«Υστερα και από χρήσιμες επισημάνσεις φίλων και αναγνωστών επανέρχομαι σήμερα στις κοινοτοπίες και στις μεγαλοστομίες, για να σχολιάσω τρεις ακόμη λέξεις-κλισέ:


* Και πρώτα πρώτα το όραμα. Είτε στον γραπτό είτε στον προφορικό λόγο, θεωρείται πλέον περίπου απαραίτητο να δηλώνει ο γράφων ή ο ομιλών «το όραμά μου είναι…», από την πολιτική ή από τις απόψεις του α ή του β «λείπει το όραμα», «οραματίζομαι να…» κτλ., κτλ.


Εν ολίγοις, μας προέκυψαν ξαφνικά τόσα οράματα, τόσοι οραματιστές και τόσοι οραματισμοί ώστε να θεωρείται περίπου άξια περιφρόνησης, αξιοκατάκριτη ή ακόμη και απαράδεκτη η έλλειψη, ή έστω η μη κατάθεση, «οράματος». Πάρτε, κόσμε, οράματα, δέκα φράγκα η οκά. Ετσι στο μυαλό των περισσοτέρων οτιδήποτε απροσδιόριστο, νεφελώδες και κατά κανόνα ανεδαφικό (στην καλύτερη περίπτωση) ή ακόμη και οποιαδήποτε αρλούμπα (στη χειρότερη) καταλήγει να εξαγνίζεται και να καθαγιάζεται στο όνομα του «οράματος» και του «οραματικού» στοιχείου που εμπεριέχει.


Με άλλα λόγια, αν βγω στην τηλεόραση και πω ότι θα ήθελα να μπορώ να περπατάω στην οδό Σόλωνος δίχως να συνθλίβομαι μεταξύ δίτροχων που «κόβουν δρόμο» από το πεζοδρόμιο και τετράτροχων που έχουν παρκάρει στο ίδιο πεζοδρόμιο (έκτασης, έτσι κι αλλιώς, 1 μ. περίπου), είμαι πεζός – και όχι μόνο γιατί κυκλοφορώ με τα πόδια -, ανέμπνευστος, μη οραματιστής ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Αντίθετα, αν πω ότι οραματίζομαι μια Ελλάδα που θα έχει πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη ή μια Ελλάδα όπου η ανεργία θα είναι μηδενική, ο πληθωρισμός στο 0%, ο ρυθμός ανάπτυξης 10% ετησίως και όλοι «θα χαίρονται και θα χαμογελούν», γίνομαι αυτομάτως οραματιστής, δίχως καμία περαιτέρω υποχρέωση να δηλώσω πώς θα επιτευχθούν όλα αυτά.


* Μαζί με το όραμα πάει συχνά και το μήνυμα. Ολοι – ή περίπου όλοι – οι συμπολίτες και συμπατριώτες μας έχουν κάποιο «μήνυμα να στείλουν» προς την κοινωνία, ιδιαίτερα όταν εξασφαλίζουν έστω και στοιχειώδη πρόσβαση στα ΜΜΕ. Από τον ανθυποπολιτευτή κ. Χ ως τον πρόεδρο του Εξωραϊστικού Συλλόγου της Ανω Κουτσούφιανης και από τον γραμματέα του σωματείου «Οι φίλοι της νυφίτσας» ως τον επικεφαλής των «Original» της θύρας 17, 27 ή 37, όλοι έχουν να στείλουν κάποιο «μήνυμα», το οποίο είναι βέβαιοι ότι η κοινωνία διψάει να ακούσει, να αφομοιώσει και ενδεχομένως να ενστερνιστεί. Μάλιστα, το μήνυμα συνοδεύεται συνήθως από μια άλλη, κατεξοχήν βάρβαρη, λέξη: το ρήμα περνάω, με την έννοια του μεταδίδω. Εχουμε έτσι διατυπώσεις όπως «το μήνυμα που θα θέλαμε να περάσουμε», «θα πρέπει από τη συζήτηση αυτή να βγει (sic) ένα μήνυμα που να περάσει στο κοινό» κ.ο.κ. Αλλη καούρα δεν είχαμε παρά το αν και πότε ο κ. Χ ή η κυρία Ψ θα μας περάσει το μήνυμά του/της. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι που έχει κανείς την τάση να αναφωνήσει «θα σου ‘λεγα τώρα τι να το κάνεις το μήνυμά σου» ή να θυμηθεί τη γνωστή χιουμοριστική ατάκα, με το γνωστό ρήμα που αρχίζει από χ και τον γνωστό τραγουδιστή.


* Τρίτη, και τελευταία για σήμερα, μεγαλόστομη κοινοτοπία και κοινότοπη μεγαλοστομία, η έκφραση «ενοχλώ με αυτά που λέω». Κάθε ανθυποδημοσιολόγος και ανθυποδημοσιολογών που (συστηματικά ή ευκαιριακά) γράφει, μιλάει στο ραδιόφωνο ή εμφανίζεται στην τηλεόραση είναι απολύτως πεισμένος ότι αυτά που λέει ενοχλούν γιατί θίγουν κακώς κείμενα που όλοι οι άλλοι, ή τουλάχιστον τα ΜΜΕ, δεν τολμούν να θίξουν. Συχνά, μάλιστα, ο «καταγγέλλων» δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε προσπάθειες «φίμωσής» του, μια και θεωρεί ότι οι κάθε λογής κρατούντες μόλις και μετά βίας μπορούν να ανεχθούν ή να αντέξουν τα λεγόμενά του. Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε.»


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Οι αναγνώστες μπορούν να στέλνουν τις παρατηρήσεις τους, τις επισημάνσεις τους ή τις διαφωνίες τους στην ηλεκτρονική θυρίδα achpappas@hotmail.com