«Συνεχίζοντας την, έμμεση έστω, αναφορά σε ζητήματα που άπτονται της έντονα πολιτικής ατμόσφαιρας των ημερών, θα σταθώ σήμερα σε ορισμένες φράσεις και λέξεις που «έδωσαν και πήραν», κατά το κοινώς λεγόμενο, αυτές τις μέρες στα παράθυρα και τα (στρογγυλά ή μακρουλά) τραπέζια των καναλιών και των ραδιοφωνικών σταθμών.


Κάθε πολιτικός, και ειδικότερα κάθε υποψήφιος βουλευτής, που σέβεται την ιδιότητά του οφείλει, ως γνωστόν, να είναι – ή μάλλον να δείχνει – αισιόδοξος. Ακουσα λοιπόν προ ημερών υποψήφιο ο οποίος, θέλοντας να εκφράσει την πεποίθησή του ότι το κόμμα του θα είναι οπωσδήποτε κυβέρνηση στις 8 Μαρτίου, δήλωνε: «Είμαστε απολύτως έτοιμοι να κυβερνήσουμε με νέο πνεύμα, όπως θα διαπιστώσετε και από τα νέα ονόματα των υπουργών». Προφανώς λοιπόν το κόμμα του, αποφασισμένο να αλλάξει όλα τα κακώς κείμενα, δεν είναι διατεθειμένο να κάνει εξαίρεση ούτε… για τα ονόματα των στελεχών του που θα αναλάβουν τα υπουργεία. Θα μπορούσε πάντως η διατύπωση τα νέα ονόματα των υπουργών (αντί για το σωστό «τα ονόματα των νέων υπουργών») να μην είναι απλώς γλωσσικό ολίσθημα ή μαργαριτάρι, αλλά να αντικατοπτρίζει στρατηγική επιλογή του κόμματος X, που φιλοδοξεί να μας κυβερνήσει. Με άλλα λόγια, μια και τα στελέχη του είναι εν πολλοίς παλιές καραβάνες, «αχθοφόροι βαρέων ονομάτων» ή TV περσόνες φθαρμένες από την πολυχρησία και την πολυπαρουσία, να τους ζητήσει να αλλάξουν τα ονόματά τους (λ.χ. ο Κώστας Γεωργόπουλος να γίνει Γιώργος Κωστόπουλος), ώστε να φανεί καθαρά ότι «σαρωτικός άνεμος ανανέωσης» πνέει πάνω από την πολιτική ζωή του τόπου.


Πολύ συχνά επίσης, κατά το ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, άκουσα πολιτικούς που έσπευδαν να διευκρινίσουν στους δημοσιογράφους ή στους συνομιλητές τους «θα απαντήσω ευθέως την ερώτησή σας» ή να απαιτήσουν από τον συνομιλητή να «απαντήσει το ερώτημά τους». Πρόκειται προφανώς για υπαινιγμό ότι κάπου, κάποτε, έγινε κάποια συνάντηση μεταξύ του πολιτευτή A και της… ερώτησης B, κατά το πρότυπο του γνωστού στίχου «στο δρόμο τον απάντησα τον Κίτσο τον λεβέντη», μια και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις βέβαια απαντά κανείς στην ερώτηση ή στο ερώτημα.


Και με την ευκαιρία της αναφοράς σε τηλεοπτικούς/ραδιοφωνικούς διαλόγους, το επίρρημα ευθέως τι άραγε προσθέτει σε φράσεις όπως «απαντήστε μου ευθέως κύριε X»; Το χειρότερο όμως δεν είναι ίσως αυτό, αλλά ότι ανάλογες απαντήσεις δίνονται δίχως καν το επίμαχο επίρρημα να περιλαμβάνεται στην ερώτηση («θα ήθελα να σας πω ευθέως κύριε A» ή «κύριε B απαντώ ευθέως στο ερώτημά σας»). Μάλιστα υπάρχει και η παραλλαγή «σας λέω ειλικρινώς», σε αντιδιαστολή προφανώς με άλλες φορές που ό,τι λέει ή δηλώνει ο ερωτώμενος είναι… ανειλικρινές. Αραγε συνειδητοποιούν όλοι αυτοί οι λάτρεις του «ευθέως» και του «ειλικρινώς» ότι η προσθήκη των συγκεκριμένων επιρρημάτων στη φράση μπορεί να σημαίνει είτε ότι αυτή ειδικά τη φορά απαντούν ευθέως ή/και ειλικρινώς σε μια ερώτηση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις όχι, είτε ότι θα μπορούσαν να είχαν απαντήσει και πλαγίως ή/και ανειλικρινώς, αλλά τελικά προτίμησαν την οδό της αληθείας;


Αφήστε πια εκείνο το «κοιτάξτε» ως εισαγωγικό οποιασδήποτε απάντησης, στο οποίο έχω ήδη αναφερθεί όταν έγραφα για τα κλισέ και τα στερεότυπα. Αυτό κι αν γνώρισε δόξες τον τελευταίο μήνα! Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Τσώρτσιλ, ότι ουδέποτε τόσοι πολλοί δημοσιογράφοι έθεσαν τόσες πολλές ερωτήσεις σε τόσα πολλά δημόσια πρόσωπα για να εισπράξουν τόσες πολλές απαντήσεις που να εισάγονται με το ρήμα κοιτάζω στην προστακτική. Για να μην αναφερθώ βέβαια στις περιπτώσεις εκείνες που το εισαγωγικό «κοιτάξτε» δεν ήταν απαραιτήτως και το χειρότερο (γλωσσικά ή πολιτικά) σημείο της απάντησης που ακολουθούσε.»


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Οι αναγνώστες μπορούν να στέλνουν τις παρατηρήσεις τους, τις επισημάνσεις τους ή τις διαφωνίες τους στην ηλεκτρονική θυρίδα achpappas@hotmail.com