιστότητα και στην ποιότητα των μεταφράσεών τους, αλλά και στο ευρύτερο πνευματικό βεληνεκές και στην ακτινοβολία των ίδιων. Οι πνευματικές ανησυχίες και ζυμώσεις, μέσα στις οποίες δρουν, συνιστούν το περιβάλλον, το οποίο δέχεται κατ’ αρχήν και το μεταφραστικό τους έργο. Για να το περικλείσει ασφυκτικά σε κάποιον περιθωριακό θύλακο ή να το εξακτινώσει στην πνευματική ζωή της κάθε χώρας. Ετσι η τύχη του Κωνσταντίνου Καβάφη συμπροσδιορίστηκε στον αγγλόφωνο χώρο από την ευρύτερη παρουσία και τις συναναστροφές του Εντμουντ Κήλυ και στον γαλλόφωνο από το ειδικό βάρος της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Στον γερμανόφωνο χώρο τα πράγματα ήρθαν αλλιώς. Από τη δεκαετία του ’20 του περασμένου αιώνα κιόλας μέχρι σήμερα πολλοί καταπιάστηκαν με τον Καβάφη: φιλότιμοι δημοδιδάσκαλοι και λεπτεπίλεπτοι φιλόλογοι, τολμηροί… αλβανολόγοι και αλαφροΐσκιωτοι φιλέλληνες. Ολοι ανεξαιρέτως κινήθηκαν σε συμπαθητικά αλλά ανενεργά κράσπεδα του γερμανικού πνευματικού βίου. Και οι αδιαμφισβήτητα αγαθές προθέσεις τους δεν προεξόφλησαν το ότι ο ποιητής δεν θα δεινοπαθούσε στο έλεος του μεταφραστικού τους κονδυλοφόρου.


Αποτρόπαιη παραμόρφωση


Μια από τις οδυνηρότερες κακοποιήσεις του Καβάφη ήταν τελευταία η έκδοση των ιστορικών ποιημάτων του σε νέα μετάφραση από τον Μίχαελ Σρέντερ. Το καλαίσθητο αυτό τομίδιο ήταν η «καβαφική» συμβολή του σοβαρού εκδοτικού οίκου Suhrkamp στη σχεδόν μαγική για μας χρονιά 2001, όταν η Ελλάς είχε στεφθεί τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης. Και παρ’ ότι ο οίκος Suhrkamp διαθέτει ελληνομαθέστατη λέκτορα επικεφαλής του ελληνικού του προγράμματος, ο Καβάφης παραμορφώθηκε αποτρόπαια. Το ποίημα που δίνει τον τίτλο και σε ολόκληρο το βιβλίο είναι το «Από υαλί χρωματιστό». Στη γερμανική μετάφραση όμως το ξεπεσμένο αυτοκρατορικό ζεύγος του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης Ασάν μετατρέπεται σε δύο «άθλιους ηγεμόνες» και η «άδικη κακομοιριά των στεφομένων» παρανοείται ως κυβερνητική «θλιβερή αποτυχία». H τελετή στέψεως στις Βλαχέρνες με την ξεθωριασμένη λάμψη της καταντά στα χέρια του μεταφραστή θέατρο μιας αυθαίρετης καταγγελίας του διοικητικού και λοιπού έργου των στεφομένων, προτού μάλιστα αυτό αρχίσει καν. Το νήμα σπάει και το ποίημα καταρρέει. H έκδοση του Suhrkamp είναι σπαρμένη με παρόμοια καβαφικά πτώματα.


