H μετάφραση στη γλώσσα της περισπούδαστης μονογραφίας του Seaford σχετικά με το ανταποδοτικό και τελετουργικό υπόβαθρο των ομηρικών επών και της αττικής τραγωδίας αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντικό γεγονός στον τομέα της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας. Για άλλη μια φορά το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να προσφέρει στο ευρύτερο ελληνικό κοινό, σε επιμελημένη έκδοση και προσιτή τιμή, το έργο ενός έγκριτου ξένου ερευνητή της κλασικής γραμματείας μας. Ο ογκώδης, αλλά μεστός ουσίας, τόμος παρουσιάζει με τρόπο εποπτικό και σφρίγος ερμηνευτικό τις ποικίλες εκφάνσεις της αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στο λογοτεχνικό δημιούργημα και στα ιστορικά συμφραζόμενα και υποδηλούμενά του.


Το πολιτικό και θρησκευτικό υπόστρωμα


Στην προσπάθειά του να αναδείξει τη σπουδαιότητα του πολιτικού και θρησκευτικού υποστρώματος στον Ομηρο και στην τραγωδία, αλλά συνάμα και να υπογραμμίσει την πολυδύναμη σύζευξη του επικαιρικού με το διακαιρικό στοιχείο στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, ο Richard Seaford, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Exeter, επιστρατεύει μιαν αξιοπρόσεκτη όντως δέσμη μεθοδολογικών εργαλείων για τη διευκόλυνση της μελέτης του και την επίτευξη του στόχου του. Μολονότι η επιστήμη της ανθρωπολογίας, κυρίως στη δομιστική εκδοχή της, αποτελεί τον βασικό μοχλό εργασίας στο ερμηνευτικό εγχείρημα του βρετανού μελετητή, η κοινωνιολογία και η πολιτική οικονομία αποτελούν τα άλλα δύο δυναμικά υπομόχλια της προσπάθειάς του. Περιττό να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι οι παραπάνω τρόποι διερεύνησης – αλλά και αρκετοί άλλοι που χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση – ενός τόσο επιβλητικού σε όγκο και εκπληκτικού σε ποικιλία υλικού θα απέβαιναν αναποτελεσματικοί, αν δεν συνοδεύονταν και από την παρουσίαση και την εξαντλητική ανάλυση των οικείων πηγών. Πράγματι ο συγγραφέας δεν φείδεται παραδειγματικών αναφορών σε μια πλειάδα έργων, που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας.


H λατρεία των ηρώων και οι κοινωνικές ομάδες


Πέρα από τις αναγνωρίσιμες αυτές αρετές και την αξιέπαινη σοβαρότητα των προθέσεων, πρέπει να σημειωθεί ότι το βιβλίο του Seaford ήδη από την εποχή που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα, το 1994, δεν έπαυσε να θεωρείται ένα έντονα αμφιλεγόμενο έργο, για το οποίο δεν θα μπορούσε ίσως κανείς να ισχυριστεί – ιδιαίτερα σήμερα – ότι διακρίνεται από μια εντελώς ακαταμάχητη επιχειρηματολογία και ολωσδιόλου πειστική συλλογιστική. Αναντίρρητο γεγονός είναι ότι σε τέτοιου είδους μεγαλεπήβολες συνθέσεις η ανάγκη τήρησης μιας ενιαίας γραμμής πλεύσης οδηγεί, ενίοτε ασυνείδητα, τον ερευνητή στην υιοθέτηση συχνά προκρούστειων μεθόδων και καμιά φορά στην προσφυγή ακόμη και σε εξεζητημένες λύσεις προς μεγάλη φυσικά απογοήτευση του υποψιασμένου και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, απαιτητικού αναγνώστη.


