Ποιος θα φανταζόταν ποτέ πως γύρω από τον Σεφέρη, που θεωρούσαμε ότι γνωρίζουμε, θα πλεκόταν μια τόσο συναρπαστική βιογραφία, που θα αποκάλυπτε το φοβερό ερωτικό ταμπεραμέντο του ποιητή και τις άγνωστες πτυχές του διπλωμάτη, ερμηνεύοντας, βιογραφικώς και φροϋδικώς, ένα έργο κρυπτικό και δυσπρόσιτο. Λες και το άβατο του εργαστηρίου του Σεφέρη περίμενε, νοικοκυρεμένο εδώ και χρόνια, τον άνθρωπο που θα το πατούσε καταυγάζοντας τα σκότη του. Ως φαίνεται, διά βίου βασάνισαν τον Σεφέρη «οι λαχτάρες του σώματος». Μόλις έβδομη στο ερωτικό γαϊτανάκι έρχεται η Μαρώ και μάλιστα δεν είναι η τελευταία, χωρίς να μετρούμε τις «πεταλούδες» που δυστυχώς δεν άφησαν ίχνη.


Οι λαχτάρες του σώματος


Τον Σεφέρη τον συγκινούσε «ο τύπος της μεγαλύτερης γυναίκας, της καλλονής, της γυναίκας με ισχυρό χαρακτήρα». Ας όψεται «το οιδιπόδειο σύμπλεγμα απέναντι στον πατέρα του». Εξόχως σημαντική η παρατήρηση για «τον εκ φύσεως αριστερόχειρα Γιώργο που αναγκάστηκε να μάθει να κρατά την πένα στο δεξί». Πρώτος έρως, μια φίλη της αδελφής του της Ιωάννας, η «Μέλπα», που «τον ξαπόστειλε». Δεύτερος, η κόρη της πρώτης σπιτονοικοκυράς του στο Παρίσι, η Σουζόν, που «τον εξευτέλισε». Τρίτος και «βραχύβιος», η Νορβηγίδα Κίρστεν, με την οποία κατ’ εξαίρεση «φάνηκε σκληρόκαρδος». Ακολουθεί «ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής του» η Γαλλίς Ζακλίν, που όμως «ήθελε γάμο» και «ο δεσμός τους θα γίνει απείρως οδυνηρός». Θα τον αγαπά μέχρι τέλους και θα ταξιδέψει στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1971, για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό που δεν στάθηκε δυνατός.


Δυστυχώς, η αλληλογραφία τους λανθάνει. Ο έρωτας για τη Ζακλίν θα επικαλυφθεί από το πάθος για την επόμενη μοιραία γυναίκα της ζωής του, τη Λουκία Φωτοπούλου, χαϊδευτικά Λου. Ενα ρομάντζο, λιγότερο συναισθηματικό, εντόνως αισθησιακό, καθώς η Λου, παντρεμένη και χωρισμένη, «έχει σχέσεις με γυναίκες όπως και με άντρες και προστατεύει με σθένος την ερωτική ελευθερία της». Πυκνή η αλληλογραφία τους, παραμένει αδημοσίευτη. Καιρός να την διαβάσουμε, αφού η Λου ενέπνευσε το «ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Εξι νύχτες στην Ακρόπολη», το οποίο και ερμηνεύει ο βιογράφος, ταυτίζοντας τη Λου με τη μυθιστορηματική ηρωίδα Σαλώμη ή και Μπίλιω.


Οργασμός γραφής


Επεται και ως ανάπαυλα επώδυνων αμφιταλαντεύσεων και χωρισμών, μια χαριτωμένη Ρωσίδα στις Σπέτσες, πριν από τη γνωριμία με τη Μαρίκα Ζάννου, κατόπιν Λόντου και τέλος Μαρώ Σεφέρη. Αν και όταν τέθηκε θέμα γάμου και με τη Μαρώ, εμπλεκομένων και των παιδιών της, ο Σεφέρης ετράπη και πάλι σε φυγή, ζητώντας παρηγοριά στον έρωτα μιας Βολιώτισσας. Οπως και αν έχει, η συμβίωση με τη Μαρώ κατακάθισε «το βιολογικό ένστικτο για τη ζωή» του Σεφέρη, που θα ανανεωθεί χρόνια αργότερα στην Κύπρο, όπου όμως περιορίστηκε στη «θεά του έρωτα» και έφερε μόνο «οργασμό γραφής». «Σπάνιας οικειότητας και αντοχής» η σχέση του ζεύγους Σεφέρη, ωστόσο, καλοκαίρι του 1958, κατά την κορύφωση του Κυπριακού, την τάραξαν «οι χάρες μιας νεότερης γυναίκας», ενώ δυόμισι χρόνια αργότερα, κυριολεκτικώς την ταρακούνησε η γοητεία «νεαρής υπαλλήλου της πρεσβείας» στο Λονδίνο, οδηγώντας τη Μαρώ σε «απόπειρα αυτοκτονίας». Ανώνυμοι μένουν αυτοί οι δύο τελευταίοι πειρασμοί του Σεφέρη και νεφελώδεις οι σχετικές μαρτυρίες. Το σημαντικό είναι πως ο Σεφέρης ξέδωσε συνθέτοντας «πορνογραφικά δίστιχα», τα μεταθανάτια «Εντεψίζικα». Πάντως, τέλος στις ερωτικές δοσοληψίες του έδωσε μια κρίση προστάτη, που μάλλον τον προστάτεψε οριστικώς.