Οι προθέσεις και τα λάθη


H πιο ολοκληρωμένη απόπειρα επί του καβαφικού έργου, έγινε από τον διερμηνέα και δεινό αλβανολόγο Ρόμπερτ Ελζι. Ο δικός του πλήρης γερμανικός Καβάφης κυκλοφόρησε το 1997 από τον ποιοτικό οίκο της Ζυρίχης Ammann, αφού σημειωτέον προηγουμένως είχαν απορρίψει το εκδοτικό αυτό τόλμημα διάφοροι γερμανοί εκδότες. Ο Ελζι είχε γνωρίσει τον Καβάφη τη δεκαετία του ’70 μέσω της αγγλικής μετάφρασης του Κήλυ και αποτόλμησε τη συνολική μετάφραση του έργου του Αλεξανδρινού στα γερμανικά με κάποια ελληνικά κολλυβογράμματα των νεανικών του χρόνων και κυρίως με τη συστηματική αντιπαραβολή πέντε έως έξι καβαφικών μεταφράσεων σε ξένες γλώσσες. Οταν ούτε αυτή η αντιπαραβολή δεν οδηγούσε σε αίσιο αποτέλεσμα, ο μεταφραστής αποτεινόταν σε κατά καιρούς έλληνες γνωστούς του. «Για να παίρνω κάθε φορά και άλλη ερμηνευτική απάντηση» μας είπε, «ξέρετε τώρα πόσες γνώμες έχουν οι Ελληνες». Είναι αυτονόητο ότι σε αυτή την περίπτωση τα πενιχρά γλωσσικά προσόντα του μεταφραστή θα οδηγούσαν σε αναπόδραστα λάθη. Και οδήγησαν όντως. Με τη διαφορά ότι δεν έχουμε παραμορφώσεις ολόκληρων ποιημάτων, επειδή οι αποδόσεις στις υπόλοιπες γλώσσες λειτουργούσαν κάθε φορά σαν δίχτυ σωτηρίας. Οχι, λοιπόν, δεν είναι μόνον οι αγνές προθέσεις, αλλά και τα λάθη κοινό γνώρισμα των γερμανικών μεταφράσεων του Καβάφη.


H διαυγέστερη μετάφραση


Ωσπου δημοσιεύθηκε πριν από μερικούς μήνες στον πανεπιστημιακό οίκο Winter της Χαϊδελβέργης μία ακόμη μετάφραση των 154 βασικών ποιημάτων του Αλεξανδρινού. Αυτή τη φορά υπογράφει ένας κλασικός αρχαιολόγος, ο ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Χαϊδελβέργης Γεργκ Σέφερ, κατά τα άλλα μελετητής των προελληνικών πολιτισμών του Αιγαίου. Αφορμή για αυτή την άτυπη μετάβαση από την εποχή του χαλκού στην καβαφική Αλεξάνδρεια υπήρξε ένα αντίτυπο των ποιημάτων του Καβάφη, που του χάρισε πριν από χρόνια η ελληνίδα γυναίκα του Μάρω. Υστερα από εργασία μιας πενταετίας περίπου ο ελληνομαθής Σέφερ προσέφερε στο γερμανικό κοινό την ακριβέστερη και διαυγέστερη μέχρι σήμερα καβαφική μετάφραση, δίγλωσση, πλούσια υπομνηματισμένη και εικονογραφημένη, με μια ολόκληρη συλλογή αλεξανδρινών νομισμάτων. Οση κακεντρέχεια και δυσπιστία και αν έχει αποκτήσει το μάτι του ελεγκτή μετά την εξέταση των προγενέστερων μεταφράσεων, οι επιλογές του Σέφερ το αφήνουν χωρίς τροφή. Πρόκειται για μια έντιμη και στιλπνή απόδοση, ανεπηρέαστη από μια κάποια εξιδανίκευση του ποιητή μέσα από τις διόπτρες της παραδοσιακής γερμανικής αρχαιομάθειας: «Ανήκω σε μια γενιά» μας είπε ο μεταφραστής «πεπεισμένη για την αξία της ανθρωπιστικής παιδείας, η οποία περιλαμβάνει και την ελληνική γλώσσα καθ’ αυτήν και θεωρεί τη γνώση της αρχαίας ιστορίας στοιχείο της ευρωπαϊκής μας συνείδησης. Ο Καβάφης είναι θεματικά και γλωσσικά συνδεδεμένος με την αρχαιότητα και αυτός είναι ο λόγος που με γοήτευσε από την αρχή».