Βεβαίως σε καμιά περίπτωση η παραπάνω παρατήρηση δεν έχει σκοπό να υπονομεύσει ούτε και κατ’ ελάχιστον τη γενικότερη αξία του βιβλίου, αλλά αντίθετα να προϊδεάσει τον μη ειδικό ότι η επιχειρηματολογία του Seaford δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις τόσο αφοπλιστική και συνεπώς απρόσβλητη από την κριτική. Ωστόσο, οφείλουμε να τονίσουμε ότι συγκεκριμένα συμπεράσματα της εργασίας του, καρπού όντως πολύχρονης ενασχόλησής του με συναφή θέματα, αποτελούν αναμφίλεκτα μια ανεκτίμητη για τη φιλολογική επιστήμη κατάκτηση. Ειδικότερα η διεξοδική συζήτηση σχετικά με τον σοβαρό λειτουργικό ρόλο που επιτελεί η ηρωική λατρεία στη συγκρότηση συντεταγμένων κοινωνικών ομάδων, καθώς επίσης και η εμπερίστατη επισκόπηση των εποχικών αντιστοιχιών στον τομέα ειδικότερα της αθηναϊκής τραγωδίας, επιτυγχάνουν με απαράμιλλο όντως τρόπο να κλιμακώσουν το ενδιαφέρον και την προσοχή του αναγνώστη. H μεγάλη τέχνη του συγγραφέα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι παραμερίζει με μαεστρία το ποιητικό περίβλημα των έργων και αποκαλύπτει τον σχεδόν πάντοτε συγκεκαλυμμένο κοινωνικό αναπαλμό.


H τελετουργική σκηνογράφηση


Πέρα από τα γενικότερα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής στην ερμηνεία των έργων, η ένταξη των ομηρικών επών και της τραγωδίας στο ιστορικό περικείμενό τους είναι δυνατό συχνά να οδηγήσει σε μιαν ακριβέστερη στάθμιση όχι μόνο συγκεκριμένων αισθητικών, αλλά και πολιτικών αξιών και εννοιών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη νέα οπτική, η επικήδεια έκσταση, που μετασταθμεύει από την εξόδια σκηνή της Ιλιάδας στις ψυχές των ακροατών, αναπαράγει συν τοις άλλοις συναισθήματα σύστοιχα με τα επιδιωκόμενα ενός πιο εγκόσμιου – και γι’ αυτόν τον λόγο λιγότερο επικού – προβληματισμού. Ενώ η προσοχή μας προσηλώνεται στην τελετουργική σκηνογράφηση της ανθρώπινης οδύνης, ο ρεαλιστικός πυρήνας του μύθου παραπέμπει στη διαπάλη ανάμεσα στη διαλυτική δύναμη του ανεξέλεγκτου θρήνου και στην επιτακτική ανάγκη αποφυγής της αποτρόπαιης αυτοκαταστροφής. Κάτι ανάλογο ισχύει και στην αττική τραγωδία, όπου ο Seaford, σε αντίθεση με άλλους ερμηνευτές, ορθά αναγνωρίζει τη δυνατότητα της αφηγηματικής ολοκλήρωσης των δραματικών έργων. H prima facie συντηρητική θα λέγαμε στροφή του συγγραφέα πρέπει να χαιρετιστεί ως άλλο ένα αποφασιστικό βήμα απομάκρυνσης των μελετητών από ακραίες αποδομιστικές θεωρήσεις του παρελθόντος, οι οποίες αρνούνται πεισματικά τη δεσπόζουσα λειτουργικότητα των θρησκευτικών συνδηλώσεων ακόμη και σε άρτια οργανωμένα ποιητικά δημιουργήματα, όπως η τριλογική Ορέστεια του Αισχύλου.


Ολα τα παραπάνω, τόσο σημαντικά για την ευχερέστερη κατανόηση των ομηρικών επών και της τραγωδίας, δεν θα παρουσιάζονταν με τρόπο τόσο εύληπτο και εύγλωττο αν δεν είχε διαμεσολαβήσει η εύστοχη μεταφραστική προσπάθεια του Βάιου Λιαπή, η οποία – λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο του βιβλίου, την πυκνότητα του ύφους και των νοημάτων και το αμφίσημο της ορολογίας – αποτελεί όντως αξιοθαύμαστο φιλολογικό επίτευγμα. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική έκδοση συνοδεύεται από υποσελίδιες επεξηγηματικές σημειώσεις και γλωσσάριο όρων, που διευκολύνουν σημαντικά την τελική αποτίμηση των συμπερασμάτων αυτής της ρηξικέλευθης, αλλά όχι πάντοτε απόλυτα πειστικής ερευνητικής εργασίας.


Ο κ. Ανδρέας Μαρκαντωνάτος είναι λέκτορας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών.