«Ανυπεράσπιστο» είναι ένα κείμενο και οποιοδήποτε κείμενο με την έννοια ότι ο κάθε αναγνώστης μπορεί να το ερμηνεύσει διαφορετικά. Οι τέσσερις αναγνώστες των έργων του στρατηγού Μακρυγιάννη, τους οποίους ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος έχει μελετήσει εξονυχιστικά, προσδίδουν στο κείμενο μια «ιδιότητα την οποία υποτίθεται ότι ανακαλύπτουν για να την επικαλεστούν σαν πειστήριο που επαληθεύει τη θεωρία τους, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που βρίσκουν στο ανυπεράσπιστο κείμενο είναι οι δικές τους αρχικές υποθέσεις» (σ. 73).


Ο Βλαχογιάννης ανακάλυψε στον Μακρυγιάννη τη γνήσια «φωνή της εθνικής ψυχής», επειδή ο στρατηγός ήταν άμεσος, παθιασμένος και ειλικρινής συγγραφέας. Συμπύκνωνε δηλαδή ό,τι θεωρούσε ως αρετές του τυπικού Ελληνα. Ο Θεοτοκάς ανακάλυψε στον Μακρυγιάννη τη δημιουργική ατομικότητα και την αυθεντικότητα (σ. 62)· ιδιότητες που κατεξοχήν απέδιδε στους Ελληνες. Ο Σεφέρης ανακάλυψε στον Μακρυγιάννη την ελληνικότητα επειδή ο στρατηγός ήταν φορέας μιας φυσικής γλωσσικής παράδοσης, αμόλυντης «από τις παραμορφωτικές διαμεσολαβήσεις των λογίων» (σ. 132). Τέλος, ο Λορεντζάτος ανακάλυψε στον Μακρυγιάννη την πίστη στην πατρίδα και στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, που κατ’ αυτόν αποτελούν τις δύο αχρονικές συνιστώσες της ελληνικότητας.


Ακριτη αγιοποίηση


Κανείς από τους τέσσερις δεν στέκεται κριτικά απέναντι στον Μακρυγιάννη, τον οποίον ο Γιαννουλόπουλος, αντλώντας στοιχεία από την ιστοριογραφία (κυρίως από τον Σ. Ασδραχά), θεωρεί ως δευτερεύοντα ήρωα. Ο Μακρυγιάννης διακρίθηκε σε ορισμένες στιγμές του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και στη συνέχεια αποδύθηκε σε μια προσπάθεια προσωπικής δικαίωσης από τους συγχρόνους του και τους μεταγενέστερους, μέσω των έργων του Απομνημονεύματα και Οράματα και Θάματα. H αγιοποίηση του Μακρυγιάννη, την οποία εύστοχα απομυθοποιεί ο Γιαννουλόπουλος, διήρκεσε πολύ χρόνο, από την έκδοση των Απομνημονευμάτων από τον Βλαχογιάννη το 1907, διά μέσου ενός άρθρου του Θεοτοκά στη Νέα Εστία το 1941 και της περίφημης διάλεξης του Σεφέρη στην Αλεξάνδρεια το 1943, ως τη μελέτη του Λορεντζάτου για τον Μακρυγιάννη το 1984. Σκοπός και των τεσσάρων διανοουμένων ήταν να συμβάλουν στη νεοελληνική αυτοσυνειδησία με το «να αναδείξουν τις υποστασιοποιημένες και διαχρονικές «ελληνικές» αρετές, όπως ο ανθρωπισμός, η δημοκρατία και η δικαιοσύνη, και στη συνέχεια να εμφανίσουν τον Μακρυγιάννη σαν ιδανικό φορέα τους» (σ. 309-10). Το σφάλμα τους ήταν ότι αναζήτησαν διηνεκές νόημα σε αυτές τις αρετές που ούτε αποκλειστικά ελληνικές υπήρξαν ούτε έμειναν αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου. Επιχείρησαν δηλαδή μια ανιστορική ανάγνωση του Μακρυγιάννη, την οποία ο Γιαννουλόπουλος ονομάζει «λογοτεχνική». Το περιεχόμενο των εννοιών, όπως άλλωστε και η εικόνα του Μακρυγιάννη, δεν υπάρχει έξω από τα συμφραζόμενα κάθε εποχής. H ιστοριογραφική ανάγνωση του Μακρυγιάννη («ειδολογική» ανάγνωση όπως την ονομάζει ο Γιαννουλόπουλος) αποκαλύπτει ότι ο στρατηγός δεν ήταν, όπως πίστευαν οι μεταγενέστεροι αγιογράφοι του, «ο άδολος χωρικός που δεν αντιλήφθηκε την καλλιτεχνική του φλέβα, αλλά ο επίδοξος σωτήρας του έθνους ο οποίος δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι ήταν ένας πολιτικός, εγωκεντρικός όσο και οι άλλοι» (σ. 233).


Δύο ελλείψεις


Ωστόσο στο βιβλίο δεν υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο στο οποίο να παρουσιάζεται συστηματικά η άποψη που έχει η ιστορική επιστήμη σήμερα για τον Μακρυγιάννη. Οι νύξεις βέβαια είναι διάσπαρτες, αλλά μόνο προς το τέλος του βιβλίου διαφαίνεται η οπτική γωνία από την οποία ο ίδιος ο Γιαννουλόπουλος έχει «διαβάσει» τον Μακρυγιάννη: ο στρατηγός δεν κατέλιπε καμιά αξιόπιστη ιστορική πηγή γιατί επιδίωκε την προσωπική δικαίωση. H δε ειλικρίνεια του Μακρυγιάννη, που τόσοι έχουν επαινέσει, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από διαύγεια η οποία, αν και χρήσιμη στην αυτοβιογραφία του, δεν μας επιτρέπει να παίρνουμε τα λόγια του τοις μετρητοίς.


Ο Γιαννουλόπουλος υποστηρίζει ότι η βαθύτερη αιτία που έχει επικρατήσει η λογοτεχνική ανάγνωση του Μακρυγιάννη, αντί για την ειδολογική – ιστοριογραφική, είναι η επιρροή των ιδεών του γερμανικού ρομαντισμού στους Βλαχογιάννη, Θεοτοκά, Σεφέρη και Λορεντζάτο. Ο συγγραφέας βρίσκει πλήθος ομοιοτήτων ανάμεσα στη σκέψη των τεσσάρων διανοοουμένων (ιδίως του Θεοτοκά και του Σεφέρη) και σε εκείνη των πρωτοπόρων του γερμανικού ρομαντισμού (Herder, Hamann κ.ά.). Παραδέχεται όμως ότι οι ερμηνευτές του Μακρυγιάννη μάλλον δεν είχαν διαβάσει τους Γερμανούς. Οπότε η ρομαντική επιρροή υπήρξε έμμεση μέσω της «κίνησης των ιδεών» (σ. 294) την εποχή της γενιάς του ’30. Τέτοια εισαγόμενη από τη Γερμανία ιδέα είναι, π.χ., ότι «το κάθε έθνος έχει τη δική του ψυχή» (σ. 286). Εδώ όμως συναντάμε τη δεύτερη έλλειψη στην κατά τα άλλα στέρεη αλυσίδα επιχειρημάτων του Γιαννουλόπουλου: δεν μας παρουσιάζει τους συγκεκριμένους διαύλους μέσω των οποίων οι ρομαντικές ιδέες διαχύθηκαν ειδικά στη σκέψη των αγιογράφων του Μακρυγιάννη.


Αναζήτηση της ελληνικότητας


Από την άλλη μεριά δεν μου είναι σαφές γιατί ο Γιαννουλόπουλος επιμένει να αναζητά τις πηγές της «λογοτεχνικής» ανάγνωσης του Μακρυγιάννη τόσο πίσω στην ιστορία των ευρωπαϊκών ιδεών. Θα μου αρκούσε το να ισχυριστεί ότι τόσο οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 όσο και οι μεταγενέστεροι αναγνώστες του Μακρυγιάννη αναζητούσαν μια πυξίδα και μια νέα κυρίαρχη ιδεολογία για τον εαυτό τους και την ελληνική κοινωνία μετά το 1922, όταν κατέρρευσε η Μεγάλη Ιδέα. Στο μεταξύ αναζητείται επιμόνως η ελληνικότητα: όπως διαπίστωσα, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα από τρεις τουλάχιστον διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους (Βαγιονάκης, Βεργίνα, Ζαχαρόπουλος).


Ο Γιαννουλόπουλος έχει κατηγορηθεί καθ’ υπερβολήν από την κριτική για «αναθεωρητικό συρμό» και «απομυθοποιητικό πυρετό». Αν όμως, όπως πιστεύω, έχει δίκιο, τότε τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη θα έπρεπε να μεταφερθούν από το ιστορικό τμήμα δύο μεγάλων βιβλιοπωλείων της Αθήνας, όπου τα βρήκα στα μέσα Φεβρουαρίου, στο λογοτεχνικό.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.