Καταθέτοντας την αυτοβιογραφία που φέρει ως τίτλο μόνο το όνομά του, ο Ρολάν Μπαρτ επισημαίνει εξαρχής πως όλα όσα πρόκειται να διαβαστούν πρέπει να θεωρηθούν ως μυθοπλαστική κατασκευή. Αυτή η επιγραμματική δήλωση, που επιχειρεί να υπονομεύσει την αφελή πίστη σε μια αυθεντική, ειλικρινή, ολιστική γλωσσική ανασύνθεση του αυτοβιογραφούμενου υποκειμένου, θα μπορούσε επίσης να προλογίζει τους δύο τόμους που αναφέρονται στην παιδική και νεανική ηλικία του νομπελίστα Τζ. M. Κούτσι και φέρουν την υπογραφή του.


Αν η βιογραφία υπόσχεται την ανασυγκρότηση της προσωπικότητας του δημιουργού έτσι ώστε να γίνει αντιληπτή η αιτιακή αντιστοιχία ανάμεσα στη ζωή και στο έργο του συγγραφέα, τότε η αυτοβιογραφία δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες για μια «προνομιακή γνώση των αληθινών αιτιών ή εμπειριών που συνετέλεσαν στη σύνθεση ενός αξιόλογου λογοτεχνικού έργου ή στη διαμόρφωση μιας ξεχωριστής προσωπικότητας. Ωστόσο, ένας συγγραφέας γνωστός για την εσωστρέφειά του, την αποχή από δημόσιες εμφανίσεις και συναναστροφές με τον Τύπο, την αποστροφή του προς τις ναρκισσιστικές εκδηλώσεις των συναδέλφων του, είναι άραγε δυνατόν να αισθάνθηκε πως «ήρθε η ώρα να είναι ειλικρινής» – για να επικαλεσθούμε τον Σάμιουελ Τζόνσον – και να θέλησε να βυθιστεί στο άδυτο του εαυτού, να υποβάλει τη ζωή του σ’ ένα είδος δύσπιστης ερμηνευτικής επισκόπησης με σκοπό να μετατρέψει ένα προσωπικό ψυχογράφημα σε δημόσιο κείμενο; Μάλλον θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού την πρόθεση του συγγραφέα.


H αθωότητα της γραφής


«Τα πράγματα σπάνια είναι όπως φαίνονται» επαναλαμβάνει σε κάθε του λογοτεχνικό έργο και διά στόματος όλων των ηρώων και ηρωίδων του ο Κούτσι. Ο αυθορμητισμός της σκέψης και η αθωότητα της γραφής οφείλουν να δώσουν τη θέση τους στον σκεπτικισμό και στην αυτοκριτική επαγρύπνηση. Ακόμη και όταν ένα κείμενο επικαλείται την αδιαμεσολάβητη, ειλικρινή καταγραφή προσωπικών βιωμάτων – όπως στην περίπτωση της ημερολογιακής γραφής – ακόμη και τότε η εγκυρότητα και η γνησιότητα του κειμένου οφείλει να τίθεται υπό αμφισβήτηση. «Ποιος θα μπορούσε να πει ότι τα συναισθήματα που εκφράζει στο ημερολόγιό του είναι τα πραγματικά του συναισθήματα;» αναρωτιέται ο νεαρός άντρας που φέρει το όνομα και το επώνυμο του συγγραφέα στις Σκηνές απ’ τη ζωή ενός νέου. Και πώς θα μπορούσε να πείσει την ερωμένη του, όταν εκείνη ανακαλύπτει το ημερολόγιό του, «ότι αυτά που διάβασε δεν ήταν αλήθεια», αλλά «αποκύημα της φαντασίας του, μια απ’ τις πολλές ιστορίες που θα μπορούσε να κατασκευάσει, αληθινή μόνο με την έννοια που ένα έργο τέχνης είναι αληθινό – αληθινό ως προς τον εαυτό του, αληθινό και πιστό στον στόχο που ενυπάρχει μέσα του». Ισως, λοιπόν, στην περίπτωση του Κούτσι θα ήταν καλύτερα να μιλάμε για «βιο-μυθιστορία», ένα λογοτεχνικό είδος που προκύπτει από την αλληλοεπικάλυψη, ανάμειξη και εναλλαγή της βιογραφίας με τον μυθιστορηματικό (και, γιατί όχι, τον δοκιμιακό και θεωρητικό) λόγο με στόχο τη μοναχική αναζήτηση της αλήθειας.


