Στον τόπο μας πολλοί είναι οι συγγραφείς που λατρεύουν το ποδόσφαιρο – υπάρχουν και μερικοί πρώην παίκτες -, λίγοι όμως ως ελάχιστοι έχουν γράψει εμπνευσμένοι από αυτό. Για τούτο και αποτελεί ευχάριστη έκπληξη το νέο μυθιστόρημα του Μηνά Βιντιάδη Το δεξί πόδι του θεού (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Το θέμα μας: ένας σταρ, ο πρώτος των πρώτων, ο γκολτζής και αρχηγός της Εθνικής (αρχηγός και της ομάδας του ΟΜΑΔΑ), ο Χρήστος Αργυρίου, ο επονομαζόμενος και Κόμης, καταγόμενος από ένα νησί, «παραπονιάρικο βραχάκι, στην άκρη του χάρτη, στα σύνορα της Ιστορίας, στη θέση του πουθενά», τον οποίο, αντί να παρακολουθήσουμε την ανοδική πορεία του μέσα από επαρχιακές ομάδες και να τον δούμε να φθάνει στην κορυφή, βρίσκουμε από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου καταξιωμένο παίκτη, είδωλο του πλήθους, στα 31 του, να έχει ακόμη το πολύ δύο ή τρία χρόνια ενεργού δράσης.


Το παιχνίδι των αναδρομών


Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας μάς μπάζει εξαρχής στον καυτό πυρήνα του θέματος, στην κορυφή της δόξας, στην κορυφή του δράματος, και έτσι αποσπά το αμέριστο ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το παρελθόν επανέρχεται σε σοφή κατανομή αναδρομών του κεντρικού ήρωα (φλασμπάκ) που, έχοντας κερδίσει κατ’ αρχάς το ενδιαφέρον μας, τροφοδοτούν με το απαραίτητο συναισθηματικό φορτίο (η μάνα του η κυρα-Σεβαστιανή, οι παιδικοί του φίλοι στο νησί κτλ.) την ήδη αγκιστρωμένη προσοχή μας. Εν διαστάσει, με παιδί, η γυναίκα του, η Θάλεια, κοινωνιολόγος και το μικρό κορίτσι, η Ναταλία, ούτε πέντε ετών – ο ήρωας διατηρεί μαζί τους μια δυνατή σχέση που τεντώνεται στο έπακρο χωρίς να κοπεί και εν τέλει μαζεύεται σαν λάστιχο και τους επανενώνει. Με τον χορό των προσώπων που παρελαύνουν από το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα βρίσκουμε όλους ή σχεδόν όλους τους χαρακτήρες που συνωστίζονται στον κόσμο της μπάλας: τον επιχειρηματία-αφεντικό της ΟΜΑΔΑΣ, τον προπονητή (τον «Μίστερ»), τον κακεντρεχή αθλητικογράφο, την γκόμενα, τους «φαν», το σασπένς της μεταγραφής κτλ.


Εκείνο όμως που ζεσταίνει την αφήγηση και της δίνει το διαβατήριο για τη λογοτεχνία είναι οι μνήμες του Κόμη από την αλάνα του νησιού, οι παιδικές τραυματικές εμπειρίες του, η ανθρωπιά που αποπνέει ο ίδιος ως χαρακτήρας, καθώς και αναρίθμητες μικρές λεπτομέρειες, που σαν καλή υφάντρα ο συγγραφέας ενσωματώνει στον χλοοτάπητα. Πώς να μην είναι «χαλασμένος» ο αθλητικογράφος Μπαρδώνης όταν η πρώτη του επαφή με το αντικείμενο, δηλαδή με τον εκδότη της αθλητικής εφημερίδας όπου θέλει να γράψει, είναι η πρόταση του τελευταίου να πληρώνεται… εις είδος. «Πόσα θα παίρνω, κύριε διευθυντά;» ψέλλισε. «Πόσα θέλεις;». «Εγώ πόσα θέλω; Εσείς τι μου δίνετε;». «Σου φτάνει ο Ηλυσιακός και τα Πατήσια;». (Ο Μπαρδώνης δεν καταλάβαινε.) «Δύο ομάδες B’ Εθνικής, από τρία παιχτάκια η κάθε ομάδα, από τρία χιλιαρικάκια ο καθένας, μας κάνουν… δύο επί τρία έξι, επί τρία δεκαοχτώ… καφετιά το μήνα». Ωστόσο το εύρημα το βιβλίου είναι ο διάδοχος του Κόμη, ένας 20χρονος νεαρός ποδοσφαιριστής, ο Γιώργος Χριστοδούλου, ο οποίος τον θαυμάζει και έχει κατακλύσει την ταπεινή γκαρσονιέρα του με τις φωτογραφίες του ειδώλου του.