Πολιτικές ίντριγκες


Ωστόσο, παρά τις όποιες συζυγικές παρασπονδίες, μετά τον γάμο του με τη Μαρώ, η σκέψη του Σεφέρη βγαίνει από τον «λήθαργο» και αρχίζει να ασχολείται και με θέματα πέραν των προσωπικών του. Χάρη σε αδημοσίευτα ημερολόγια και επιστολές, ο βιογράφος, επωφελούμενος και από τα απόρρητα αρχεία κρατικών υπηρεσιών, ελληνικών και ξένων, αποκαλύπτει τον διπλωμάτη Σεφέρη, δραστήριο μεν αν και λιγότερο εντυπωσιακό του εραστή Σεφέρη. Προς τούτο και κυρίως για το αγγλόφωνο κοινό, για το οποίο και γράφτηκε η βιογραφία, δίνεται το ιστορικό πλαίσιο, σύμφωνα με τη βρετανική οπτική, που κάποτε ξενίζει τον έλληνα αναγνώστη, όπως συμβαίνει κατά την ευαίσθητη περίοδο του Εμφυλίου, ιδιαίτερα όμως όταν γίνεται αναφορά στον κυπριακό απελευθερωτικό αγώνα. Οπως και αν έχει, τα ερωτικά ρομάντζα διαδέχονται οι πολιτικές ίντριγκες, που φτάνουν ως τα παρασκήνια του βραβείου Νομπέλ, προς μερική απομυθοποίησή του. Αναμφισβήτητο επίτευγμα του βιογράφου η λεπτομερειακή σύνδεση των συμβάντων με τη διαδικασία γραφής των ποιημάτων, οπότε η «σκοτεινότητα» της ποίησης του Σεφέρη έρχεται και ως επακόλουθο της θητείας του στην υπηρεσία «κρυπτογραφίας», πέρα από το χούι του να μπλέκει με παντρεμένες. Τελικά, γνωρίζουμε επακριβώς με ποια γυναίκα κατά νου ξεκίνησε να γράφεται το κάθε ποίημα και χάρη σε ποια ολοκληρώθηκε, καθώς επίσης ποιο περιστατικό ή και τοπίο έδωσε την αφορμή μιας ποιητικής σύνθεσης. Θα ήταν υπερβολή να ζητηθεί κάτι παραπάνω από μια βιογραφία που τελικά δεν είναι παρά η αφήγηση της ζωής του βιογραφούμενου από τον βιογράφο του, εξαρτωμένη από τον βαθμό της αναμεταξύ τους συγγένειας και από το αναγνωστικό κοινό, του οποίου το ενδιαφέρον ο βιογράφος ζητεί να «δαυλίσει» ή και να «επαναδαυλίσει», ανεξάρτητα από το αν η διήγησή του αναπότρεπτα υποδαυλίζει την απώθηση ενός άλλου κοινού με τυχόν διαφορετικές προσλαμβάνουσες.