Ο έλεγχος των σφαλμάτων ωστόσο είναι το πρώτο επίπεδο της αποτίμησης μιας μετάφρασης. Το δεύτερο και ουσιαστικότερο είναι η εκτίμηση του πώς μετακενώθηκε στην ξένη γλώσσα το ύφος ενός λογοτεχνικού έργου. Σχηματικά θα λέγαμε ότι οι καβαφικές μεταφράσεις ακολουθούν δύο βασικές τάσεις. H πρώτη είναι η πεζολογική απόδοση, όπως την επιχείρησε για παράδειγμα στα γαλλικά η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ και στα γερμανικά ο Ρόμπερτ Ελζι. Χωρίς φιοριτούρες και γιρλάντες οι ξενόγλωσσες αυτές εκδοχές του Καβάφη αφήνουν τον ποιητή να μιλήσει απλά, όπως θα μιλούσε ένας καλλιεργημένος, στοχαστικός και κάπου κάπου δηκτικός κύριος πίνοντας το τσάι του στο Ζαχαροπλαστείον Παστρούδη της Αλεξάνδρειας, ένα είδος καθαρής ποίησης που αναδύεται από λόγια και σχόλια μέσα στα καφενεία και στα μαγαζιά. H δεύτερη είναι η «ποιητική» απόδοση, που είναι μάλλον καταδικασμένη σε αποτυχία, επειδή παραγνωρίζει βασικές «αντιποιητικές» παραμέτρους του καβαφικού ύφους. Ετσι μετέφρασε, για παράδειγμα, παλαιότερα στα γερμανικά τον Αλεξανδρινό ο Χέλμουτ φον ντεν Στάινεν ντύνοντάς τον γλωσσικά σαν να ήταν ένας δεύτερος Στέφαν Γκεόργκε. Με τη διαφορά ότι το μόνο ίσως σημείο επαφής του Καβάφη με τον γερμανό συμβολιστή ήταν η λατρεία του δεύτερου για το ευειδές μειράκιο Μαξιμίν.


H μετάφραση Σέφερ δίνει την εντύπωση ότι αναζητεί μια μέση οδό, αλλά μάλλον δεν καταλήγει οριστικά. Σαν να θέλει να μιμηθεί από φιλοτιμία κάποιες εσωτερικές αναλογίες και χαλαρές ρίμες του Καβάφη, εκείνο τον εκλεπτυσμένο ρυθμό των στίχων του, χρησιμοποιώντας λίγο πεπαλαιωμένα υφολογικά μέσα της γερμανικής. Γι’ αυτό και όποτε το πετυχαίνει νιώθεις το ποίημα να απομακρύνεται αδόκητα από το πρωτότυπο, αντί να το πλησιάζει. Πάντως ο Γεργκ Σέφερ δεν ορρωδεί προ ουδενός. Εχει αρχίσει να επεξεργάζεται την απόδοση και των υπόλοιπων ποιημάτων του Καβάφη με στόχο μια δίγλωσση έκδοση των απάντων του. H μετάφραση των «Ποσειδωνιατών» που έχουμε στα χέρια μας προδιαγράφει τη συνέχεια αυτής της αξιόπιστης εργασίας. Στο μεταξύ η ιστορία και η αντιπαραβολή των γερμανικών μεταφράσεων του Καβάφη και η εξαγωγή συμπερασμάτων θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας χρήσιμης εργασίας. Και γιατί όχι μιας διδακτορικής διατριβής, αφού στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Μονάχου υφίστανται ακόμη δύο καθαρόαιμες έδρες Νεοελληνικής Φιλολογίας.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle και μεταφραστής.