Στο φτωχικό αυτό δωμάτιο η κόρη του προέδρου της ΟΜΑΔΑΣ, η Ελενα Μελίτη, που σπουδάζει θέατρο στο Λονδίνο και έχει τυχαία γνωριστεί με τον Γιώργο, τον οποίο ερωτεύεται, έρχεται για πρώτη φορά σε «οπτική επαφή» με τον Κόμη. Με μαεστρία έμπειρου μυθιστοριογράφου ο συγγραφέας δεν μας αφήνει απ’ την αρχή να μαντέψουμε τη συνέχεια. Με πολλή προσοχή ξεδιπλώνει τη σταδιακή άνοδο του νέου και το «δάγκωμα της λαμαρίνας» από την Ελενα για τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Ενας τραυματισμός του Κόμη (από φιλότιμο και αγάπη για την ομάδα του) πυροδοτεί τις ραγδαίες εξελίξεις του τέλους. Το Δεξί πόδι του θεού έχει όλο το σασπένς ενός ντέρμπι. Ποιος θα νικήσει; Ο άνθρωπος ή ο επαγγελματίας; Υπάρχει ηττημένος «όταν το όνειρο δεν μπορεί να γίνει επάγγελμα; Μπορεί η δόξα να αποζημιώσει τη φαντασία που γίνεται πραγματικότητα; Μπορεί το χρήμα να κοστολογήσει τη δικαίωση ενός παιδιού;».


Οχι μόνο στα αποδυτήρια


Διαβάζοντας το βιβλίο έχεις την αίσθηση ότι δεν μπαίνεις μόνο στα αποδυτήρια ενός γηπέδου αλλά στα σπίτια των συντελεστών αυτού του «βασιλιά των σπορ». Που μπορεί να είναι, όπως λέει του Κόμη κάποια στιγμή η Θάλεια, «η μετεξέλιξη της σφαγής θηρίων στην αρχαία Ρώμη, τη θέση του Κολοσσαίου να πήραν τα γήπεδα […], τα λιοντάρια που σφάζονται να είναι οι ίδιοι οι θεατές […]», ωστόσο η αίγλη που ασκεί και η εκτόνωση που προσφέρει διατηρούν για έναν καλό συγγραφέα έναν κήπο ανεξάντλητο από όπου μπορεί να τρυγήσει χίλιες δυο ευκαιρίες για να ντύσει τη ζωή των ηρώων του με τη χλιδή του μύθου. Και αυτόν τον μύθο αναδεικνύει το βιβλίο. Είτε το πρότυπο είναι ο Ρονάλντο είτε ο Σόκρατες είτε ο Ντέμης είτε οποιοσδήποτε άλλος, ο «ντίβος» του ποδοσφαίρου, όπως και η «ντίβα» της όπερας, κρέμεται πάντα από μια κλωστή. Σε κάθε παράσταση δίνει εισαγωγικές εξετάσεις. Και δεν του επιτρέπεται από το πλήθος των θαυμαστών να πέσει κάτω από το προηγούμενο ρεκόρ.


Ομορφη, τέλος, η αναφορά στον πρόγονο του βιβλίου, στη Φανέλα με το εννιά του Μένη Κουμανταρέα, «ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν ποδοσφαιριστή, τον Μπιλ Σερέτη» (σελ. 61). Καθώς και το πέρασμα ενός άλλου συγγραφέα με το πραγματικό του όνομα αυτή τη φορά, του Αλέξανδρου Ασωνίτη, ο οποίος συναντά τον Κόμη και συνομιλεί μαζί του. Οπότε και μας προκύπτει ένα θέμα φιλολογικής διατριβής που θα μπορούσε να προτείνει στους φοιτητές του ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς: «Μπιλ Σερέτης – Χρήστος Αργυρίου (Κόμης). Διαφορές και ομοιότητες – Μια λογοτεχνική προσέγγιση του ποδοσφαίρου».


Ο κ. Βασίλης Βασιλικός είναι συγγραφέας.