Κανονικό αγόρι


Ας πάρουμε για παράδειγμα το Σκηνές απ’ τη ζωή ενός παιδιού. Πρόκειται για την τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός δεκάχρονου αγοριού που ζει σε απομονωμένη επαρχιακή πόλη, 160 χιλιόμετρα από το Κέιπ Τάουν, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Μεγαλώνοντας στο δυστοπικό κόσμο της Νοτίου Αφρικής, σε μια εποχή που η οικονομία μεταβάλλεται από αγροτική σε αστική, η γη σταδιακά εγκαταλείπεται, οι Αφρικάνερς εθνικιστές έχουν καταλάβει την εξουσία και το απαρτχάιντ αναμετράει τη δύναμή του, ο μικρός Τζον Κούτσι βιώνει την περιθωριοποίηση και τη μοναξιά της διαφορετικότητάς του. Πασχίζει να κάνει τις σωστές επιλογές ώστε να αισθανθεί «κανονικό» αγόρι, αλλά η πολύπλοκη ιεραρχική, μανιχαϊκή δομή της κοινωνίας στην οποία θέλει να ανήκει, τον παρασύρει σε λανθασμένες αποφάσεις που τον ενοχοποιούν και τον απομονώνουν: Ερωτώμενος για το θρήσκευμά του απαντά πως είναι ρωμαιοκαθολικός ορμώμενος από τον θαυμασμό του για την ηρωική υπεράσπιση της Ρώμης από τον Οράτιο. Και να που η αφελής απάντησή του γίνεται αιτία της καταδίωξής του από την κυρίαρχη προτεσταντική πλειοψηφία. Αισθάνεται ανακούφιση που δεν ανήκει στους Αφρικάνερς, παρ’ όλο που το επώνυμό του είναι ενός Αφρικάνερ, γιατί αποστρέφεται την τραχύτητα και την αδιαλλαξία τους. Αντίθετα, νιώθει αφοσιωμένος στην Αγγλία, την οποία έχει ταυτίσει με πράξεις ανδρείας και πίστη στο καθήκον. Από την άλλη όμως, αγαπά τη γεμάτη ιδιωματισμούς και λαϊκές εκφράσεις γλώσσα των Αφρικάνερς, που τον συνοδεύει παντού «σα μια αόρατη πανοπλία» και μισεί τους Αγγλους που την περιφρονούν.


Εχοντας επίγνωση των ταξικών και φυλετικών περιορισμών, αναζητεί μάταια πρότυπα που θα τον εμπνεύσουν και θα κάνουν την παιδική του ηλικία κάτι παραπάνω από μια περίοδο «κατά την οποία πρέπει να σφίγγει τα δόντια και να υπομένει». Αν όμως η πατρική παρουσία αποδεικνύεται ανεπαρκής και απογοητευτική, η μητρική είναι απίστευτα πιο καταπιεστική και αφόρητη. Ο μικρός Τζον βιώνει την αγάπη της μητέρας του «σα ζαλισμένος μπαμπουίνος» που χτυπιέται δεξιά και αριστερά μέσα σ’ ένα κλουβί και η αχαριστία του προς την ανιδιοτέλειά της τον κάνει να μισεί τον εαυτό του. Τίποτε δεν ποθεί περισσότερο από το να αναπνεύσει ελεύθερος, ν’ απαγκιστρωθεί από την κυριαρχία της μητέρας του και την επιρροή της πατρίδας του.