Το βίωμα και η έξαρση


Ως φαίνεται, ο P. Μπήτον όχι μόνο επισκέφθηκε τις διάφορες κατοικίες του Σεφέρη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αλλά προέβη και σε επιμελή αυτοψία του κάθε μέρους. Από την άλλη, δεδομένων των θησαυρών του Αρχείου Σεφέρη, δεν αξιολόγησε περαιτέρω έρευνα. Ετσι μένει, λ.χ., απροσδιόριστη η ημερομηνία έκδοσης του διαζυγίου της Μαρώς και λανθασμένη η περιγραφή για το τέλος της Φωτοπούλου, όπως αποκαλύπτει η μαρτυρία της N. Ανδρικοπούλου στο πρόσφατο βιβλίο της «Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου». Στην αφήγησή του ο βιογράφος άλλοτε ενσωματώνει παραθέματα από κείμενα του Σεφέρη και άλλων και άλλοτε αναδιηγείται με δικά του λόγια τις απόψεις τους, προσθέτοντας περιγραφές, κυρίως ερμηνείες. Οι ως σήμερα δημοσιευμένες αλληλογραφίες και οι προβληματισμοί που περιέχονται σε αυτές δείχνουν να μην τον απασχόλησαν ιδιαίτερα, κρίνοντας μάλλον πως τα ποιήματα γεννιούνται από τα βιώματα ή και τις ρομαντικές εξάρσεις, όπως για παράδειγμα «η τάση του Γιώργου να εξιδανικεύει τον απλό άνθρωπο, τον άνθρωπο του λαού», από «τους ψαράδες της Σκάλας» ως τον Μακρυγιάννη και τον «λαό» της Κύπρου.


Από τους ανθρώπους με τους οποίους συγχρωτίστηκε ο Σεφέρης, ο βιογράφος συγκρατεί αυτούς που συγκινούν ένα αγγλόφωνο κοινό, προσπερνώντας όσους δεν απολαμβάνουν κάποια φήμη εκτός ελληνικών συνόρων ούτε κρίνονται άξιοι σύστασης, σύμφωνα με την τακτική που είχε ακολουθήσει και κατά τη συγγραφή της «Εισαγωγής στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία». Κυρίως μνημονεύονται οι βρετανοί φίλοι του Σεφέρη, καθώς και οι περιοδικές εκδόσεις, στις οποίες αυτοί συμμετείχαν, ενώ αντιθέτως οι αναφορές σε αρκετούς εμπλεκομένους Ελληνες παραμένουν αόριστες, ακόμη και περιοδικά, στων οποίων τη συντακτική ομάδα ήταν μέλος ο Σεφέρης, όπως οι «Εποχές», δεν αξιολογούνται μνείας. Από την άλλη, καθώς ο φόρτος των βιογραφικών συντεταγμένων όσων αναφέρονται δεν συνάδει προς μια γλαφυρή αφήγηση, ο P. Μπήτον περιορίζει την περιγραφή τους σε ιμπρεσιονιστικές πινελιές, του τύπου ο «αμετανόητος εθνικόφρων» Κατσίμπαλης με τον «εθνικιστικό αταβισμό» του, η «ένθερμη μαρξίστρια» Ελλη Παπαδημητρίου, ο «χαρισματικός εθνικιστής ιδεολόγος» Ιων Δραγούμης, η «εξαιρετικά σπουδαία και χαρισματική» Πηνελόπη Δέλτα με μια ζωή «γεμάτη αποτυχημένους έρωτες και απόπειρες αυτοκτονίας», ο «λάγνος και εργένης» Λουίζος ή και κάποιες αοριστόλογες αναφορές, όπως ο «νεότερος εξάδελφος του Κατσίμπαλη» Ζήσιμος Λορεντζάτος. Βεβαίως οι χαρακτηρισμοί είναι ένα μάλλον ευαίσθητο θέμα, καθώς στην απόδοσή τους παρεμβαίνει ο μεταφραστής. Αν κρίνουμε από το πλήθος των αδόκιμων ή και ασαφών εκφράσεων, μάλλον θα έπρεπε κανείς να συμβουλευθεί το πρωτότυπο, αν ήθελε να γνωρίζει τις ακριβείς ιδεολογικές αποχρώσεις που ο βιογράφος θέλησε να προσδώσει στα πρόσωπα.


Το αίνιγμα της ποίησης


Μεμψιμοιρίες, ας μην χρονοτριβούσαν επί δεκαετίες οι έλληνες μελετητές πάνω από τα κληροδοτημένα σε αυτούς χειρόγραφα Σεφέρη. Υστερα, κατά το επετειακό έτος Σεφέρη, έτυχε να πεθάνουν με διαφορά μηνών και οι δύο φρουροί της μνήμης του ποιητή, η σύζυγός του Μαρώ Σεφέρη και η αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου. Θα ανοίξει και το αρχείο Τσάτσου, θα δημοσιευθούν και οι υπόλοιπες αλληλογραφίες. Κάποιος, κάπου, κάποτε θα λύσει και το αίνιγμα της ποίησης του Σεφέρη, που επιμένει να ανθίσταται και να μας κατατρύχει. Προσώρας, ας ελπίσουμε πως ο ερωτόληπτος Σεφέρης θα ασκήσει στους αγγλόφωνους, ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, την ίδια γοητεία με την ομοφυλόφιλη ταυτότητα του Καβάφη.