Το πορτρέτο του καλλιτέχνη


Στις Σκηνές από τη ζωή ενός νέου, βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο αφηγητής είναι πλέον φοιτητής στη μαθηματική σχολή του Κέιπ Τάουν. Αν και τον έλκει η καθαρότητα των μαθηματικών, μέσα του καλλιεργεί μια μυστική φιλοδοξία, ένα εκστατικό πάθος για τη δημιουργική γραφή: στόχος του είναι να γράψει στίχους αντάξιους του Εζρα Πάουντ. H φλόγα που καίει μέσα του τον οδηγεί στο μητροπολιτικό Λονδίνο, όπου βρίσκει δουλειά ως προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών, ενώ συνεχίζει πυρετωδώς να μελετά το πορτρέτο του σύγχρονου καλλιτέχνη μέσα από το συγγραφικό έργο των εξόριστων μοντερνιστών, όπως ο ίδιος. Συγχρόνως καλλιεργεί ρομαντικές ελπίδες για τη συνεύρεσή του με την ιδανική γυναικεία ύπαρξη, τη μούσα του έρωτα, που θα τον εμπνεύσει.


H πραγματικότητα όμως διαψεύδει το όραμά του. H πόλη των ονείρων του, το Λονδίνο, αποδεικνύεται μια πόλη δύσκολη στην προσαρμογή, οι λογοτεχνικοί κύκλοι παραμένουν ερμητικά κλειστοί και οι αλλεπάλληλες ερωτικές του αποτυχίες αποδυναμώνουν την πίστη στις ικανότητές του και αλλοιώνουν το όραμά του. Αναμφίβολα, τα μελανά χρώματα με τα οποία σκιαγραφεί το πορτρέτο του στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου και η σκληρή κριτική στην οποία υποβάλλει τον εαυτό του δεν θα άφηναν περιθώρια ελπίδας για το μέλλον του αφηγητή, αν ο αναγνώστης δεν γνώριζε ότι πρόκειται για τον διεθνώς καταξιωμένο, βραβευμένο δύο φορές με Μπούκερ και Νομπέλ Λογοτεχνίας 2003 Τζ. M. Κούτσι. Ωστόσο, η μεταμόρφωση του «αξιοθρήνητου» συγγραφέα που μισεί την «αναμέτρησή του με τη λευκή σελίδα» και γερνάει παίζοντας σκάκι μόνος του, σ’ ένα πετυχημένο και διάσημο λογοτέχνη θα μπορούσε να αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος της αυτοβιογραφίας (γεγονός άλλωστε που κυκλοφορεί ως ανεπιβεβαίωτη φήμη).


H ζωή και η θεωρία


Εκτός, βέβαια, αν ως τρίτος τόμος της αυτοβιογραφικής αυτής τριλογίας θεωρηθεί το πρόσφατο μυθιστόρημα του Κούτσι, Ελίζαμπεθ Κοστέλο, (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διήγηση)στην πρωταγωνίστρια του οποίου ο συγγραφέας αποδίδει πολλά χαρακτηριστικά του και πολλές από τις σκέψεις του. Το βιβλίο αυτό που φέρει τον υπότιτλο «Οκτώ Μαθήματα» και αποτελείται από ισάριθμα κεφάλαια που μοιάζουν περισσότερο με διαλέξεις ή συλλογή δοκιμίων δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως μυθιστόρημα. Αρκεί η αναφορά σε μερικούς από τους τίτλους των κεφαλαίων που το απαρτίζουν («Οι φιλόσοφοι και τα ζώα», «Οι ποιητές και τα ζώα», «Το μυθιστόρημα στην Αφρική», «Το πρόβλημα του Κακού» κτλ.), για να διαφανεί η θεωρητική προβληματική του κειμένου ως αναγκαία συνθήκη της μυθιστορηματικής του τεχνικής. Συνδυάζει, επομένως, το Ελίζαμπεθ Κοστέλο τη μυθιστορία με την αυτοβιογραφία και τον θεωρητικό λόγο. Υπό αυτή την έννοια ο ισχυρισμός του Πολ Βαλερί ότι δεν υπάρχει θεωρητικός λόγος που να μην οικειοποιείται ψήγματα αυτοβιογραφίας θα μπορούσε να διαβαστεί και αντίστροφα, ότι δηλαδή η προσωπική εμπειρία ενός συγγραφέα βρίσκει πάντοτε τρόπο να ενσωματωθεί στον θεωρητικό του λόγο και επομένως αναιρείται – ριζοσπαστικά και βίαια – η διάκριση μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας, βιογραφίας και μυθιστορίας.


H κυρία Ντόρα Τσιμπούκη είναι καθηγήτρια του Τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.